skip to Main Content
Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (Πρωτομαγιά του 1909), ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά στην Αγγελική Κώττη στο Έθνος (25/4) για τον λατρεμένο φίλο του και την ανεκτίμητη σχέση τους.

Οι δικτάτορες προσπάθησαν να βάλουν ανάμεσά τους τα τανκς τους, αλλά τίποτα δεν κατάφεραν. Μεσούσης της χούντας, τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Γιάννη Ρίτσου έφτασαν στον Μίκη Θεοδωράκη, μελοποιήθηκαν, και έγιναν τραγούδια αντίστασης. Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που συναντήθηκαν κάτω από δύσκολες συνθήκες η τέχνη του ποιητή και του συνθέτη. Η φιλία τους, μια από τις δυνατότερες σχέσεις ζωής και για τους δυο τους, δενόταν ακόμα πιο σφικτά κάθε φορά που η πατρίδα περνούσε δοκιμασίες.Πού στηρίζεται μια τέτοια αμοιβαία αγάπη; Σε πολλά, οπωσδήποτε, και βεβαίως και στην ιδεολογική ταυτότητα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάται ο Μίκης Θεοδωράκης από τον Γιάννη Ρίτσο είναι η φράση του πως είχε δίκιο σε όλα. Ήταν υπουργός όταν τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, λίγο πριν ο ποιητής μάς αποχαιρετίσει για πάντα. «Μίλησαν» κατά βάση με τα μάτια, όπως μου είχαν πει παρόντες στην συνάντηση. Δεν είχαν ανάγκη άλλης συνεννόησης. Ήταν και οι καιροί πικροί, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» διαλυόταν. «Για ανθρώπους σαν κι εμάς ήταν πραγματικά μια μεγάλη δοκιμασία. Η κατάρρευση ενός κόσμου ολόκληρου» θυμάται σήμερα ο Μίκης Θεοδωράκης.

Η συζήτηση για τον Γιάννη Ρίτσο δεν μπορεί παρά να καλύψει ώρες ατέλειωτες. Μονάχα η φυσική κόπωση μπορεί να οδηγήσει στο τέλος της. Επί δυόμισι ώρες ο Μίκης Θεοδωράκης μιλούσε στον Έθνος άουτ της Κυριακής για τον ανεκτίμητο, τον λατρεμένο φίλο του, με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (Πρωτομαγιά του 1909). Ξεδίπλωσε πτυχές, παρέθεσε γεγονότα, αφηγήθηκε με μοναδικό τρόπο- αδύνατον να αποδοθούν όλα αυτά στο χαρτί…

Η ποίησή του Ρ. πυλώνας στη γέφυρα του Θ.

-Τι ήταν για τον Μίκη Θεοδωράκη ο Γιάννης Ρίτσος;

«Ήταν μεγάλος ποιητής, ήταν αγνός άνθρωπος, ήταν ειλικρινής αγωνιστής. Ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη, Οι γειτονιές του κόσμου, Η έβδομη συμφωνία (εαρινή), είναι ακριβώς οι πυλώνες στη γέφυρα της δημιουργίας μου. Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις να κάνεις με ένα μεγάλο ποιητή. Ο οποίος να είναι και ομοϊδεάτης 100%. Που θαυμάζεις από κάθε άποψη. Και την ανθρώπινη, και την κομματική και την ιδεολογική»

Η γνωριμία τους… δεν ήταν γνωριμία. Πρώτος ο Μίκης, έφηβος στην Τρίπολη, ανακάλυψε την ποίηση του Ρίτσου. Στην Κατοχή, μια παρέα μαθητών και σπουδαστών συνομιλούσε με τον Ευάγγελο Παπανούτσο, δεχόταν τις διδαχές του, τις συμβουλές του. «Ήταν μια σχολή σαν την Ακαδημία Πλάτωνος». Ταυτοχρόνως τα νεαρά παιδιά έψαχναν τα καινούργια ρεύματα, τις νέες δημιουργίες.

