skip to Main Content

Πριν αρχίσω να αναφέρομαι πιο αναλυτικά στη συμπαντική μουσική, είναι απαραίτητο να δώσουμε έναν ορισμό τι είναι για τον άνθρωπο, για τις διανοητικές και ψυχικές του δυνατότητες, το σύμπαν.

Το σύμπαν θεωρούμε ότι βρίσκεται μακριά μας, ενώ βρισκόμαστε μέσα σ’ αυτό. Το σύμπαν το αισθανόμαστε, βλέπουμε ότι υπάρχει γύρω μας, ιδιαίτερα τη νύχτα που παρατηρούμε τ’ αστέρια, αλλά δεν έχουμε βιωματική σχέση μ’ αυτό, είναι μακριά από τον δικό μας άμεσο βιολογικό χώρο. Υπάρχει μόνο η μηχανική αποτύπωση διαφόρων τμημάτων του σύμπαντος με φωτογραφικές μηχανές και άλλα μέσα σύλληψης. Το σύμπαν όμως είναι μια άπειρη μάζα, η οποία συνεχώς αυξομειώνεται.

Ένας από τους πρώτους που ανακάλυψαν τη σχέση της μουσικής με το σύμπαν ήταν ο Πυθαγόρας, που με το μονόχορδο του συνδεόταν με τις σταθερές αλληλένδετες σχέσεις των αστέρων. Οι ήχοι του σύμπαντος στηρίζονται δηλαδή στις παραδόσεις των Πυθαγορείων που είχαν ανοίξει μια καινούρια σκέψη για το σύμπαν και την αίσθησή του (ακρόασις). Αυτό που μπορούμε να εντοπίσουμε είναι η αλληλένδετη αλυσίδα ανάμεσα στον ήχο, στον αριθμό και στ’ αστέρια. Αναφερόμαστε στην αρμονία του σύμπαντος, αρμονία που έχει άμεση σχέση με την αστρολογία και την ασύλληπτη ισορροπία ανάμεσα στ’ αστέρια.

Βέβαια, το συμπαντικό χάος φέρνει αρκετές δυσκολίες στην κατανόηση αυτής της μεγάλης ουσίας, αλλά το χάος του σύμπαντος δεν σημαίνει μια αταξία χωρίς περιεχόμενο και κανόνες. Πρόκειται για συμβάντα τα οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν ούτε με τη μαθηματική ικανότητα του ανθρώπου ούτε με τις πνευματικές αντιλήψεις του. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της συμπαντικής αταξίας είναι η ρευστότητα, η κίνηση, ο χρόνος.

Για να εντοπίσουμε τις δυνατότητες συνειδητοποίησής του με τις ανθρώπινες αισθήσεις είναι ευτυχές γεγονός ότι η ακοή δεν είναι μεμονωμένη αίσθηση αλλά συνδέεται με την όραση, την όσφρηση, ίσιος και με την αφή. Οι αισθήσεις θέλουν να καταλήξουν στη σύλληψη και συνειδητοποίηση του άμεσου περιβάλλοντος ή του διανοητικού και πνευματικού χώρου. Το κυριότερο αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας των συνεργών αισθήσεων καταλήγει σ ένα βίωμα που θα το χαρακτήριζα της απόλυτης ελευθερίας, το βίωμα που συναισθάνεται ο άνθρωπος όταν ελευθερώνεται η ψυχή του απ’ την υλική περίφραξη. Με άλλα λόγια, αυτό που εννοώ είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι ανάγκη να πεθάνει για ν’ ακούσει τη συμπαντική μουσική, αλλά μπορεί να βιώσει, με αυτή τη σύμπραξη των αισθήσεων, τον παλμό του σύμπαντος, τον ρυθμό του, τη φόρμα του.

