skip to Main Content

Ένα αφιέρωμα της Ελληνογερμανικής Αγωγής στον Μίκη Θεοδωράκη, με μία έκδοση βιβλίου, όπου προσωπικότητες από τον χώρο της μουσικής, της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου αφηγούνται άγνωστες ιστορίες γεμάτες από συγκίνηση και χιούμορ, που έζησαν και μοιράζονται με τον κορυφαίο συνθέτη.

Η ιδέα αυτής της έκδοσης, είναι να αποθησαυριστούν άγνωστες στιγμές που έχουν σφραγίσει τις ζωές πολλών ανθρώπων, τους οποίους ο κορυφαίος Έλληνας συνθέτης έχει γοητεύσει και συνεχίζει να γοητεύει με το έργο του. Στιγμές που έχουν κρατήσει σαν φυλαχτό προσωπικότητες της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου και που για πρώτη φορά τις αφηγούνται στον δημοσιογράφο Φώτη Απέργη.

Συμμετείχαν οι: Βασίλης Βασιλικός, Κώστας Γαβράς, Δήμητρα Γαλάνη, Μάνος Ελευθερίου, Δέσποινα Ζηλφίδου, Κώστας Θωμαΐδης, Λουκάς Καρυτινός, Γιάννης Κότσιρας, Φώντας Λάδης, Πέτρος Μάρκαρης, Νότης Μαυρουδής, Μανώλης Μητσιάς, Θάνος Μικρούτσικος, Νίκος Μωραΐτης, Γιώργος Νταλάρας, Πέτρος Πανδής, Μίλτος Πασχαλίδης, Γιάννης Σμυρναίος, Ελένη Τορόση, Μάκης Τρικούκης, Διονύσης Τσακνής, Μαρία Φαραντούρη, Τηλέμαχος Χυτήρης. Και, ακόμα, ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο Διονύσης Καρατζάς, καθώς και ο Διονύσης Σαββόπουλος, με κείμενα που συνέγραψαν οι ίδιοι.


Περιεχόμενα:

Λεπτομέρειες μιας μοναδικής ζωής / Φώτης Απέργης

O captain, my Captain / Διονύσης Σαββόπουλος

Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου; / Μαρία Φαραντούρη

“Γράμματα από τη Γερμανία” που κλόνισαν την Ελλάδα / Φώντας Λαδής

Τραγουδώντας Λόρκα μπροστά στους δεσμοφύλακες / Νότης Μαυρουδής

Ο άνθρωπος που γίνεται μουσική / Κώστας Γαβράς

Ο Μίκης, ο Μάνος, η Ειρήνη και η Μαρία ένα καλοκαιρινό μεσημέρι στη Ρώμη / Τηλέμαχος Χυτήρης

Όταν σπίτι μας ήταν τα λιμάνια και τα αεροδρόμια του κόσμου / Νίκος Μωραϊτης

Με το “Canto General” σε 39 χώρες / Πέτρος Πανδής

Ο Μίκης ήταν της διαδηλώσεως! / Μάνος Ελευθερίου

Περίπατος στη λεωφόρο Θεοδωράκη / Βασίλης Βασιλικός

“Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ” στο Μόναχο / Ελένη Τορόση

Τα τραγούδια που άνοιξαν την πόρτα στην Ευρώπη / Πέτρος Μάρκαρης

Γράφοντας ιστορία με ένα τετρακάναλο / Γιάννης Σμυρναίος

Θεοδωρακικός ακόμα και στις διαφωνίες μας / Θάνος Μικρούτσικος

Νύχτα στην Αβάνα, ανάμεσα στον Δία και τον Ποσειδώνα / Γιώργος Νταλάρας

Παιδικό όνειρο που έγινε πραγματικότητα / Κώστας Θωμαϊδης

Για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα / Μανώλης Μητσιάς

Ποιήματα για τον μύθο της εφηβείας μου / Διονύσης Καρατζάς

Κάθε σταγόνα σε έναν ωκεανό μουσικής / Λουκάς Καρυτινός

Αγαπητός μου φίλος Μίκης γειά σου / Δέσποινα Ζηλφίδου

Όταν έζησα μια “Νύχτα μαγικιά” / Δήμητρα Γαλάνη

Πώς συνέθεσα ένα έργο του Θεοδωράκη / Διονύσης Τσακνής

Από τους Λαμπράκηδες στην Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας / Μάκης Τρικούκης

Το Άξιον Εστί και ο φιλόμουσος τροχονόμος / Γιάννης Κότσιρας

Η ψίχα του τραγουδιού / Μίλτος Πασχαλίδης

Η μέρα που μάθαμε “πού την πάτησε ο Μάρξ” / Φώτης Απέργης

Η Νεφελοκοκκυγία του μέλλοντος / Φοίβος Δεληβοριάς.

Φώτης Απέργης, Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μας, Εκδ. Ελληνογερμανική Αγωγή, 2017

Αναδημοσιεύομε αποσπάσματα από το βιβλίο που συλλέξαμε από ιστοσελίδες των ΜΜΕ.


Διονύσης Σαββόπουλος: O captain, my Captain

Απέναντι στον Μίκη Θεοδωράκη στάθηκα χρεώστης τρεις φορές και άλλες τόσες αθέτησα την υποχρέωσή μου.

Καλοκαίρι του ’62 ήρθε σε μας, στη Θεσσαλονίκη, να παίξει στο υπαίθριο θέατρο, δίπλα στην παλιά Ηλεκτρική Εταιρία. Ολος ο κόσμος έσπευσε να τον δει, να τον χειροκροτήσει. Εσπευσα φυσικά κι εγώ, αφού τον θαύμαζα και τον αγαπούσα. Ημουν όμως μαζί με τον φίλο Θεσσαλονικιό ποιητή, τον μακαρίτη πια, Αλέξη Ασλάνογλου, ο οποίος ήταν θιασώτης του Νίκι Γιάκοβλεφ και της Μαίρης Λω. Ολόκληρη διάλεξη είχε κάνει σε ανύποπτο χρόνο, το ’58, στο «Lise France» με τίτλο «Μαίρη Λω – Η φωνή του πάθους». Λοιπόν, σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας του Μίκη, ήταν «ξινός» ο Αλέξης, γκρίνιαζε. Δυσφορούσε μέσα στις μαζικές εκδηλώσεις και πάντα υποψιαζόταν «εξωκαλλιτεχνικά», όπως έλεγε, κίνητρα.

Εγώ ούτε να τον αλλάξω μπορούσα εκείνη τη στιγμή, ούτε να τον αποφύγω τον άνθρωπο. Από την άλλη μεριά όμως δεν ήθελα να χάσω και τη χαιρετούρα με τον Μίκη Θεοδωράκη. Πώς και πώς περίμενα τη συναυλία. Πήγα τελικά κοντά στον Μίκη μετά το φινάλε. Αλλά αντί να του πω αυτό που είχα στην καρδιά μου να του πω, ξεστόμισα το εξής ακατανόητο: «Δεν έχω πάρει ποτέ αυτόγραφο στη ζωή μου, θα κάνω όμως σήμερα για σας μια εξαίρεση!».

Ημουν 17 χρονών. Ημουν πολύ τρελός. Ο Μίκης Θεοδωράκης με αντιμετώπισε με ένα χαμόγελο εγκαρτέρησης, το οποίο είδα κι άλλες φορές στο πρόσωπό του, απέναντί μου, στο μέλλον. Μου έγραψε δυο ευγενικά λόγια και έφυγα συγχυσμένος, διότι δεν είπα αυτά που ήθελα να πω κι επιπλέον τσαντίστηκε και ο Ασλάνογλου και μου ’κοψε και την καλημέρα. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που δεν είπα το οφειλόμενο ευχαριστώ. Αλλά είχαμε και συνέχεια.

Το φθινόπωρο του ’63 οι Λαμπράκηδες ήταν αναστατωμένοι, διότι από τα κεντρικά γραφεία του κόμματος στην Αθήνα ήθελαν να μας ελέγξουν, για να μην είμαστε «ρεμπέτ ασκέρ». Νέα παιδιά εμείς, βάλαμε τις φωνές και –κατά τη γνώμη μου– καλά κάναμε, διότι υπήρχε τέλος πάντων και μια αυτονομία στο φοιτητικό αλλά και στο νεανικό κίνημα. Αυτονομία την οποίαν έκτοτε δεν ματαείδαμε. Ανέβηκε λοιπόν ο Μίκης Θεοδωράκης άρον άρον στη Θεσσαλονίκη, ως πρόσωπο αγαπητό στη νεολαία –ιδρυτής των Λαμπράκηδων άλλωστε–, να προλάβει τις παρεξηγήσεις, να νοικοκυρέψει τα πράγματα. Εγιναν συσκέψεις με ένταση και αντεγκλήσεις. Κάποια στιγμή εν πάση περιπτώσει, μετά από όλα αυτά, βρεθήκαμε να κατηφορίζουμε την κεντρική οδό της πόλης, την Τσιμισκή. Οπότε τον πλησιάζω και, πιάνοντάς τον απ’ τον αγκώνα, τον αποσπώ από την υπόλοιπη παρέα. Ηθελα πάλι να του πω: «Καλώς ήρθες στη ζωή μας! Είμαι μαγεμένος μαζί σου!».

Αντ’ αυτού όμως, παθαίνω τον γλωσσοδέτη του μαθητή που θαυμάζει μεν τον δάσκαλό του, αλλά είναι και λίγο παραπονούμενος –οπότε θέλει να τον πειράξει λίγο τον δάσκαλο, να τον ξεκουνήσει–, και του ξεφουρνίζω το εξής: «Ελα να πιαστούμε αγκαζέ για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει και η Τσιμισκή!».