«Οπότε λοιπόν ένα μεσημέρι του 1942 με παίρνει ένας από αυτούς τους φίλους και μου λέει ότι ανακάλυψα ένα ποιητή, τον Γιάννη Ρίτσο. Είναι καταπληκτικός. Λέω διάβασε να ακούσω. Και μου διαβάζει απνευστί όλη την Εαρινή Συμφωνία από το τηλέφωνο. Του λέω έλα εδώ. Το λέμε και στην άλλη παρέα, πέντε- έξι ήμαστε, έρχονται σπίτι μου και ξανά ανάγνωση. Το μάθαμε απέξω και ψάχναμε και για άλλα του Ρίτσου. Βρήκαμε Το Τραγούδι της αδερφής μου, για το οποίο ο Παλαμάς είχε πει να παραμερίσουμε για να περάσεις και τρελαθήκαμε. Μετά, το Εμβατήριο του Ωκεανού.

Τότε είχαμε τη συνήθεια να απαγγέλλονται τα ποιήματα. Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου ήτανε το μεγάλο σουξέ μας. Είχα γράψει κι εγώ ορισμένα τραγούδια και μουσική δωματίου. Ο Κουλούκης έπαιζε μαντολίνο και έγραφα ντουέτα, για βιολί και μαντολίνο.

Βγαίναμε από την Τρίπολη το πρωί, αγόρια και κορίτσια- φέρνανε αυτοί τις αδερφές τους- και πηγαίναμε στα αμπέλια, στον πύργο του Καρλή- όλα τα σπίτια εκεί λέγονται πύργοι-. Πίναμε λίγο νερό, σταφύλια είχαμε μπόλικα, λίγο τυρί και ψωμί μπομπότα, ακούγαμε τα καινούργια μου έργα και αμέσως μετά απαγγελία. Είχε ένα μεγάλο βράχο που ήταν ένα πλατό, σαν σκηνή. Και ανέβαινε κάποιος στο βράχο και απήγγειλε. Σιγά- σιγά ο βράχος ονομάστηκε ο Βράχος του Ρίτσου. Φυσικά διαβάζαμε και Παλαμά, Μαβίλη, Εφταλιώτη, Πορφύρα, Χατζόπουλο. Έτσι αρχίσαμε ένα είδος λατρείας προς τον Ρίτσο, χωρίς να τον ξέρουμε. Ξέραμε μονάχα αυτά τα τρία έργα. Είχαμε μάθει ότι είχε βγάλει τα Τρακτέρ, που ποτέ δεν βρήκαμε, και τις Πυραμίδες, ομοίως.»

Ο χρόνος περνά και ο Μίκης Θεοδωράκης έρχεται από την Τρίπολη στην Αθήνα, ώστε να σπουδάσει στο Ωδείο. Ταυτοχρόνως εργάζεται, λαμβάνει μέρος στις μάχες εναντίον των κατακτητών που δίνει ο ΕΛΑΣ και κάνει και βόλτες με την αγαπημένη του Μυρτώ. Δεν έχει καιρό, πια, να ψάχνει για καινούργια έργα. Έρχεται όμως η απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, η συμφωνία της Βάρκιζας και το μικρό διάλειμμα μέχρι τον εμφύλιο- 1945 και 46. Η ΕΠΟΝ, αντιστασιακή οργάνωση της νεολαίας, αγαπά τον πολιτισμό. Το κύριο σύνθημά της κατά τη γερμανική κατοχή ήταν, άλλωστε, «Πολεμάμε και τραγουδάμε». Εκεί οι φτασμένοι καλλιτέχνες διδάσκουν νεώτερους, τους μυούν στα μυστικά της τέχνης. Εκεί ο Μίκης συναντά επιτέλους τον Ρίτσο:

Ο Θεός τους

«Είχαμε το περιοδικό της ΕΠΟΝ και σκεφτήκαμε να γίνει μια συνάντηση των νέων με τους παλιούς και εκεί επί τόπου να διαβάζει το ποίημά του ο Μιχάλης Κατσαρός και από την άλλη να είναι ο Ρίτσος, ο Βάρναλης… Ξέρεις τι είναι να ακουστεί δικό σου ποίημα και να σου κάνει κριτική ο Βάρναλης; Ή ο Ρίτσος; Ή η Καζαντζάκη; Ή ο Ρώτας; Ή ο Βρεττάκος; Ήταν μια Ακαδημία, αλλά ζωντανή.