Και ο Θεοδωράκης κάνει αυτό το μεγάλο άλμα. Μπαίνει μέσα σ έναν χώρο δίχως χωρικά όρια. Έναν χώρο μιας απελευθερωμένης μουσικής, μακριά απ’ την τύχη και την πράξη των ανθρώπων. Μπαίνει σ’ έναν τεκτονημένο χώρο δίχως αρχή και δίχως τέλος.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την «7η Συμφωνία» του Θεοδωράκη, που έχει την αφετηρία της σ’ ένα ανθρώπινο τραγικό γεγονός, ας πούμε σ’ ένα είδος μνημόσυνου, μόνο που τώρα οι θάλαμοι και οι χώροι όπου διαδραματίζεται η μουσική έχουν ξεπεράσει τη νοόσφαιρα και βρίσκονται στο κέντρο της θεόσφαιρας. Ο Θεοδωράκης έκανε μια μεγάλη υπέρβαση, γιατί ξέφυγε απ’ αυτόν τον κόσμο στον αέναο κόσμο των ιδεών απ’ τον οποίο αντλεί την έμπνευσή του και τη νέα του δραματουργία. […]

Ο συνθέτης αφουγκράζεται αυτούς τους ήχους του σύμπαντος με την ψυχή του και τους μεταφράζει στις συμπαντικές του συμφωνίες. Ο συνθέτης αφήνει την ψυχή του σε άλλους κόσμους, σε νέους κόσμους, άγγιχτους, αμεταχείριστους στους ήχους της δικής του προσωπικής ψυχής και μετατρέπει έτσι αυτό το πανδαιμόνιο με την άφθαρτη φύση της ψυχής του. Αυτοί οι ήχοι είναι τα αποτυπώματα του σύμπαντος στην ψυχή του συνθέτη.

Για να μπορούμε να μπούμε σ’ αυτή τη μουσική κίνηση των ειδήσεων του σύμπαντος, πρέπει κι εμείς οι ακροατές ν’ αφήσουμε την ψυχή μας σε μια ηρεμία και αταραξία, για να μπορεί να συνδεθεί μ’ αυτό το δημιουργικό θαύμα. Οι ήχοι αυτοί δίνουν τροφή στην ψυχή μας, είναι η τροφή της ψυχής μας. Ο δημιουργός αφήνεται σ’ αυτή τη μετέωρη φάση και αφήνει να διεισδύουν μέσα στην ψυχή του αυτές οι ανανεωτικές ειδήσεις του σύμπαντος. Πολλές φορές είναι το ίδιο το σύμπαν ενεργό, μια κι είναι ζωντανό σύνολο και επηρεάζει τον δημιουργό-μουσικό με τρόπους που δεν μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.

Εδώ φαίνεται να υπάρχει και μια αλληλένδετη σχέση, γιατί ξέρουμε ποιος επηρεάζει ποιον, μια κι ο δημιουργός προκαλεί κινήσεις και μπορεί με τη δημιουργία του, με τις συνθέσεις του, να καταστρέψει αστέρια, να τα αφανίσει και να δημιουργήσει καινούρια. Πρόκειται δηλαδή για μια πολύ έντονη και δυναμική αλληλένδετη σχέση της ανθρώπινης ψυχής με τη δημιουργία. με τον δημιουργό Θεό. Ο δημιουργός γίνεται μέτοχος της δημιουργίας και συνάμα ο άγγελος-ταχυδρόμος που φέρνει τη φωτιά της ζωής απ’ τα ουράνια στη γη, τη συμπαντική αρμονία.

Η συμπαντική εικόνα είναι ασύλληπτη, όπως και το πρωτάκουσμα του συμπαντικού ήχου. Σ’ αυτό το ιδεατό και τεχνητό σύμπαν της διανοητικής μας αντίληψης, η εικόνα πρέπει να αφαιρέσει κάθε υλική μνήμη και κάθε διανοητική διάσταση, πρέπει να είναι πρωτόγνωρη, καινούρια, σαν την πρωτάκουστη μουσική, να μην περιέχει λογικά σχήματα ούτε συγκεκριμένες μορφές, παρά μόνο μια υποτυπώδη μνήμη της βιολογικής μας εξέλιξης.

Ο Θεοδωράκης ανήκει στους σπάνιους δημιουργούς που ανακάλυψαν την αλχημεία του όλου, μια ολότητα, μια ολική ενέργεια που διαπερνά τα σύμπαντα κι είναι σε θέση να σχηματίσει αστέρια και γαλαξίες. Μια ενέργεια που προκαλεί την αμοιβαία επίδραση ανάμεσα στη θάλασσα της σκοτεινής ενέργειας από τις μαύρες τρύπες και στη θεϊκή σπίθα που δημιουργεί την παλλόμενη ζωή. Αυτό είναι το θαύμα της θεϊκής δημιουργίας, της συμφωνικής δημιουργίας.