Ο άνθρωπος χαμογέλασε με τη γνωστή εγκαρτέρηση για δεύτερη φορά. Αλλά έχω την εντύπωση ότι δεν άκουσε καλά εκείνο το «Τσιμισκή» και θα νόμιζε ότι μιλούσα για κάποια κυρία, ίσως κάποια θεία, διότι έκτοτε κάθε φορά που με βλέπει, με ρωτάει: «Τι κάνει η θεία σου;». «Δόξα τω Θεώ», του απαντώ, τι να του πω; Την Τσιμισκή εννοούσα όμως. Ο Μίκης το άκουσε πιθανόν ως γυναικείο όνομα. Το γεγονός πάντως είναι ότι ο άνθρωπος θα άρχισε να σχηματίζει για μένα την εντύπωση ότι είμαι «ούφο».

Λοιπόν, μετά έφυγα κι εγώ από τη Θεσσαλονίκη και κατέβηκα στην Αθήνα. Στην αρχή, για να επιβιώσω, έκανα τον μπογιατζή, έκανα το γκαρσόνι, έκανα το γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τον Μίκη όμως δεν θέλησα να τον ενοχλήσω, διότι τον ντρεπόμουνα. Φοβήθηκα ότι ο άνθρωπος θα μου ’λεγε «πάλι εσύ μπροστά μου;», οπότε τι να πάω να του πω. Οταν, όμως, είδα και αποείδα, το καλοκαίρι του ’64 πια, του χτύπησα την πόρτα, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενος. Του ζήτησα μια δουλειά ανάλογη με τα ενδιαφέροντά μου και, πράγματι, προθυμοποιήθηκε και μου βρήκε μια πολύ καλή δουλειά. Είχε εμφανιστεί τότε ένας νέος επιχειρηματίας της νυχτερινής διασκέδασης, ο Γιάννης Ζουγανέλης –όχι ο περφόρμερ, ένας άλλος συνώνυμος–, ο οποίος είχε φτιάξει το πρώτο μπαρ της ζωής του στη Μύκονο, τις «9 Μούσες», και είχε για συνεργάτες του δύο κορίτσια που γνώριζε ο Μίκης από τους Λαμπράκηδες, την Τζωτζώ και την Εντα. Σ’ αυτούς με έστειλε και έπιασα δουλειά ως κιθαρωδός. Εξασφάλισα λοιπόν το μεροκάματό μου, πράγμα πολύ σημαντικό, όχι τόσο για το μεροκάματο όσο διότι έμπαινε η ζωή μου επιτέλους σε μια σειρά. Αποκτούσα στα 19 μου ένα επάγγελμα που μου ταιριάζει, το οποίο μάλιστα κράτησα για όλη μου τη ζωή.

Το φθινόπωρο γύρισα στην Αθήνα. Ο καθένας θα σκεφτεί ότι θα έσπευσα να ευχαριστήσω τον Μίκη Θεοδωράκη, που χάρη σ’ αυτόν βρήκα τη δουλειά. Οχι, δεν τον ευχαρίστησα. Κανένα ευχαριστώ. Ούτε καν του τηλεφώνησα. Αντιθέτως, δέκα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του ’74, συμπεριέλαβα στον δίσκο μου «Δέκα Χρόνια Κομμάτια» μια παλιότερή μου γκρίνια, μια μουσική κλάψα που έλεγε: «Χατζιδάκια μ’, Θουδουράκια μ’, ισίς τρώτι κι πίνιτι κι μένα μι τρώει η αρκούδα…».

Να πώς έγινε αυτό: τον Σεπτέμβριο του ’67 –για χούντα μιλάμε– βρέθηκα ριγμένος σε ένα τσιμέντο στα υπόγεια κρατητήρια της οδού Μπουμπουλίνας. Δαρμένος και με πυρετό, βλέπω μέσα σε λήθαργο ένα γλυκό όνειρο. Ερχονται, λέει, οι δύο μου δάσκαλοι, ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης, με παραλαμβάνουν, με σώζουν και με βγάζουν έξω από τη φυλακή. Επειδή, μάλιστα, είχα υποστεί φάλαγγα και δεν μπορούσα να περπατήσω, με σήκωσαν στα χέρια σαν να ήμουν το μικρό τους παιδί και με οδήγησαν στην ελευθερία…

Οταν άνοιξα τα μάτια μου, δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν νύχτα ή μέρα… Ενας λαμπτήρας υπήρχε όλος κι όλος στον διάδρομο. Ηταν η θλιβερή επάνοδος στην τσιμεντένια πραγματικότητα. Για παρηγοριά, ξανασκεφτόμουν ένα παραμυθάκι απ’ το Κιλκίς, που μου το ’μαθε ο συγκρατούμενός μου, Νίκος Μακρίδης, πριν με βάλουν στην απομόνωση. Δεν το θυμάμαι σήμερα, αλλά τελείωνε περίπου με κάτι μεγάλα ελάφια να αφήνουν μόνο του ένα μικρό ελαφάκι, που εγκαταλειμμένο πρέπει να αντιμετωπίσει την αρκούδα. Και το ελαφάκι φωνάζει «αλαφάκια μ’, ζαρκαδάκια μ’, ισίς τρώτι…». Ετσι λοιπόν σκάρωσα τη μουσική κλάψα που σας έλεγα.

Κατά διαβολική σύμπτωση, ενώ συνέβαιναν αυτά, σε κάποιο άλλο σημείο του λαβύρινθου της Ασφάλειας, σε άλλον όροφο, σε μια άλλη γωνιά, ήταν έγκλειστος ο Μίκης Θεοδωράκης κι ούτε έτρωγε ούτε έπινε. Εκανε απεργία πείνας! Αλλά στις συνθήκες απομόνωσης δεν ήταν δυνατόν να το γνωρίζουμε αυτό. Δηλαδή ο Μίκης, αντί για ένα ευχαριστώ εκ μέρους μου, «τ’ άκουσε» κι από πάνω.

Τρεις φορές, σκέφτομαι τώρα, μέσα σε 55 χρόνια –από εκείνο το ’62– ένιωσα την ισχυρή ανάγκη να του εκφράσω την αγάπη μου, και τρεις φορές, αντί γι’ αυτό, του σέρβιρα εξυπνάδες και πειράγματα. Θέλω επιτέλους να του πω –σ’ αυτόν, τον τελευταίο των μεγάλων– με ασυγχώρητη έστω καθυστέρηση, αμήχανα ίσως και με αγχώδη ευρηματικότητα: «Καλώς ήρθες στη ζωή μας, ακριβέ μας δάσκαλε. Σε θαυμάζω, σ’ αγαπώ, πάντα σε έχω στο μυαλό μου. Γιατί είσαι ωραίος, Μίκη, γιατί έχεις ηθικό ανάστημα κι όχι αστεία. Και γιατί μας χάρισες όχι μόνο τον ουρανό της μουσικής σου, αλλά και την παιδική σου καρδιά.

“O Captain, my Captain /…/

Το πλοίο μας ξεπέρασε την κάθε αναποδιά

Η δάφνη που ζητούσαμε κερδήθηκε /…”

Ποτέ δεν θα πεθάνεις».


Μαρία Φαραντούρη: Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί για να τραγουδάς τα τραγούδια μου;

Το 1963, όταν μού έκανε αυτή την ερώτηση, μόλις με είχε ακούσει για πρώτη φορά να τραγουδώ τον «Καημό», στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ο ενθουσιώδης οδηγός της πολιτιστικής άνοιξης που άνθιζε, παρ’ όλα τα πολιτικά προβλήματα, στον τόπο μας. Και εγώ ήμουν μια απλή μαθήτρια. Βέβαια, από παιδί ήξερα ότι το τραγούδι θα είναι η ζωή μου. Όταν πηγαίναμε με τους γονείς μου επίσκεψη σε κάποιους συγγενείς που είχαν σταθεί πιο καλότυχοι από εμάς, άκουγα στο πικάπ τους Βέρντι. Δώδεκα χρόνων, τραγουδούσα ιταλικές και αμερικάνικες μελωδίες, που ξεσήκωνα απ’ το ραδιόφωνο. Μα, πιο πολύ, μού άρεσε ο Χατζιδάκις. Όταν άκουγα τη Νάνα Μούσχουρη να τραγουδά το «Κάπου Υπάρχει η Αγάπη Μου», ανατρίχιαζα. Κάπως έτσι, στα 16 μου βρέθηκα στη χορωδία του Συλλόγου Φίλων Ελληνικής Μουσικής, που είχαν δημιουργήσει νέοι άνθρωποι με την ελπίδα ενός καλύτερου τραγουδιού και ενός καλύτερου κόσμου.

Εκεί γνώρισα και τον Μάνο Λοΐζο, τον «κεφάλα»- έτσι τον λέγαμε τον φίλο μας, τον Μάνο. «Τι μπορείς να τραγουδήσεις;», με ρώτησε. Πρότεινα ντροπαλά το «Κάπου Υπάρχει η Αγάπη Μου» και έπειτα ένα ιταλικό. «Πήγαινε σπίτι σου να μάθεις τον “Καημό” του Θεοδωράκη και έλα ξανά», μού απάντησε. Έτσι και έγινε. Έγινα μέλος της χορωδίας, μού έδωσαν και το πρώτο μου σόλο και ξεκινήσαμε τις συναυλίες. Ήταν μαζί και ο Χρήστος Λεοντής, ο Νότης Μαυρουδής και άλλοι. Μα, εκείνο το βράδυ του 1963 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά ήταν ιδιαίτερο, γιατί ήρθε να μας ακούσει ο Θεοδωράκης.

Στο διάλειμμα ήρθε στα παρασκήνια, που περίμενα με τη μητέρα μου, για να με δει. Στάθηκε μπροστά μου, ψηλός, λιγνός, με τα μαλλιά ανάστατα, με μια αύρα αλλιώτικη από όλων όσους γνωρίζαμε έως τότε, μια φυσιογνωμία ποιητική. «Τι ωραία που τραγούδησες», μού είπε. Και, στρεφόμενος προς τη μητέρα μου: «Κυρία Φαραντούρη, η κόρη σας είναι καταπληκτική. Να τη χαίρεστε». Έπειτα με ρώτησε αν σπουδάζω μουσική. Του απάντησα ότι σκοπεύω να σπουδάσω κλασικό τραγούδι. «Με μένα θα έρθεις!», με ξάφνιασε. «Το ξέρεις ότι έχεις γεννηθεί, για να τραγουδάς τα τραγούδια μου; Για να κάνουμε μαζί το μεγάλο ταξίδι στη μουσική;» Και τότε, άκουσα τον εαυτό μου να του απαντά: «Το ξέρω».