Άρχισαν να έρχονται τα παιδιά, ήρθε ο Λειβαδίτης, ήρθε ο Κοτζιάς, ήρθε ο Μιχάλης ο Κατσαρός, ήρθε ο Αργυρίου, ο Αναγνωστάκης, ο Καρούζος, κι εκεί γνώρισα επιτέλους τον Ρίτσο. Του είπα αμέσως για την παρέα της Τρίπολης και τον Βράχο. Του λέω για μας είστε ένας Θεός. Του έκανε μεγάλη ευχαρίστηση. Μου λέει δεν το περίμενα.»

Ακολουθεί ο εμφύλιος, οι συλλήψεις, οι εκτοπίσεις. Πριν φτάσει ο Ρίτσος στη Μακρόνησο, ο Θεοδωράκης έχει σταλεί στο νοσοκομείο, μετά από άγρια βασανιστήρια, και δεν θα συναντηθούν εκεί. Όσο και αν δεν μπορεί να το φανταστεί κανείς, η Μακρόνησος θα οδηγήσει τον Μίκη στη μελοποίηση του «Επιταφίου».

Είναι 1958, ο Μίκης Θεοδωράκης βρίσκεται στο Παρίσι. Ο Ρίτσος «χωρίς να έχουμε άλλη σχέση εκτός από αυτή της ΕΠΟΝ, μου στέλνει όλα του τα βιβλία. Και στον ‘Επιτάφιο’ είχε αυτό: το βιβλίο τούτο το έκαψαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Και ήταν ακριβώς η εποχή που εγώ πήγα έξω στο Παρίσι, ελεύθερος πρώτη φορά, αλλά καθόμουν μόνος στο δωμάτιο όπου μέναμε- η Μυρτώ σπούδαζε στο νοσοκομείο- μπήκε η Μακρόνησος μέσα μου. Και ο μόνος τρόπος για να την πολεμάω ήταν να γράφω μουσική.»

Λίγο πριν από τις εκλογές του 58, μια ομάδα αριστερών στο Παρίσι οργανώνει μια σύναξη για ενίσχυση, έστω και συμβολική, της ΕΔΑ, στο σπίτι των Θεοδωράκηδων. «Μου λέει η Μυρτώ πάμε να ψωνίσουμε για το βράδυ. Πάμε στις Αλ, στην αγορά. Πήρα και τον ‘Επιτάφιο’ μαζί. Τι το θέλεις το βιβλίο μου λέει η Μυρτώ, λέω δεν μπορώ να έρθω μαζί σου, πρέπει κάποιος να μείνει στο αυτοκίνητο. Κάθομαι λοιπόν στο τιμόνι και περιμένω. Μια βροχή… Βγάζω το βιβλίο και χωρίς να το πολυσκεφτώ, λες και έπρεπε να γίνει αυτό, χαράζω πεντάγραμμο και αρχίζω να γράφω μουσική. Μελοποιώ και τα είκοσι…»

-Αυτό το βιβλίο έχει χαθεί…

«…το είχε ο Φίλιππος ο Ηλιού και κάποτε το γύρεψα και μου είπε ότι το κρατάει για τ’ αρχείο του. Εκεί πρέπει να είναι.»

Δεν είναι της αξίας σου…

Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι φίλος από την ΕΠΟΝ ήδη. Ο Μίκης τον συναντά στην Αθήνα. «Τον ρωτάω δειλά σου έστειλα κάτι τραγούδια από τον ‘Επιτάφιο» τα κοίταξες; Και μου λέει επί λέξει , καλύτερα να τα ξεχάσουμε αυτά. Δεν είναι της αξίας σου. Εσύ πρέπει να γράφεις συμφωνική μουσική. Δεν είναι αντάξιά σου. Λέω κι εγώ, δεν αξίζουν, τελείωσε.»