Με το συμφωνικό του έργο ο Θεοδωράκης απομακρύνεται από τον κόσμο της πραγματικότητας για να δράσει μέσα από τη δική του σφαίρα, στον ιδανικό του κόσμο και να καταλήξει στο χάος του ασύλληπτου σύμπαντος (συμπαντική αρμονία).

Στον χώρο αυτόν ο Θεοδωράκης φωτίζει, δεν φιλοσοφεί αλλά ερεθίζει δυναμικά την ενόραση και τη φαντασία του ακροατή, που καλείται να απομακρυνθεί κι αυτός από τη ματαιότητα της άμεσης καθημερινότητας. Οδηγείται δηλαδή από τα μέρη στο όλον, στο παν, στο σύμπαν και πετυχαίνει την «αποκάλυψη» με ήχους που πλέον βρίσκονται σε έναν τόπο μεταστάσεων, όπου ζουν και αναπνέουν τη διέγερση μιας πρωτογενούς έκστασης.

Χρειάζεται πλέον να μεταφερθεί ο «κοινός» ακροατής σ’ αυτόν τον ιδεατό κόσμο που ορίζεται από μια δυναμική ενότητα με τη δράση της σμίκρυνσης των λεπτομερειών, ίσιος με την τελική τους αφαίρεση, για να φανεί η ουσία, για να φτάσει στην έξαρση, δηλαδή στην έκσταση. Αλλά και η χρονική απομάκρυνση φέρνει μια άλλη έμπνευση που δρα το ίδιο δυναμικά. Την έμπνευση που έχει αφετηρία σ’ αυτά που κατέγραψε έντονα και βαθιά η μνήμη του δημιουργού και ασφαλίζονται στα βαθύτερα του στρώματα, άφθαρτα και έντονα.

Ο Θεοδωράκης τώρα έχει την άνεση να αφαιρέσει τα ρηχά κι επιφανειακά και να κρατήσει τις ουσίες. Βέβαια, η πνευματική αυτή ουσία της μνήμης κάνει απαραίτητη την «ευτυχισμένη» έμπνευση. Ο δημιουργός Θεοδωράκης αφήνεται, και έχει χρόνο για να ενεργήσει η εκρηκτική έμπνευση, κάτι που είναι απαραίτητο και στον ακροατή, γιατί δεν είναι πάντα «έτοιμος» να βιώσει, να νιώσει τη «γένεση» του έργου, μια και η κοινή ψυχή αποσπάται εύκολα στις φλυαρίες της καθημερινότητας.

Η δυναμική της μνήμης είναι τεράστια κι ανεξήγητη. Οδηγείται ξαφνικά από γεγονότα του μακρινού παρελθόντος (φόβος, πόνος), ενώ πολλές φορές αδυνατεί να εφοδιαστεί από τα άμεσα. Αυτή η ανεξήγητη δύναμη της έμπνευσης ανοίγει τους βαθείς πυθμένες, κι έτσι στην κατάλληλη στιγμή αναβλύζουν εικόνες, χρώματα, ήχοι, που όλα μαζί αφυπνίζουν αισθήματα που ήταν φυλαγμένα στη λήθη, κι αυτά τώρα με τη σειρά τους, «απελευθερωμένα» από τη λειτουργική συνοχή, γίνονται δυναμικές στιγμές της συναισθηματικής συγκίνησης της σύνδεσης με τη δημιουργική ψυχή του συνθέτη.

Ο Θεοδωράκης δημιουργεί στις συμφωνικές του συνθέσεις τον δικό του χρόνο. Αυτός ορίζει και «ρυθμίζει», δίνει δηλαδή τον ρυθμό του χρόνου, το δικό του πολύτοπο, όπου όλα συγχωνεύονται, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Ο χρόνος του Θεοδωράκη δεν είναι μετρητέος με χρονόμετρο, μια και ακούμε «το γινόμενον και το γεγονός», όπως έλεγε ο Αριστόξενος.