Ήταν και ένα άλλο νεαρό παιδί εκείνο το βράδυ στο πειραϊκό θέατρο. Το είχε φέρει ο πατέρας του, που γνώριζε τον Μίκη από τη Μακρόνησο. Ένα αγόρι λιγνό, ντροπαλό, δεν μιλούσε καθόλου. Μα, ήταν τόσο ωραία η φωνή του, όταν τραγούδησε. Ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος. Έγώ είχα περισσότερη αυτοπεποίθηση, ήταν μέρος της δύναμης με την οποία αντιμετώπιζα τα προβλήματα της υγείας μου. Γύρισα στο σπίτι γοητευμένη. «Είδες, Μαιρούλα; Μπράβο στον κύριο Θεοδωράκη!», έλεγε καμαρώνοντας η μητέρα μου.

Έτσι άρχισαν όλα. Εκείνο το καλοκαίρι άρχισα να τραγουδώ με το συγκρότημα του Μίκη, πλάι στον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Ντόρα Γιαννακοπούλου και τη Σούλα Μπιρμπίλη. Παράλληλα τραγουδούσα με τη χορωδία του συλλόγου, που είχε έναν προσανατολισμό προοδευτικό, αλλά όχι κομματικό. Ο Θεοδωράκης επέμενε σ’ αυτό. Δεν τον υποστήριζαν, άλλωστε, μόνον αριστεροί. Η Ελένη Βλάχου της «Καθημερινής» είχε εκτιμήσει πολύ ότι είχε διακόψει την καριέρα του στη συμφωνική μουσική, που είχε ήδη ξεκινήσει στο Παρίσι, για να έρθει στην Ελλάδα.

Τότε γνώρισα και τον Διονύση Σαββόπουλο, που είχε έρθει παιδί, ακόμα, από τη Θεσσαλονίκη. Στην αρχή μάλιστα κοιμόταν σ’ ένα ράντζο στα γραφεία του συλλόγου στη Σόλωνος. Δυο-τρία ακόρντα ήξερε όλα κι όλα ο Διονύσης στην κιθάρα. Μας έστελναν στις γειτονιές να τραγουδήσουμε και προβληματιζόταν: «Πώς θα σε συνοδεύσω βρε Μαρία;» «Μην ανησυχείς», τον καθησύχαζα, και λέγαμε μαζί το «Γελαστό Παιδί». Ήμαστε όλοι πολύ νέοι. Μας ξεσήκωναν οι Μπιτλς, ο Μπομπ Ντίλαν, τα μεγάλα φεστιβάλ, οι πορείες διαμαρτυρίας. Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να διαβάσεις ανοιχτά όχι την «Αυγή», ούτε καν «Τα Νέα». Εναλλάσσονταν κυβερνήσεις ασταθείς- από νωρίς είχαμε συνειδητοποιήσει ότι αυτή η ακυβερνησία μόνο σε μια δικτατορία θα μας οδηγούσε.

Το 1965 ο Θεοδωράκης με κάλεσε για πρώτη φορά στο στούντιο της Columbia, για να κάνω δεύτερη φωνή σ’ ένα τραγούδι που ηχογραφούσε με τον Μπιθικώτση. «Είναι γερή η μικρή», του είπε, θυμάμαι, ο Γρηγόρης. Δίπλα ηχογραφούσε ένα δικό του τραγούδι ο Στέλιος Καζαντζίδης και, όταν πλησίασε, για να μας χαιρετήσει, ο Μίκης αστειεύτηκε: «Να, έρχεται και ο γαμπρός από το άλλο σπίτι!».

Το πρώτο τραγούδι του Θεοδωράκη που ηχογραφήσαμε, ήταν το «Ματωμένο Φεγγάρι», σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου, που κυκλοφόρησε το 1966 με το σάουντρακ της ταινίας «Το Νησί της Αφροδίτης». Ήδη, ο άρχοντας της Columbia, ο Τάκης Β. Λαμπρόπουλος, ερχόταν με την Μπουίκ του εκεί στα κατσάβραχα, που ήταν το σπίτι μας, και μού έλεγε: «Πρέπει, Μαρία, να τραγουδήσεις περισσότερο με τον Μίκη». Πράγματι, ο Θεοδωράκης έγραψε για μένα «Έξι Τραγούδια», εκείνα που αργότερα ονόμασε «Κύκλο Φαραντούρη».

Μια μέρα με κάλεσε στο σπίτι του. Έμενε, τότε, σε μια παλιά μονοκατοικία στη Νέα Σμύρνη. Άνοιξε η σύζυγός του, η Μυρτώ, που σιδέρωνε στο σαλόνι, και εκείνος με περίμενε χαμογελαστός πλάι στο πιάνο. Μού έδωσε μια παρτιτούρα και μού είπε: «Σημείωσε εδώ τη μέρα τη σημερινή, γιατί αυτό το έργο θα σού αρέσει πολύ». Ηταν η «Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν». Με το που άρχισα να διαβάζω τους στίχους, η ποίηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη με συνεπήρε. Ο Μίκης μού ζήτησε να σιγοτραγουδώ, για να βρει τον τόνο, η Μυρτώ άφησε το σίδερο και ήρθε κοντά μας: «Μυρτούλα, τι λες;» της είπε τρυφερά. «Νομίζω ότι θα της πηγαίνουν της Μαρίας».

Ήταν χαρούμενος, γεμάτος, είχε μόλις βγει από έμπνευση. Ηχογραφήσαμε το έργο και αρχίσαμε να το παρουσιάζουμε σε συναυλίες, σε γήπεδα, σε συνοικίες. Παράλληλα, ο Μπιθικώτσης άναβε τα αίματα τραγουδώντας τη «Ρωμιοσύνη». Βγαίναμε με ορμή, παρά το κυνηγητό, παρά την αστυνομοκρατία. Τραγουδούσαμε και στην επαρχία. Μουσική και πολιτική ήταν ένα τότε για την κοινωνία. Δεν θα ξεχάσω όταν φθάναμε στη Ναύπακτο με το αυτοκίνητο του Μίκη. Μάς πλησίασε ένας άνθρωπος και του είπε απελπισμένα: «Αχ, είμαστε μεθυσμένοι από πείνα!» Τέτοια ήταν η ανέχεια, η δυστυχία του καιρού εκείνου. Όμως, ο Θεοδωράκης μάς έκανε να ξεχνάμε και τις δυσκολίες και τον φόβο. Ήταν πληθωρικός, ηφαιστειώδης, μας συνέπαιρνε. Μέχρι που, το 1967, ήρθε η δικτατορία.

Την επομένη του πραξικοπήματος, με το θράσος της νιότης, αναζήτησα χωρίς προφυλάξεις τη Μυρτώ. Μού είπε ανήσυχη ότι ο Μίκης είχε φύγει και κρυβόταν. Μού είχε αφήσει, όμως, σε ένα χαρτάκι από μαστίχα, ένα σημείωμα: Μού έγραφε να φύγω στο εξωτερικό μαζί με άλλους μουσικούς και να δημιουργήσουμε εκεί ένα συγκρότημα. Λίγους μήνες μετά, το τόλμησα. Ήμουν μόλις είκοσι χρόνων. Ενας- ένας, κατέφυγαν στη Γαλλία και οι υπόλοιποι του συγκροτήματος. Τον πρώτο καιρό μέναμε στον ξενώνα του δήμου Ιβρί, όπου υπήρχε μάλιστα και πιάνο. Σύντομα άρχισαν να έρχονται σε επαφή μαζί μας ο Μιχάλης Κακογιάννης, η Ειρήνη Παππά, ο Αντώνης Μπριλλάκης, ο Θόδωρος Πάγκαλος και άλλοι. Αργότερα πήγαμε στο Λονδίνο. Καθώς οργανωνόταν το αντιδικτατορικό κίνημα, πάντα βρισκόταν κάποιος να βοηθήσει, από το πουθενά.

Ο αρχισυντάκης των Sunday Times έστειλε έναν δημοσιογράφο στην ορεινή Ζάτουνα, όπου ο Μίκης κρατούνταν με την οικογένειά του, αφού, εν τω μεταξύ, είχε συλληφθεί. Εκείνος τον εντόπισε και τον συνάντησε, μετά από πολλές δυσκολίες. Επιστρέφοντας, έφερε χιλιοτσαλακωμένες και κρυμμένες στη φόδρα του πανωφοριού του τις παρτιτούρες από την «Κατάσταση Πολιορκίας», που είχε συνθέσει ο Μίκης σε ποίηση της Ρένας Χατζηδάκη, όταν κρατούνταν στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν ο δημοσιογράφος έφτασε στο Λονδίνο και μετέφερε τα νέα για τις συνθήκες περιορισμού του Θεοδωράκη, έγινε μεγάλος θόρυβος, στον οποίο συνέβαλαν και η Βλάχου και ο Τάκης Λαμπρίας.

