skip to Main Content

Το έργο του Θεοδωράκη ως μουσική και ποιητική αρχιτεκτονική γεννιέται και αναπλάθεται στο καμίνι της Ιστορίας.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ανδρέα Μαράτου, Ουτοπία κρυμμένη στο σώμα της πόλης – Ο μουσικός κόσμος του Μίκη Θεοδωράκη και η εποχή του, σελ. 204-209

Αναφέρθηκα συχνά στον ολιστικό χαρακτήρα του θεωδορακικού έργου, την προσπάθεια του ολικής θέασης του κόσμου, όχι προφανώς με τρόπο υπερβατικό αλλά σίγουρα βαθιά προσωπικό, επίμονο και πυρετώδη, φτάνοντας στον πυρήνα της εποχής του. «Υπάρχουν μελωδίες…», θα πει ο ίδιος σε ανύποπτο χρόνο, «…είτε σημαντικές ιδέες που για να φωτισθούν πλήρως είναι ανάγκη να παρουσιαστούν με περισσότερες επεξεργασίες. Αυτό με οδηγεί σε νέες ενορχηστρώσεις… είτε σε “διακλαδώσεις”, όπου ένα τμήμα σύνθεσης εισχωρεί σε μία άλλη. Αυτή η πρακτική ικανοποιεί ακόμα μια άλλη αισθητική ανάγκη -εντελώς προσωπική φυσικά. Δεδομένου ότι θέλω να πιστεύω ότι το σύνολο των έργων μου -από το πιο απλό τραγούδι έως το πλέον περίτεχνο συμφωνικό- ανήκουν σε μια και μόνο μουσική ενότητα»’.

Ένα «μεγάλο τραγούδι» λοιπόν για την ανθρώπινη περιπέτεια στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Ένα τραγούδι της καρδιάς του κόσμου, φτιαγμένο από τα πιο επίμονα όνειρά του. Ολοκληρωμένο αποδίδει με ενάργεια τη δημιουργική αίσθηση μιας κατακτημένης αρμονίας κι ορίζει με το κοινό μια τελεστική σχέση μέθεξης, συγκίνησης, αφύπνισης.

Αυτό το μουσικό αρμονικό σύμπαν προσπάθησα να προσεγγίσω ως διαλεκτική εικόνα. Η προσέγγιση συνοψίζεται στη διαγραμματική σχηματοποίηση που θα βρείτε στο τέλος του κεφαλαίου. Στο σχήμα διακρίνονται:

  • Το κλειστό ελλειπτικό κέλυφος που αποτυπώνει την ολιστικότητά του, την ανάγκη του για απαντήσεις καθολικού χαρακτήρα, τους δεσμούς του με τη γλώσσα, τα επίδικα, τις αναζητήσεις και τις προσλαμβάνουσες της εποχής του.
  • Το ουτοπικό φορτίο που αποδίδει τη δημιουργική πνοή του, τις μορφικές καινοτομίες του, τη δυναμική σχέση του περιεχομένου του με το ιστορικό γίγνεσθαι. Χωρίς το ουτοπικό φορτίο να συνδιαλέγεται διαρκώς με τα υπόλοιπα στοιχεία αυτής της μονοδιαίας δομής, τα μυθικά αποθέματα της εποχής της θα είχαν αργά ή γρήγορα καταστεί αναπότρεπτα όριά της, αφαιρώντας της τελικά τον χαρακτήρα της διαλεκτικής εικόνας. Είναι λοιπόν η διαρκής ένταση ορίων και διανοίξεων, η λυτρωτική δύναμη, ο ρηξικέλευθος χαρακτήρας του θεοδωρακικού έργου που σφραγίζουν την ταυτότητά του.
  • Ο κεντρικός οριζόντιος άξονας που ορίζει το σώμα της πόλης και τις ετεροτοπίες που ανέδειξε το θεοδωρακικό έργο. Ετεροτοπίες πραγματικές και φαντασιακές, ουτοπικά κατώφλια, εγκαθιδρύοντας μια τελετουργία συνάντησης με το κοινό σε γειτονιές, αίθουσες, στάδια, συγκεντρώσεις, κινηματικές εξάρσεις και δρόμους διαδηλώσεων. Μετέτρεψε ακόμα και τους χώρους εγκλεισμού σε χώρους παραγωγής τέχνης.
  • Τα αρχαιολογικά στρώματα ιστορικής μνήμης που «υποβαστάζουν» από το φαντασιακό υπέδαφος της πόλης τον κεντρικό άξονα. Αυτό το αρμονικό σύμπαν μοιάζει να ανασκάπτει την ιστορία, το συλλογικό ασυνείδητο, αναδεικνύοντας συνέχειες και ασυνέχειες, κοινούς τόπους και διαφοροποιήσεις. Υιοθετεί μια διαδικασία αναμνημόνευσης αφού επανασυναρμολογεί τα θραύσματα σε ένα συνεκτικό ερμηνευτικό ιστό χαράσσοντας μια λυτρωτική, χωροχρονική διαδρομή συλλογικού χρέους. Η χάραξη αυτή υλοποιείται με τη συγκρότηση μιας αντίστοιχης μουσικής γενεαλογίας, τα ιδιαίτερα στοιχεία της οποίας συγκροτούν ένα μοναδικό αμάλγαμα, αφομοιώνοντας δημιουργικά και συνθέτοντας σε νέες ποιότητες στοιχεία από τη δυτική και την ελληνική μουσική παράδοση.
  • Περίοπτη θέση κατέχει στο σχήμα ο προσωπικός ποιητικός του τόπος, ο μεταιχμιακός τόπος που συναντήσαμε να πολιορκεί όλο το έργο του η «Χώρα» της συνάντησης και της υπέρβασης όλων των ιδιαίτερων στοιχείων. Πρόκειται για ένα καταφύγιο αναστοχασμού και ονειροπόλησης, που θα αγκαλιάσει τα φαντασιακά τοπία της φυγής από το σκοτάδι του εγκλεισμού, το μεταφυσικό σεφερικό τοπίο, το λυτρωτικό φως του Ελύτη, τα μονοπάτια της πέτρινης ρωμιοσύνης του Ρίτσου, τους μετέωρους τόπους ήττας του Λειβαδίτη, τα λυρικά τοπία του ύστερου μουσικού του έργου. Πρόκειται τελικά για την ποιητική μορφοποίηση ενός όχι-ακόμη τόπου καθολικής δικαιοσύνης. Προσιδιάζει στην πλατωνική «Χώρα» όχι ως μετέωρος τόπος ονειροπόλησης ανάμεσα στον φθαρτό κόσμο των ανθρώπων και έναν άφθαρτο ιδεατό, αλλά ως φαντασιακή συνάντηση του δυνάμει και του ενεργεία, του υπαρκτού και του δυνατού, του τώρα με το όχι-ακόμη, που αποτελεί και το κινούν αίτιο του θεοδωρακικού δημιουργικού οίστρου.

Μέσα σε αυτή τη «Χώρα» πιστεύω πως έχει ορίσει, λόγω και έργω, ένα σημείο θέασης και για τον ίδιον. Σημείο από το οποίο παρατηρεί και παρατηρείται, έχοντας τα χαρακτηριστικά που απέδωσε με τον δικό του ελλειπτικό τρόπο ο Γιάννης Ρίτσος σε ένα από τα 18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας:

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν οι καμπάνες / σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του Και πα στην πέτρα της σιωπής τα νύχια του ακονίζει / μονάχος κι αβοήθητος / της λευτεριάς ταμένος.

Το έργο του Θεοδωράκη δεν προσφέρεται για μανιχαϊστικές αναγνώσεις και ταξινομήσεις. Εδώ συνυπάρχουν το εθνικό με το διεθνικό στοιχείο, το βίωμα με την ιστορία, ο λόγος με το μέλος, ο μύθος με την ουτοπία, η δύση με την ανατολή, η όπερα με την αρχαία τραγωδία, το Βυζάντιο με τον Μπαχ, το Μαουτχάουζεν με την Παλαιστίνη, τα λαϊκά έγχορδα με τη συμφωνική ορχήστρα, ο έρωτας με τον θάνατο, π πόλη με το αρχιπέλαγος, π μελαγχολία με την ανάταση, η διαδήλωση με την απομόνωση, η ήττα με την επανάσταση, σε ένα αξεδιάλυτο διαλεκτικό πλέγμα διαρκών αλληλεπιδράσεων, εντάσεων κι υπερβάσεων, διατρέχοντας όλη την κλίμακα των συναισθημάτων.Ένα παρόν που διαρκώς αναπλάθει το παρελθόν και αφουγκράζεται το μέλλον.