Ο Βύρων Σάμιος και ο Δ. Νικολαΐδης έχουν, όμως, άλλη γνώμη και από μια μαγνητοταινία, βάζουν κόσμο να το ακούσει σε ιδιωτικές ακροάσεις. Ο ενθουσιασμός είναι τεράστιος. Μετά από ένα περιστατικό με τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίμη Δεσποτίδη, ο Μίκης αποφασίζει να φανερώσει στον δεύτερο πως έχει γράψει τραγούδια. Εκείνος τα ακούει, στέκεται ιδιαίτερα στο «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» και στη συνέχεια όλα παίρνουν το δρόμο τους. Οι δύο εκτελέσεις, μία με τη Νάνα Μούσχουρη και μία με τον Μπιθικώτση, ο θρίαμβος, το πέρασμα του έργου στα χείλη του λαού. Επαληθεύεται πλήρως ο Δεσποτίδης: «Ο Ρίτσος είναι κομμουνιστής. Εσύ κομμουνιστής» είχε πει στον Θεοδωράκη. «Θα περάσουν από τη λογοκρισία; Θα τα πας, πάντως. Και αν κάνουν το λάθος και επιτρέψουν να βγουν αυτά τα τραγούδια, τότε θα ανάψουμε την Ελλάδα σαν ένα ξερόχορτο.»

Η πρόσκληση… των πνευμάτων

Μετά από οκτώ χρόνια ακόμη, το 1966, θα έρθει η «Ρωμιοσύνη» μετά από ένα, ακόμη, «δύσκολο» περιστατικό: ανήμερα των Φώτων, η χωροφυλακή και το παρακράτος δέρνει ανηλεώς τους Αριστερούς κατά την τελετή αγιασμού των υδάτων, στον Πειραιά. Ο Μίκης κλείνεται αιμόφυρτος στο γραφείο του, για να μη τον δουν τα παιδιά του, και προσπαθεί να συνέλθει. Μπροστά του είναι η «Ρωμιοσύνη». Του την έχουν στείλει σύζυγοι πολιτικών κρατουμένων, για να τη μελοποιήσει. Όπως και στον «Επιτάφιο», η μελοποίηση γίνεται απνευστί.

Μέσα στο 1966, η «Ρωμιοσύνη» παρουσιάζεται στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια- είναι η πρώτη λαϊκή συναυλία σε γήπεδο. Ο ποιητής και ο συνθέτης, με τις συζύγους τους, βρίσκονται σε έναν άδειο χώρο. Το «κράτος» έχει σταματήσει τους συρμούς του τραίνου εγκλωβίζοντας τον κόσμο μέσα στις σήραγγες.

«Βλέπαμε απέξω γυναίκες με μαύρα, αγωνιστών που περίμεναν στα καφενεία για να μπούνε μέσα. Μπαίνουμε, πάνω κάτω στ’ αποδυτήρια, βγαίνουμε να δούμε, στο στάδιο 100- 200 άνθρωποι. Περνάει η ώρα, ακούμε φασαρία, ξαναβγαίνω, είχαν γίνει 500. Ξαναβγαίνουμε, 800. περιμέναμε 20.000. Λέω Γιάννη να βγούμε έξω και να καλέσουμε τα πνεύματα. Μου λέει τρελάθηκες; Λέω άκου που σου λέω. Αφήνουμε τις γυναίκες μας μέσα, βγαίνουμε κι αρχίζω: λαέ, μεγάλε λαέ, ελληνικέ λαέ. Λέω πέστο κι εσύ. Το λέει κι ο Γιάννης. Κι ω του θαύματος, άρχισε να γεμίζει το στάδιο. Είκοσι χιλιάδες ήρθανε. Λες και έγινε θαύμα.»

Back To Top