Στην Αγγλία γνώρισα και τον περίφημο κιθαρίστα Τζον Ουίλιαμς, αλλά και πολλούς Άγγλους διανοούμενους και φοιτητές. Νιώθαμε ότι συμβάλλουμε στο ίδιο όραμα. Τραγούδησα στις καταλήψεις του London School of Economics. Ένας Έλληνας φοιτητής της περίφημης σχολής, ο Θάνος Σκούρας, γνώριζε μια ηθοποιό που συμμετείχε στην παράσταση του «Hair». Κάπως έτσι βρέθηκε η χορωδία του διάσημου αμερικάνικου μιούζικαλ να συμμετέχει στην πρώτη εκτέλεση της «Κατάστασης Πολιορκίας», στο Roundhouse του Λονδίνου! Ήταν μια ιστορική συναυλία, που ο Μίκης κατόρθωσε να ακούσει από το ραδιοφωνάκι του, καθώς μεταδιδόταν από τα βραχέα. Προσωπικότητες όπως ο Τζον Γκίλγουντ, η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ, ο Αλαν Μπέιτς και η Μελίνα Μερκούρη μάς συμπαραστέκονταν επίσης και βοήθησαν στη συναυλία που έδωσα λίγο μετά στο Royal Albert Hall. Δεν ξέραμε αν και πώς θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Βρισκόμασταν στη δίνη της ελπίδας, της μουσικής και του αγώνα. Εκείνη την εποχή γνώρισα τον Τηλέμαχο (Χυτήρη), ποιητή και φοιτητή της Φιλοσοφικής στη Φλωρεντία, όπου πήγα για συναυλία, που είχαν οργανώσει οι Έλληνες φοιτητές. Έτσι άρχισε και συνεχίζεται μαζί του η σχέση μιας ζωής.

Όταν, μετά από διεθνείς πιέσεις, επιτράπηκε στον Θεοδωράκη να φύγει από την Ελλάδα, έφτασε στο Παρίσι με υγεία κλονισμένη από την εξορία και τις φυλακίσεις. Στην αρχή φοβηθήκαμε πως θα πεθάνει. Όμως, στάθηκε και πάλι όρθιος, με σχέδια για αντιδικτατορικές συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Το «Canto General», ο ποιητικός άθλος του Πάμπλο Νερούδα, υπήρξε ένα από τα κεντρικά έργα σε αυτές τις συναυλίες. Ο ίδιος ο Νερούδα είχε παραστεί σε μια από τις πρόβες που κάναμε σε ένα στούντιο, σε μια φτωχογειτονιά του Παρισιού.

Στη διάρκεια της περιοδείας μας, που ακολούθησε, στη Λατινική Αμερική, ήμασταν έτοιμοι να ταξιδέψουμε και στη Χιλή. Όμως, το πραξικόπημα του Πινοσέτ μάς υποχρέωσε να ματαιώσουμε τη συναυλία. Αντί για το Σαντιάγο, πήγαμε στην Αβάνα. Και αυτή ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάσαμε το «Canto General» στην Κούβα. Η δεύτερη ήταν το 1981. Χιλιάδες Κουβανοί είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία του Καθεδρικού Ναού της Παναγίας της Αβάνας, και, στην πρώτη γραμμή, ο Φιντέλ Κάστρο, που είχε εμφανιστεί απρόσμενα με τη συνοδεία του. Το επόμενο βράδυ μας ξάφνιασε πάλι, όταν κατέφθασε για να γιορτάσει μαζί μας τα γενέθλια του Μίκη στον κήπο του σπιτιού, που είχε παραχωρηθεί στο συγκρότημά μας. Η συνάντησή τους ήταν πολύ θερμή. Τους παρακολουθούσαμε με δέος να συζητούν. Πρώτη φορά είδα τον Μίκη, που είναι πάντα χειμαρρώδης και στον λόγο του, να σιωπά και να ακούει κάποιον επί τόσην ώρα. Πρόσφερε στον Κάστρο ένα πούρο, μα εκείνος είπε ότι οι άνθρωποί του δεν το επιτρέπουν, ήταν ασφαλέστερο να πάρει από τα δικά του. Ο Κουβανός ηγέτης ρωτούσε για την ελληνική μουσική, άλλωστε δεν υπήρχε Κουβανός που να μην γνωρίζει τη μελωδία του «Αν θυμηθείς τ’ Ονειρό μου», η οποία είχε γίνει διάσημη χάρη στην ταινία «Honeymoon».

Ανάμεσα στους πολλούς που το τραγούδησαν και το ηχογράφησαν με αγγλικούς στίχους, ήταν και οι Μπιτλς. Είχα, μάλιστα, συναντήσει δύο από τους τέσσερις, στη διάρκεια της δικτατορίας, στο Λονδίνο και έπαιξα γι’ αυτούς τραγούδια του Θεοδωράκη. Καταλύτης αυτής της συνάντησης υπήρξε ο Αλέξης Μάρδας, που τους είχε γοητεύσει μια ορισμένη εποχή και ήταν πολύ κοντά τους. Εκείνος με κάλεσε μια μέρα στο στούντιο της Abbey Road. Πήγα με τον Κυριάκο Σφέτσα, που είχε φύγει στο Παρίσι με υποτροφία για σπουδές, αλλά τώρα συμμετείχε στο συγκρότημά μας. Εκείνη την ώρα, μόνον ο Πολ Μακ Κάρτνεϊ βρισκόταν στο στούντιο όπου οι Μπιτλς ηχογράφησαν τους ιστορικούς δίσκους τους. Αργότερα ήρθαν και ο Τζον Λένον με την Γιόκο Όνο. Ήταν πολύ ευγενικοί και πολύ φιλικοί, για προσωπικότητες με τέτοια φήμη. Ρωτούσαν για την Ελλάδα, για τη δικτατορία και, όταν μού ζήτησαν να τραγουδήσω κάτι, διάλεξα το «Ένα το Χελιδόνι», που ερμήνευσα, ενώ έπαιζε πιάνο ο Κυριάκος.

Όταν, αργότερα, αφηγήθηκα τα της συνάντησης στον Μίκη, το χάρηκε πολύ. Ήταν, άλλωστε, μια εποχή γεμάτη από συναντήσεις με προσωπικότητες, από τον Φρανσουά Μιτεράν έως την Φρανσουάζ Σαγκάν, ανθρώπους, που, παρ’ όλες τις διαφορές τους, μοιράζονταν ένα όραμα. Το ίδιο όραμα που συνέπαιρνε και εμάς.


Νίκος Μωραϊτης: Όταν σπίτι μας ήταν τα λιμάνια και τα αεροδρόμια του κόσμου

Στην πρόβα, ο Θεοδωράκης ήταν πολύ παραστατικός. Όταν, μάλιστα, απευθυνόταν σε αλλοδαπό μουσικό, που δεν αντιλαμβανόταν ακριβώς τη σημασία της μουσικής και το βάρος του ελληνικού στίχου, μπορούσε να του πει: «Φαντάσου ότι είσαι με μια ωραία κοπέλα και χαϊδεύεις τα μακριά, ξανθά μαλλιά της. Έτσι λυρικά πρέπει να βγει αυτή η φράση». Ποδόσφαιρο και μουσική .Μια άλλη φορά, ήταν, νομίζω, «Το Γελαστό Παιδί» που είχε δύο ρυθμούς -ήταν 5/8και άλλαζε σε 8/8- μπερδεύοντας τους Ιταλούς μουσικούς. Τότε ο Μίκης τους το αναπαριστούσε ρυθμικά λέγοντας: «Νάπολι- Μπάρι 5/8 και μετά Νάπολι- Μπάρι-Νάπολι 8/8». Ήταν πολύ εργατικός και με μεγάλη αντοχή. Ακόμα και μετά από ώρες πρόβας, όταν η κούραση μάς είχε όλους καταβάλει, εκείνος συνέχιζε απτόητος. Το καλλίφωνο λιοντάρι Το χιούμορ δεν έλειπε από τις στιγμές στο δρόμο. Κάποτε, στη Νότια Γαλλία, κάναμε πρόβα σε μια σκηνή, δίπλα σε έναν ζωολογικό κήπο. Και, ανάμεσα σε δυο τραγούδια, ακούσαμε ξάφνου τον βρυχηθμό ενός λιονταριού. «Μπράβο», αναφώνησε χαμογελώντας ο Μίκης. «Είναι και στον σωστό τόνο!»


Πέτρος Πανδής: Με το «Canto General» σε 39 χώρες

Ήταν το διάλειμμα μιας συνηθισμένης πρόβας. Και όμως, εκείνη η μέρα του 1971 στο Παρίσι άλλαξε τα πάντα. Τότε γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη. Προετοιμαζόταν για τη μεγάλη περιοδεία του σε όλο τον κόσμο, με συναυλίες εναντίον της δικτατορίας των συνταγματαρχών.

Και πολύ γρήγορα μπήκα στο συγκρότημα, στο οποίο τότε συμμετείχαν η Μαρία Φαραντούρη, ο Αντώνης Καλογιάννης και η Μαίρη Δημητριάδη. Τον επόμενο χρόνο έφυγαν ο Αντώνης και η Μαίρη και ήρθε η Αρια Σαγιόνμαα, ενώ το 1973 έφυγε η Αρια και ήρθε η Αφροδίτη Μάνου.

Επικεφαλής των μουσικών ήταν ο Γιάννης Διδίλης, ένας από τους αγαπημένους συνεργάτες του Θεοδωράκη. Εκείνος, όταν ήρθε από την Ελλάδα, το 1971, συμβούλευσε τον Μίκη να εστιάσει για τις συναυλίες του και στο «Canto General».

Ο Θεοδωράκης ακούει προσεκτικά τον τραγουδιστή με τον οποίο συνεργάζεται. Αξιοποιεί εκείνο που θέλει και εκείνο που ο ερμηνευτής μπορεί να του δώσει. Στην αρχή, μου ζήτησε να πω τραγούδια από το «Άξιον Εστί». Κατάλαβε, όμως, ότι, καθώς, ως Κερκυραίος, έχω διαφορετικές καταβολές, δεν θα ήταν δυνατόν να τραγουδήσω με το λαϊκό ύφος του μεγάλου Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Θα τραγουδούσα πιο κοντά στη Δύση. Ετσι, όταν αποφάσισε να προχωρήσει με το «Canto General», θεώρησε ότι ήταν ένα έργο που ταίριαζε στη φωνή της Μαρίας και τη δική μου. (…)

Η πρόβα είναι μια από τις πιο αγαπημένες στιγμές του Θεοδωράκη. Δίνεται ολόκληρος, όπως άλλωστε και στη συναυλία. Παθιάζεται, μα είναι ταυτόχρονα ακριβής και αυστηρός. Είναι ένα πειθαρχημένο μουσικό ον.