Προσπαθώντας να αποδώσω ποιοτικά τη διαγραμματική απεικόνιση, θα τολμήσω μια χωρική μεταφορά. Θεωρώ ότι προσιδιάζει στη διαμόρφωση του χώρου της Ακρόπολης από τον Πικιώνη, που επιζητούσε μέσα από την ιερότητα της γης και τη σύλληψη μιας «αρχαίας μνήμης» να ορίσει μια ετεροτοπία χωροχρονικής ενότητας και αυτογνωσίας. Ο Πικιώνης επιδίωξε την υλοποίηση ενός μυστικού ξέφωτου στο κέντρο ενός αστικού ιστού υπό κακοποίηση, όπου θα συνυπάρχουν όπως στο χαϊντεγκεριανό τετραμερές, η γη -από την οποία αναδύονται τα πράγματα-, ο ουρανός -που μας προσανατολίζει-, οι θεότητες -το αξιακό φορτίο-, η θνητότητα -ως ουσία της ανθρωπινότητας- σε μία αρμονική αρχετυπική ολότητα. Με αυτή τη σχεδόν κυβιστική, θραυσματική αρχιτεκτονική γης όπου τα δέντρα, τα αρχαία σπαράγματα, τα σύγχρονα υλικά και το χώμα αποτελούσαν ισάξιες ποιότητες, ο Πικιώνης κατασκεύασε ένα καταφύγιο για το βαθύ αίσθημα ριζικής ανεστιότητας που διαπερνά και συγκροτεί τον άνθρωπο. Ένα αντίστοιχο μουσικό καταφύγιο οικοδομεί ο Θεοδωράκης, ένα αρμονικό σύμπαν με υλικό τη διαρκή επανασύνδεση των πραγμάτων του μουσικού του κόσμου, που με παραλλαγές και μεταμορφώσεις αλληλοδιεισδύουν διαρκώς στο έντεχνο λαϊκό έργο του και το λυρικό του υπόβαθρο. Οι δομικές ομοιότητες κρύβουν όμως μια ποιοτική διαφοροποίηση. Το καταφύγιο του Πικιώνη έχει στον πυρήνα του μια μυθική καταγωγική εξιδανίκευση και αναπλάθει με μοντέρνους όρους μια ψευδαισθησιακή εστία υψηλής αισθητικής. Παρέχει ερεθίσματα για μια προσωπική υπέρβαση, που απομένει μετέωρη μόλις επιστρέψει στην πραγματικότητα του περιβάλλοντος αστικού ιστού. Γίνεται έτσι μια κατασκευή παρηγορητικής πέτρινης μνήμης, χωρίς την αναπτέρωση της προοπτικής. Το έργο του Θεοδωράκη ως μουσική και ποιητική αρχιτεκτονική γεννιέται και αναπλάθεται στο καμίνι της Ιστορίας, δονείται από το ουτοπικό του φορτίο και διατρέχει όλο το φάσμα ανάμεσα στη νοσταλγία, τη μελαγχολική ενσυναίσθηση και την επίμονη αναζήτηση διεξόδου σε ανοιχτούς ορίζοντες. Πρόκειται τελικά για την ουσιωδέστερη διαφορά μεταξύ αστικής και αριστερής ελληνικότητας στο συγκείμενο της εποχής τους.

Ένα έργο τέχνης υπερβαίνει συνήθως τις προθέσεις του δημιουργού του και, αν η εγγενής δυναμική του το επιτρέπει, χαράζει την αυτόνομη πορεία του σε καινούριες συνθήκες, ανοίγεται σε νέες αναγνώσεις, «διαχειρίζεται» στις νέες προσλαμβάνουσες τα όριά του, τις εσωτερικές του αντιφάσεις και διακυμάνσεις και έτσι αντιμετωπίζει τα αναπόφευκτα σημάδια φθοράς τους από τον χρόνο. Η κυρίαρχη ιδεολογία προσπάθησε με όλα τα μέσα -από την αποσιώπηση μέχρι την υπερπροβολή, από την περιφρόνηση μέχρι την καπηλεία και την παραποίηση- να καθυποτάξει αυτή τη δυναμική στο έργο του Θεοδωράκη. Γιατί όπως σε κοχύλι στην αμμουδιά της ιστορίας, ακούς μέσα του το βαθύ βουητό της θάλασσας της ουτοπίας. Πώς όμως να του αφαιρέσεις αυτήν την πνοή; Πώς να το καταστήσεις αδειανό κέλυφος; Παρά τη συστηματική λείανση των αιχμών και των ποιοτήτων και τελικά την αποσιώπηση του περιεχομένου του, η εγνωσμένη αισθητική του αξία, το ηθικό του βάρος και η λυτρωτική αύρα που αποπνέει καθιστούν σημαντικής ατμόσφαιρας τις στιγμές επικοινωνίας του με το κοινό, αποδεικνύοντας την αντοχή του στον χρόνο και τις βαθιές ρίζες του στο ασυνείδητο της συλλογικότητας.

Ανδρέας Μαράτος

Back To Top