Η μουσική παιδεία του στην Αθήνα και στο Παρίσι του είχε μάθει ότι η μουσική δεν αφομοιώνεται με άλλον τρόπο. Αν γινόταν κάποιο λάθος, έλεγε απλά «δεν πειράζει, δεν πειράζει», αλλά ξεκινούσε πάλι απ’ την αρχή, ξανά και ξανά, έως ότου να μη χρειαζόμαστε πια την παρτιτούρα. (…)

Μια τέτοια ημέρα της προετοιμασίας του «Canto General», ήρθε να παρακολουθήσει την πρόβα μας ο ίδιος ο Νερούδα, πρέσβης, τότε, της δημοκρατικής Χιλής του Αγιέντε στο Παρίσι. Είχαν πρωτοσυναντηθεί με τον Μίκη το 1971, όταν είχε ταξιδέψει στη Χιλή, καλεσμένος του Αγιέντε. (…)

Όταν ήρθε στο μικρό στούντιο μαζί με τη σύζυγο και τη γραμματέα του, αγκάλιασε συγκινημένος τον Θεοδωράκη και έπειτα παρακολούθησε σχεδόν με κατάνυξη την προσπάθειά μας να αποδώσουμε μουσικά την ποίησή του. Ήταν λιγομίλητος, πότε-πότε χαμογελούσε και έπειτα συζήτησε με τον Μίκη κάποιες λεπτομέρειες. Αργότερα, ο τελευταίος μας μετέφερε λόγια γεμάτα θέρμη και μια παράκληση του ποιητή: να τραγουδάμε με τη νοτιοαμερικανική προφορά και όχι με την καστιγιάνικη.

Ενθαρρυμένοι από την έγκριση του Νερούδα, ξεκινήσαμε το μεγάλο ταξίδι. Επισκεφθήκαμε 39 χώρες. Και ο ενθουσιασμός δεν εξατμίστηκε ποτέ. Αντίθετα, μεταδιδόταν αμέσως στο κοινό, σε όποια χώρα και αν ταξιδεύαμε, όσο και αν ήταν άγνωστη στους θεατές η γλώσσα και η μουσική.

Ακόμα και στην Όπερα του Περού, τα εισιτήρια είχαν εξαντληθεί πέντε ολόκληρους μήνες πριν από τη συναυλία. (…) Τον Νοέμβριο του 1973, λίγο πριν από την εξέγερση του Πολυτεχνείου, εμφανιστήκαμε στο Lincoln Center της Νέας Υόρκης.

Προβλέπαμε πάντα, ώστε ένας ηθοποιός να κάνει μια εισαγωγή στα αγγλικά, για να προετοιμάσει τον κόσμο. Μα, καθώς περιμέναμε να ολοκληρώσει εκείνη τη βραδιά, δεν είχαμε φανταστεί ότι θα βγαίναμε σε μια σκηνή σπαρμένη ολόκληρη με κόκκινα γαρύφαλλα. (…) Τον ίδιο χρόνο, στο Royal Albert Hall του Λονδίνου παρουσιάσαμε για πρώτη φορά τα «18 Λιανοτράγουδα». Ήταν συγκλονιστική η στιγμή που εμφανιστήκαμε στη σκηνή και χιλιάδες θεατές μας υποδέχθηκαν όρθιοι, χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια τους στο δάπεδο του ιστορικού θεάτρου.

Αυτό ενθουσίασε τον Μίκη και θέλησε να παίξει το έργο στο ρυθμό που είχε δώσει το κοινό! Δεν ήταν η μόνη φορά. Όταν ακούω, σήμερα, τις ηχογραφήσεις από τις συναυλίες εκείνου του καιρού, διαπιστώνω ότι, συχνά, το τέμπο ήταν σε πιο γρήγορο χρόνο από την κανονική ηχογράφηση του στούντιο. Και όμως, παρότι πάντα οι αίθουσες, ακόμα και τα στάδια, ξεχείλιζαν από κόσμο, ο Μίκης είχε αγωνία πριν αρχίσει κάθε συναυλία.

Τον απασχολούσε πολύ αν το θέατρο θα ήταν γεμάτο, αν θα είμαστε σωστοί και με καλή διάθεση. Προσέχαμε ο ένας τον άλλον, να είναι το πουκάμισό μας καθαρό, να μη λείπει κανένα κουμπί. Και πάντοτε, πριν βγούμε, εκείνος έδινε το σύνθημα, παροτρύνοντας: «Λοιπόν, πάμε δυναμικά!»

Και έτσι, «δυναμικά», αλλάζαμε τις πόλεις, τις χώρες και τα χρόνια. Στο Μπουένος Άιρες είχαμε 16 χιλιάδες θεατές, Στο Βερολίνο, 25 χιλιάδες νέοι είχαν έρθει, για ν’ ακούσουν σε υπαίθριο κοντσέρτο το «Canto General», και κανείς δεν έφυγε, όταν άρχισε να ψιχαλίζει. Κουρασμένοι, μετά από κάθε συναυλία, καταφεύγαμε σε κάποιο από τα ελάχιστα εστιατόρια που δεν ακολουθούσαν τις ευρωπαϊκές συνήθειες να κλείνουν νωρίς.

Πολλές φορές, όμως, έπρεπε να αρκεστούμε σε ένα assiette anglaise, ένα κρύο πιάτο με κάποιο σάντουιτς, που είχε ξεμείνει στο μπαρ του ξενοδοχείου. Πολύ σπανιότερα ήμαστε καλεσμένοι του τοπικού δημάρχου, που είχε φροντίσει ώστε κάποιο εστιατόριο να κλείσει αργότερα, ή εντοπίζαμε κάποια ελληνική ταβέρνα, όπου του Μίκη του άρεσε πολύ να τραγουδάμε νοσταλγικά, πίνοντας κόκκινο κρασί. Ενα από τα αγαπημένα, παλιά τραγούδια που λέγαμε μαζί ήταν το «Η Νύχτα Φεύγει Ολόχαρη».

Το 1973, μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Θεοδωράκης διέκοψε τις συναυλίες. Τον Ιούνιο του 1974, με τη Μαρία Φαραντούρη, που ζούσε τότε στο Λονδίνο, ενώσαμε τις δυνάμεις μας και αρχίσαμε μια μικρή περιοδεία στην τότε Δυτική Γερμανία. Είχαμε απευθυνθεί σε τοπικές ενώσεις φοιτητών, για να οργανώσουμε και άλλες συναυλίες, όταν, τον Ιούλιο, και ενώ είχαν αρχίσει τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο, χτύπησε το τηλέφωνο: ήταν ο Μίκης.

Μου είπε ότι η ένωση των Μαροκινών φοιτητών τον κάλεσε να συμμετάσχει σε εκδήλωση που έκαναν στο Παρίσι, συμπαριστάμενοι σε συμπατριώτες τους, οι οποίοι έκαναν απεργία πείνας. Πάντα πρόθυμος να στηρίξει κάθε αγωνιστή, δέχτηκε και μου πρότεινε να εμφανιστώ μαζί του.

Η εκδήλωση είχε προγραμματιστεί στις 23 Ιουλίου του 1974. Ο Θεοδωράκης κάθισε μπροστά στο πιάνο, εγώ στάθηκα μπροστά στο μικρόφωνο, μα δεν πέρασε πολλή ώρα, όταν είδαμε δυο-τρεις νέους, ανάμεσα στο κοινό, να χειρονομούν, σαν να προσπαθούν κάτι να μας πουν.

Ο Μίκης ανήγγειλε ένα σύντομο διάλειμμα και τότε μάθαμε ότι στην Ελλάδα αποκαθίσταται η δημοκρατία και ότι ο Καραμανλής επιστρέφει στην Αθήνα! Βιαστικά, ανακοινώσαμε την είδηση στο κοινό και τρέξαμε με ενθουσιασμό στο σπίτι του Μίκη.

Εκείνος επέστρεψε την άλλη μέρα στην Ελλάδα, εγώ λίγο καιρό μετά. Μετά την πτώση της δικτατορίας, ο ελληνικός λαός άκουσε όσον Θεοδωράκη είχε στερηθεί την προηγούμενη επταετία. Αλλά και στο εξωτερικό, καθόλου δεν μειώθηκε η ανάγκη για τη μουσική του και τη δική του παρουσία.

Μια από τις πιο σημαντικές συναυλίες ήταν εκείνη που δώσαμε το 1981, επίσημοι καλεσμένοι του Φιντέλ Κάστρο, στη μεγάλη πλατεία μπροστά στον Καθεδρικό Ναό της Παναγίας της Αβάνας. Είχαμε ειδοποιηθεί ότι μπορεί να ερχόταν και ο Κουβανός ηγέτης, είχαμε μάλιστα το νου μας σε ένα δρομάκι, όπου περίμεναν ήδη παραταγμένοι στρατιώτες.

Όμως, ξάφνου, ένας αναπάντεχος βόμβος μας έκανε να στραφούμε στην αντίθετη κατεύθυνση. Και, πριν καλά-καλά το συνειδητοποιήσουμε, είδαμε τον Κάστρο να στέκεται κιόλας στην πρώτη σειρά του πλήθους.

Το ίδιο απροσδόκητα εμφανίστηκε με τη συνοδεία του, μέσα στη νύχτα, στον κήπο του σπιτιού όπου φιλοξενούσαν το συγκρότημά μας, ενώ γιορτάζαμε όλοι μαζί τα γενέθλια του Μίκη.

Όλη τη νύχτα πέρασε μαζί μας. Κόψαμε την τούρτα, φάγαμε, ήπιαμε και τραγουδήσαμε, μα, κυρίως, τον ακούγαμε, όρθιο και ακούραστο να μιλά για τα μικρά, καθημερινά επιτεύγματα της κουβανικής κοινωνίας, που δεν ήταν δα και μικρό πράγμα για μια χώρα που ζούσε οικονομικά αποκλεισμένη, επειδή είχε τολμήσει να αντισταθεί στις ανελέητες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής.

Μετά την Αβάνα και το Σαντιάγο ντε Κούβα, με έξοδα της κουβανικής κυβέρνησης παρουσιάσαμε το «Canto General» και στη Νικαράγουα, όπου, δυο χρόνια πριν, είχαν καταλάβει την εξουσία οι Σαντινίστας. Καθώς, μάλιστα, από το 1973 και μετά, παίζαμε το έργο στην ολοκληρωμένη του μορφή, για ορχήστρα, μεγάλη χορωδία, έξι κρουστούς και δυο πιάνα, ο Κάστρο μας είχε διαθέσει και χορωδία από Κουβανούς.

Δώσαμε την πρώτη συναυλία στη Νικαράγουα σε ένα καταπληκτικό κτίριο με παρόντα, ένστολα και ένοπλα, όλα τα στελέχη των Σαντινίστας. Τραγουδούσαμε εναλλάξ με τη Μαρία και, μόλις τελείωσα το «Sandino», ένα οκτάλεπτο, συναρπαστικό τραγούδι, είδαμε ξαφνιασμένοι στο απέναντι θεωρείο να σηκώνονται όλοι οι Σαντινίστας και να αναφωνούν πανηγυρικά: «Sandino hoy, Sandino siempre!»

Έχουν περάσει τόσα χρόνια, όλα σήμερα είναι τόσο διαφορετικά, μα, ίσως και γι’ αυτό, η συγκίνηση απ’ όσα ζήσαμε τότε, πλάι στον Μίκη, παραμένει το ίδιο δυνατή. Είναι η ομορφιά της αληθινής μουσικής, της ανθρώπινης αλληλεγγύης και ενός κοινού οράματος που ένωναν χιλιάδες ανθρώπους πέρα από σύνορα, πέρα από τα εμπόδια της γλώσσας. Και, παρ’ όλες τις αντιξοότητες, συνεχίζουν να τους ενώνουν.


Μάνος Ελευθερίου: Ο Μίκης ήταν της διαδηλώσεως!

«Στη διάρκεια της δικτατορίας, άρχισα να του στέλνω στίχους, ενόσω ήταν εξόριστος στη Ζάτουνα. Και, όταν είχε πλέον φύγει στην Ευρώπη, του έστειλα με τη Μαρία Δημητριάδη και τέσσερα τραγούδια στο Λονδίνο. Ανάμεσά τους και το “Ποιος τη ζωή μου”. Οταν, μάλιστα, η Μαρία τού τα έδωσε, εκείνος της είπε: “Μόνο τέσσερα σου έδωσε ο Μάνος; Περίμενα 44!”. Μετά τη Μεταπολίτευση συνεχίσαμε να γράφουμε μαζί τραγούδια. Είναι πληθωρικός και ακάματος ο Θεοδωράκης. Οπως και σε πολλά άλλα, έτσι και στη μελοποίηση διέφερε από τον Χατζιδάκι. Ο Μάνος συνήθως έγραφε πρώτα τη μελωδία στο πιάνο με εικονικά λόγια και ύστερα τραγουδούσε ο ίδιος, για να φανεί πού τονίζεται. Ο Μίκης μελοποιούσε ήδη δοσμένους στίχους. Ποτέ δεν χρειάστηκε να κουβεντιάσουμε πολύ πάνω στον στίχο ή στη μελωδία. Μια φορά μονάχα επενέβη και μου άλλαξε μια λέξη. Είχα γράψει: “δεν μας σώνουν ποιητές” – όπως το λέμε στη Σύρο. Κι εκείνος το άλλαξε, και σωστά: “δεν μας σώζουν ποιητές”. Οχι μόνο δεν ενοχλήθηκα, αλλά μου άρεσε που το έκανε. Εδειξε και εκεί ότι γνωρίζει καλά ελληνικά. Μια άλλη φορά, είχε μελοποιήσει κάποιους στίχους μου σε πιο αργό ρυθμό από εκείνον που φανταζόμουν εγώ, όταν τους έγραφα. Μόλις του το εξομολογήθηκα, απάντησε απλά: “Και δεν το δοκιμάζουμε πιο γρήγορο;”. Και πράγματι, έγραψε ένα θαυμάσιο τραγούδι, το “Στο μπαρ”, που ερμήνευσε η Δημητριάδη. Οταν ερχόταν η ώρα για την ηχογράφηση, ο Θεοδωράκης ήταν επίσης διαφορετικός από τον Χατζιδάκι. Ο Μάνος ήθελε όλα να γίνονται ήρεμα, διακριτικά, με αυτοσχεδιασμό, μα και με προσήλωση. Ο Μίκης ήταν της διαδηλώσεως. Ορμητικός και πληθωρικός, όπως σε όλα, εργαζόταν στο στούντιο σε μια ατμόσφαιρα μερικές φορές πανηγυρική. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και ακριβής. Γνωρίζει, εξάλλου, όσο λίγοι, μουσική. Αφηνε τους μουσικούς ελεύθερους να εκφραστούν, όμως κανείς δεν παρεξέκλινε από τη ρότα που εκείνος είχε ορίσει. Ακόμα πιο ενθουσιώδης ήταν η ατμόσφαιρα στις συναυλίες. Εκεί, φεύγεις πια από αυτό που έχεις γράψει και ακούς τον κόσμο να τραγουδά μαζί σου. Αυτή είναι η χαρά σου».


Βασίλης Βασιλικός: Περπατώντας στη λεωφόρο Θεοδωράκη

«Παρ’ όλα τα προβλήματα και τις απογοητεύσεις, εμφύλιες και εξωτερικές, ο Μίκης δεν έχανε ποτέ το κουράγιο και το χιούμορ του, που είναι ακαταμάχητο. Περπατούσαμε μια μέρα στη Λεωφόρο Λόρκα (σ.σ.: του Παρισιού), όταν μου είπε με αγαλλίαση: “Τι ωραία που νιώθω περπατώντας σ’ αυτόν ειδικά τον δρόμο…”. “Τι εννοείς;” τον ρώτησα απορημένος. “Μα, για σκέψου”, μου απάντησε, “να περπατούσες και εσύ στη Λεωφόρο Θεοδωράκη!”. Τίποτα δεν τον έκανε να χάνει το κουράγιο του εκτός… από τις ελιές. Δεν θέλει ούτε να τις βλέπει. Του έχει μείνει, νομίζω, από τα παιδικά του χρόνια, όταν κόντεψε μια μέρα να πνιγεί από κουκούτσι. Οταν, μετά από κάθε συναυλία, πηγαίναμε για φαγητό, η Μαρία και ο Αντώνης έσπευδαν να προειδοποιήσουν τους εστιάτορες να μη φέρουν ελιές μπροστά του στο τραπέζι. Οι άνθρωποι απορούσαν: “Μα, εσείς οι Ελληνες τις παράγετε”. Σε ωραία τραπέζια – πάντοτε χωρίς ελιές – βρεθήκαμε μαζί και μετά τη Μεταπολίτευση. Εκείνη την εποχή δεν περνούσε εβδομάδα που ο Μίκης να μην έχει κάνει δηλώσεις στις εφημερίδες. Τον συνάντησα μια μέρα στο εξοχικό του στο Βραχάτι και του είπα ότι ίσως το παρακάνει. “Μου ζητούν και δεν αρνούμαι” μου απάντησε. “Αλλά δεν το κάνω για μένα. Το κάνω για τον πατέρα μου, που συλλέγει τα αποκόμματα και, κάθε Πρωτοχρονιά, μου χαρίζει τους τόμους που έχει δέσει. Είναι μια απασχόληση που του αρέσει”. Και πράγματι, στράφηκε και μου έδειξε στη βιβλιοθήκη δύο ή τρία ράφια γεμάτα από τόμους με δημοσιεύματα. Πέρασαν τα χρόνια, πέθανε ο πατέρας του, αλλά ο Μίκης συνέχιζε με τον ίδιο ζήλο να κάνει δηλώσεις προς τον Τύπο. Δεν έχασα την ευκαιρία, κάποτε, να του το επισημάνω – περισσότερο, για να τον πειράξω. Ομως, είχε πια ξεχάσει τη δικαιολογία που είχε επικαλεστεί. Οταν του τη θύμισα, έβαλε τα γέλια».


Πέτρος Μάρκαρης: Τα τραγούδια που άνοιξαν την πόρτα στην Ευρώπη

«Πολλοί θεωρούν ότι τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη υπήρξαν ό,τι πιο ελληνικό σε μια εποχή που η δημοκρατική Ελλάδα κινδύνευσε. Και όμως: Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, τα τραγούδια του Μίκη ήταν εκείνα που, την ίδια εποχή, μας συνέδεσαν περισσότερο με την Ευρώπη.

Αναφέρομαι στην προδικτατορική εποχή, που η ελληνική πολιτική βρισκόταν ακόμα υπό το κράτος των συνεχών παρεμβάσεων από το εξωτερικό, αλλά και των εσωτερικών κλυδωνισμών από τα Ανάκτορα, που διαμόρφωναν ένα τοπίο ασταθές. Μόνη σταθερά σε αυτό το τοπίο ήταν ο πολιτισμός, που γνώριζε εντυπωσιακή ανάπτυξη και είχε κερδίσει όχι απλώς τη δημοτικότητα, αλλά την πίστη του λαού. Από τις δημοφιλείς τέχνες, όπως το τραγούδι έως τη διανόηση, από τις συναυλίες έως τα συνέδρια, αναπτυσσόταν ένας έντονος και ελπιδοφόρος διάλογος, που συνέδεε την Ελλάδα με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Την ίδια στιγμή που η υπονομευόμενη ελληνική πολιτική καθίστατο κατώτερος συνομιλητής της ευρωπαϊκής πραγματικότητας, η τέχνη και η διανόηση της πατρίδας μας παρακολουθούσαν τη διεθνή πολιτιστική άνοιξη της εποχής εκείνης.

Σε αυτή την ενσωμάτωση της Ελλάδας στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, η μουσική του Θεοδωράκη έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Και μάλιστα σε δύο επίπεδα: Ήταν καταπληκτικό να βαδίζεις και, σιγοτραγουδώντας τα τραγούδια του, να απαγγέλλεις με φυσικότητα τους κορυφαίους ποιητές μας. Ενώ, ταυτόχρονα, δεν εννοείτο διαδήλωση, έκφραση διεκδίκησης, χωρίς τη μουσική του. Με αυτόν τον διττό τρόπο και με τον ίδιο τον δημόσιο λόγο του, ο Μίκης άνοιξε διάπλατα μια τεράστια πόρτα για να αντιληφθούν οι Ευρωπαίοι τι πραγματικά συνέβαινε στην Ελλάδα στο επίπεδο του πολιτισμού, και τι δεν συνέβαινε στο πεδίο της πολιτικής.

Από νωρίς, τόσο ο Θεοδωράκης όσο και ο Χατζιδάκις αντιλήφθηκαν ότι, όσο βαθύτερα ελληνικό ήταν το έργο τους, τόσο πλατύτερα διεθνές θα μπορούσε να καταστεί. Είναι καταπληκτικό ότι, παρότι ανήκαν σε διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, συμφωνούσαν ως προς αυτό και συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον. Να ένα από τα πολλά διδάγματα που μπορεί και πρέπει να πάρουν οι πολιτικοί μας από τον πολιτισμό. Θα μπορούσαν και θα έπρεπε να το είχαν πάρει ήδη από τότε που οι δύο κορυφαίοι μας συνθέτες πρωτοεμφανίστηκαν. Μα, ακόμα και σήμερα, δεν είναι αργά.

Πρωτογνώρισα το έργο τους, όταν ακόμα ερχόμουν στην Ελλάδα ως επισκέπτης, πρώτα από την Κωνσταντινούπολη και έπειτα από τη Βιέννη. Εγκαταστάθηκα στην Αθήνα το 1964. Και τα τραγούδια τους ήταν εκείνα που με συγκίνησαν και με βοήθησαν να ενσωματωθώ στην ελληνική κοινωνία. Παλιά ρεμπέτικα έως ελαφρά του Γούναρη και του Σουγιούλ είχα ακούσει και στην Πόλη. Ελληνική ποίηση και λογοτεχνία μπορούσα να διαβάζω και στη Βιέννη και το έκανα. Όμως, οι ήχοι, η σύγχρονη ελληνική μουσική και τα τραγούδια δεν έφθαναν ακόμα τότε έως την αυστριακή πρωτεύουσα. Αυτή μου η ανακάλυψη, η μουσικότητα, το νόημα, το αίσθημα των τραγουδιών του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι με συνέδεσαν με τη βαθύτερη και τη σύγχρονη ελληνική ζωή περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Τώρα πια, ανακάλυπτα ότι, χάρη στους δυο κορυφαίους μας συνθέτες, η λαϊκή μας μουσική είχε αποκτήσει άλλο εύρος.

Γνώριζα, εξάλλου, τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου. Όμως, ενθουσιάστηκα, όταν την άκουσα μελοποιημένη από τον Θεοδωράκη. Συνειδητοποίησα ότι αυτά τα ποιήματα, συνδεδεμένα με τη μουσική, μιλούσαν πολύ εκφραστικότερα, μετέδιδαν πολύ περισσότερα σε πολύ μεγαλύτερο κοινό. Όπως οι Ιταλοί, τον 19ο αιώνα, τραγουδούσαν στον δρόμο Βέρντι και Ροσίνι, έτσι και εμείς τραγουδούσαμε Χατζιδάκι και Θεοδωράκη.

Χώρα πιο κλειστή, η Αυστρία άργησε να υποδεχθεί τη μουσική του Μίκη. Όμως, η Γερμανία είχε το κοινό των Ελλήνων μεταναστών, που λειτούργησε ως καταλύτης. Ειδικά επί δικτατορίας, η επιρροή των τραγουδιών του Θεοδωράκη ήταν τεράστια και σύντομα επεκτάθηκε στους Γερμανούς. Οι άνθρωποι που ήταν στη συντριπτική τους πλειονότητα αντιχουντικοί, δονούνταν με κάθε στιβαρή νότα, με κάθε στίχο που παρηγορούσε και καλούσε σε εγρήγορση. Μέσα από τα τραγούδια αυτά δημιουργήθηκαν πολλοί σύλλογοι που άντεξαν επί δεκαετίες.

Τα πράγματα άλλαξαν κατά τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όταν υπήρξε μια εντατική αναπλήρωση των απαγορευμένων ακουσμάτων της χούντας. Ακούσαμε λυσσαλέα ό,τι είχαμε στερηθεί τα προηγούμενα χρόνια. Πολύς κόσμος είχε σημαία τον Θεοδωράκη, παρότι διατηρούσε ανεξαρτησία από την κομματική γραμμή. Και πάλι είχε ενδιαφέρον η σχέση του με τον Χατζιδάκι, που, στον δικό του χώρο, υπήρξε επίσης ένας καλλιτέχνης πολύ ανοιχτός.

Αν κάτι επηρέασε την πρόσληψη του έργου αυτών των δύο προσωπικοτήτων, ήταν η μεταβολή της ελληνικής κοινωνίας, ιδίως μετά τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τότε ο πολιτισμός άρχισε να μεταβάλλεται σε ένα είδος λαμπερής ρουτίνας με χρηστική αξία. Τότε, δεν μπορούσαν ακόμα πολλοί να αντιληφθούν το ρόλο που έπαιζε η μουσική του Θεοδωράκη, ακόμα και την εποχή που είχε πάψει να πρωταγωνιστεί – ιδίως, μάλιστα, αυτή. Χρειάστηκε να ζήσουμε εποχές όπως τη σημερινή, να νιώσουμε και πάλι την ανάγκη να αναζητήσουμε τις βάσεις μας, για να επανεκτιμήσουμε την προσφορά του: την έντεχνη, αριστοτεχνική ποιότητα της μουσικής του, την υπερηφάνεια του αναστήματος και της έκφρασής του».


Γιάννης Σμυρναίος: Γράφοντας ιστορία με ένα τετρακάναλο

Οκτακάναλο χρησιμοποιήσαμε για πρώτη φορά με τον Μίκη τον Αύγουστο του1975 στη μεγαλειώδη συναυλία στο στάδιο Καραϊσκάκη. Ήταν μια ιστορική βραδιά, έναν χρόνο μετά την πτώση της δικτατορίας. Χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν, για ν’ ακούσουν σπουδαία μουσική, αλλά και για να τραγουδήσουν, να φωνάξουν, να γιορτάσουν την ελευθερία και τη δημοκρατία. Ποιο άλλο έργο θα ήταν καταλληλότερο γι’ αυτό από το «Canto General»; Φαινόταν απλό, αλλά δεν ήταν. Επρόκειτο για μια πολυάνθρωπη και απαιτητική παραγωγή με τη Μαρία Φαραντούρη, τον Πέτρο Πανδή, την Έθνική Χορωδία της Γαλλίας, τα Κρουστά του Στρασβούργου, τον πιανίστα Αλμπέρτο Νόιμαν, την Ντόρα Μπακοπούλου, τους κιθαριστές Έυάγγελο Ασημακόπουλο και Λίζα Ζώη, τη λαϊκή ορχήστρα υπό τον Γιάννη Διδίλη με τα μπουζούκια των Λάκη Καρνέζη και Χρήστου Κωνσταντίνου. Θα απήγγειλλε ο Μάνος Κατράκης. Πού θα βρίσκαμε 50 έως 60 μικρόφωνα που χρειαζόμασταν; Πολλές μέρες πριν, γύρισα όλα τα στούντιο και τα κέντρα, ακόμα και τις ταβέρνες της Πλάκας, για να τα συγκεντρώσω. Και φθάνει η μεγάλη μέρα: Είχαμε τοποθετήσει δεκάδες καρέκλες στη σκηνή και στα κατάλληλα σημεία είχαμε στήσει γερανούς με τα μικρόφωνα αναρτημένα. Ή Εθνική Χορωδία της Γαλλίας ήταν εδώ, οι περισσότεροι μουσικοί το ίδιο, όμως τα Κρουστά του Στρασβούργου; Ο κόσμος είχε γεμίσει το μεγάλο στάδιο, η συναυλία έπρεπε να ξεκινήσει, αλλά το περίφημο συγκρότημα δεν είχε φθάσει ακόμα! Κάποιοι άρχισαν να σφυρίζουν ανυπόμονα και μόνον ο Μίκης, με ολύμπια ψυχραιμία, προσπαθούσε να με καθησυχάσει: «Μην σε νοιάζει, θα τα βγάλουμε πέρα». Ώσπου, ξαφνικά, καταφθάνει μια τεράστια νταλίκα, μπαίνει αργά μέσα στο στάδιο και μαζί της ξεχύνεται ένα πλήθος μουσικών με μαράκες, μαρίμπα, μπόνγκος, τεράστια τύμπανα, με ό,τι κρουστό μπορεί κανείς να διανοηθεί, και αρχίζουν να παίρνουν τις θέσεις τους στη μεγάλη σκηνή. Μετά από ημίωρη καθυστέρηση, η ιστορική αυτή συναυλία μπορούσε επιτέλους να ξεκινήσει μέσα σε ένα μίγμα αποσυρόμενου πανικού και εντεινόμενου ενθουσιασμού.


Μανώλης Μητσιάς: Για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα

Με συγκίνηση θυμάμαι ακόμα τη συναυλία που δώσαμε το 1995 με το «ΑξιονΈστί» στο Μόντρεαλ, όπου η σκοπιανή προπαγάνδα είναι πολύ επιθετική. Ο έχασε την ευκαιρία να μιλήσει στον Τύπο για το Μακεδονικό. Ή τόλμη του δεν έμεινε αναπάντητη. Έτσι, λίγο πριν αρχίσει η συναυλία σε ένα στάδιο χόκεϊ, με χωρητικότητα 12 χιλιάδων θεατών, μας ειδοποίησαν ότι υπάρχουν απειλές για τον ίδιο και για τη συναυλία. Τότε ο Θεοδωράκης ζήτησε να μιλήσει στο ραδιόφωνο, αναφέρθηκε στις απειλές και κατέληξε αυστηρά: «Ή συναυλία θα γίνει. Και αν θέλουν, ας έρθουν. Εκεί θα με βρουν».


Λουκάς Καρυτινός: Κάθε σταγόνα σε έναν ωκεανό μουσικής

Ζήσαμε πολλές συναυλίες με μεγάλη συγκίνηση και ενθουσιασμό και, μερικές φορές, με απρόοπτα, όπως ήταν εκείνη, τον Ιούνιο του 1989, με το «Canto General»στο Μπιλμπάο. Την εποχή εκείνη, ο Μίκης συνέχιζε να διευθύνει την ορχήστρα. Όμως, συχνά μοιραζόμασταν αυτόν τον ρόλο, για να ξεκουράζεται. Το βράδυ της συναυλίας, μας ειδοποίησαν ξαφνικά ότι θα ερχόταν να την παρακολουθήσει και η βασίλισσα Σοφία. Σύντομα πληροφορηθήκαμε ότι δεν επρόκειτο μόνο για μια ψυχαγωγική επιλογή. Ή βασίλισσα της Ισπανίας δεν είχε ποτέ μέχρι τότε επισκεφθεί τη χώρα των Βάσκων και αυτή θα ήταν η πρώτη της φορά. Όντως, το βράδυ εκείνο, το θέατρο βρισκόταν υπό ασφυκτικό αστυνομικό κλοιό για τον φόβο κάποιας ενέργειας από την πλευρά των αυτονομιστών. Βρισκόμασταν ακόμα στα παρασκήνια, όταν κατέφθασε η Σοφία συνοδευόμενη από την αδελφή της, Ειρήνη, μα ακούγαμε καθαρά τις φωνές, τα σφυρίγματα και τις αποδοκιμασίες με τις οποίες τις υποδεχόταν το κοινό, που είχε γεμίσει το θέατρο. Το επόμενο λεπτό, κατέφθασαν αλαφιασμένοι οι άνθρωποι της παραγωγής και μας παρακάλεσαν ν’ αρχίσουμε αμέσως, για να γλιτώσουν από μεγαλύτερα προβλήματα. Πράγματι, βγήκαμε στη σκηνή μαζί με την ορχήστρα, ο Πέτρος Πανδής και η Σοφία Μιχαηλίδου- η Μαρία έλειπε εκείνη τη φορά. Τελευταίος παρουσιάστηκε ο Μίκης.

Και, ξάφνου, όλα τα σφυρίγματα εις βάρος της βασίλισσας μετατράπηκαν σε επευφημίες για τον κορυφαίο συνθέτη. Με προσήλωση παρακολούθησε το κοινό τις μουσικές και ποιητικές χάρες του «Canto General» να ξεδιπλώνονται στο θέατρο και με τα πιο θερμά χειροκροτήματα επιβράβευσε, πάλι, τους εκτελεστές. Με μια έξυπνη κίνηση, λίγο πριν αποχωρήσει από την αίθουσα, η Σοφία έδωσε εντολή να ακουστεί το εμβατήριο των Βάσκων και όχι ο βασιλικός ύμνος, όπως προέβλεπε το πρωτόκολλο. Αυτό καθησύχασε το κοινό και εκείνη γλίτωσε από περισσότερες αποδοκιμασίες. Όμως, η ιδιαίτερη αυτή βραδιά δεν είχε ακόμα τελειώσει. Ανακουφισμένοι πια, οι υπεύθυνοι του θεάτρου ήρθαν στα παρασκήνια και μας ενημέρωσαν ότι η βασίλισσα θα ερχόταν να μας χαιρετήσει. Αφού συνεχάρη τον Μίκη και τους άλλους καλλιτέχνες, η Σοφία είπε σε άπταιστα ελληνικά πως ήταν κρίμα που δεν μπόρεσε να έρθει και ο αδελφός της, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος. «Ευτυχώς!», σχολίασε αυθόρμητα ο Μίκης, δίχως εκείνη να απαντήσει. Ή Ειρήνη περηφανεύτηκε ότι μικρή είχε πάρει μαθήματα πιάνου από τη μεγάλη σολίστ Τζίνα Μπαχάουερ και η Σοφία επαναλάμβανε πόσο ωραία ήταν αυτή η μουσική του Μίκη και μάλιστα τον ρώτησε αθώα: «Αλήθεια, έχετε γράψει και άλλα τραγούδια;». Εκείνος έμεινε για μια στιγμή εμβρόντητος, μα έπειτα της απάντησε χαμογελώντας ευγενικά: «Φυσικά, πάρα πολλά». «Τι ωραία!» συνέχισε η Σοφία. «Μπορείτε, σας παρακαλώ, να κάνετε ένα δέμα και να μου στείλετε μερικούς δίσκους;»

«Δέμα;», είπε τότε αμήχανα ο Μίκης. «Και πού να σας το στείλω; Δεν έχω ξαναστείλει δέμα σε βασίλισσα!»

Το πιο ωραίο του τραγούδι; «Τα παιδιά του Πειραιά»! Μαζί με όλα τα άλλα, ο Θεοδωράκης γνωρίζει πώς να κάνει χιούμορ και με τον εαυτό του. Πρέπει να ήταν το 1985 ή ’86, όταν μας κάλεσαν για μια συναυλία στη Λιμόζ. Φτάσαμε στο αεροδρόμιο του Ορλί, ώστε να φύγουμε κατόπιν με τρένο για τη Λιμόζ. Πρώτα, όμως, όλο το συγκρότημα επρόκειτο να παραστεί σε μια τιμητική εκδήλωση για τον Μίκη, που είχε διοργανωθεί με πρωτοβουλία του τοπικού τότε δημάρχου, σε μια αίθουσα του αεροδρομίου. Καθώς περιμέναμε ν’ αρχίσει η εκδήλωση, συναντήσαμε στην αποβάθρα ένα γκρουπ ξένων τουριστών που αναγνώρισε τον διάσημο Έλληνα συνθέτη, όπως, άλλωστε, συνέβαινε συχνά κατά τις διελεύσεις μας στα διεθνή αεροδρόμια. Ενθουσιασμένοι, συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω του και άρχισαν να του τραγουδούν αυθόρμητα τα… «Παιδιά του Πειραιά»! Ο Μίκης γέλασε με την καρδιά του και ευχαρίστησε τους ανυποψίαστους τουρίστες. Και έπειτα στράφηκε και μου είπε: «Όταν με ρωτούν, λέω πάντα ότι αυτό είναι το πιο ωραίο μου τραγούδι!».

 

Δήμητρα Γαλάνη: Όταν έζησα μια “Νύχτα μαγικιά”

«Ήταν μαγικός ο Μίκης στο στούντιο. Όλοι γνώριζαν σε ποιον απευθύνονται και πώς όφειλαν να το κάνουν. Όμως, παρότι ήταν συγκεντρωτικός και, κάποτε, μπορώ να πω εγωκεντρικός, ήξερε ταυτόχρονα ν’ ακούει. Είναι επίσης πολύ ερωτικός με την τέχνη του. Η μουσική του αύρα είναι και η προσωπική του ταυτότητα και έτσι, αυτομάτως, λειαίνονται όλες του οι γωνίες.

Ο Θεοδωράκης έχει γράψει σπουδαία τραγούδια για άνδρες ερμηνευτές. Και έχουν γίνει κλασικά σε εκτελέσεις αξεπέραστες. Τα περισσότερα από αυτά έχουν ως ισχυρό πρότυπο τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Είναι λογικό, κάθε νεότερος ερμηνευτής των ίδιων τραγουδιών να νιώθει κάποια ανασφάλεια από την αναπόφευκτη σύγκριση μαζί του. Μια γυναίκα ερμηνεύτρια νιώθει πιο ελεύθερα ως προς αυτό το σημείο. Δεν θα ξεχάσω όμως ότι με μια κουβέντα του, ενώ ερμήνευα το “Νύχτα μαγικιά”, σε στίχους του αδελφού του, Γιάννη Θεοδωράκη, ο Μίκης μού έλυσε έναν μεγάλο κόμπο: τραγουδούσα τον στίχο “Μάγισσα χλωμή, το στερνό σου φιλί / ξεχασμένη μουσική / μια μαχαιριά, ποτέ, ποτέ μαζί”. Και διατηρώντας στα ακούσματά μου και κάτι από το ελαφρό τραγούδι, άφησα τον εαυτό μου να το ερμηνεύσει πιο ελεύθερα, φεύγοντας από τον ρυθμό. Τότε ο Μίκης με διέκοψε και μου είπε: “Εδώ, Δήμητρα, θα τονίζεις κάθε λέξη ξεχωριστά. Θα της αποδίδεις το δραματικό της βάρος, θα τονίζεις το αμετάκλητο. Αλλιώς, το τραγούδι ακούγεται ελαφρό”. Είχε πάρα πολύ δίκιο. Και αυτή του η ερμηνευτική παρέμβαση έγινε για μένα σχολείο. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 1982 και τον επόμενο χρόνο παρουσιάσαμε τους “Χαιρετισμούς” στη Στοκχόλμη και στο Ανατολικό Βερολίνο, στο ιστορικό θέατρο Folksbuehne, σε ένα φεστιβάλ αφιερωμένο στον Θεοδωράκη. Ήταν μαζί και ο Πέτρος Πανδής. Ο Μίκης ήταν τότε πολύ αγαπητός εκεί και θυμάμαι τον ενθουσιασμό του κόσμου, καθώς στεκόταν στη σκηνή πληθωρικός, γιγαντιαίος, ενθουσιώδης».

Back To Top