Ο χρόνος του Θεοδωράκη είναι άμετρος, γίνεται άπειρος. Μπορεί να διαλύεται, αλλά είναι μέλος της αιώνιας ροής του. Εδώ ακριβώς συντελείται κι η δική μου προσωπική συμβολή, ιδιαίτερα στην «Κατά Σαδδουκαίων» συμφωνική σύνθεση του Θεοδωράκη. Αυτή την κινητή εικόνα του χρόνου συνέλαβα σε μια αφηνιασμένη ασυμμετρία. Αυτή την αναπάντεχη σύνθεση των ήχων του χρόνου με το μέτρο της χρονικής εικονοποίησης.

Τα επτά μέρη των «Σαδδουκαίων» ακολουθούν μια ενότητα. Για να αποκτήσει όμως αυτή η ενότητα την έκφραση της μουσικής τέχνης απαιτείται ο ρυθμός και η αρμονία. Ο ρυθμός μεταλλάσσει τα επιμέρους τμήματα, η αρμονία τα συνδέει και τα ολοκληρώνει. Αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του μεγάλου συνθέτη, να ακολουθεί ή να συνθέτει μια ενότητα από εντελώς διαφορετικά και αυτόνομα τμήματα.

Το έργο της μουσικής εκτέλεσης διέπεται από την «ενθουσιαστική» βιωματική ορμή που μεταφέρει ο συνθέτης από την υποκειμενική του λήψη στο σύνολο των ακροατών οι οποίοι εμπνέονται από την καλλιτεχνική του διέγερση, απ’ τη δική του εξπρεσιονιστική έκφραση. Έτσι συντελείται η μετάλαμψη, η ανάληψη, και χιλιάδες ψυχές συγκινούνται, χαίρονται, λογίζονται , στοχάζονται, φαντάζονται, ονειρεύονται.

Στο μεταξύ, στην Ευρώπη, στη Γερμανία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία, οι άνθρωποι ζητούν ελευθερία. Ο Θεοδωράκης, που είναι βέβαια ένας παθιασμένος Ευρωπαίος, είναι και στην Ευρώπη ενεργός. Αφουγκράζεται το ξεκίνημα κι είναι παρών στο προκεχωρημένο μέτωπο. Το συμφωνικό ποίημα «Κατά Σαδδουκαίων» είναι ένας πρωτοπόρος ύμνος στην απαρχή της ολοκληρωτικής ελευθερίας. Ελευθερία στη σκέψη, στην ιδεολογία, στις δημιουργικές δομές.

Αντιδρά ως συνθέτης με μια εκρηκτική χειρονομία της τελικής εξόδου και ταυτόχρονα αποκαθιστά τον μεγάλο φίλο του, τον ποιητή Μιχάλη Κατσαρό, τον ποιητή της πνευματικής αντίστασης, απέναντι σε όλους τους «Σαδδουκαίους», στην αριστοκρατία των συστημάτων της ισχύος και της καταστολής. Αυτός ξαναπαίρνει τον επαναστατικό δρόμο της πνευματικής αντίστασης.

Το ότι η συμφωνία αυτή έχει συντεθεί στη γερμανική γλώσσα δεν είναι χωρίς σημασία. Ο Μπετόβεν και ο Βάγκνερ φωνάζουν, κι αυτός, ο Έλληνας, συμπαραστέκεται με ένα έργο σαν ώθηση και σύμβολο για την επανένωση της κομματιασμένης Γερμανίας. Η μετάφραση του ποιήματος του Κατσαρού από τον Ντιρκ Μάντελ είναι μια αριστουργηματική μετάβαση, μια κραυγή του πόθου της ικανοποίησης: «Φυτεύουμε έναν επαναστατικό πύργο μετωπικά απέναντι τους». Ποτέ πια πόλεμος, ποτέ πια δικτατορία. Η χορωδία ακούγεται σαν τον κανόνα του Μπετόβεν: «Όλοι οι άνθρωποι είμαστ’ αδέλφια».

Εντοπίζει λοιπόν ο Θεοδωράκης ένα ώριμο κοινό, εκπαιδευμένο μουσικά, το γερμανικό κοινό, που λαχταρούσε την επανένωση. Έπρεπε να θεωρηθεί σαν το πρώτο σήμα της αναδόμησης των πολιτικών ιδεολογιών. Θα έπρεπε να είναι η προοπτική όσων περίμεναν την επανένωση. Ένα συμφωνικό έργο σαν κοντσέρτο της απελευθέρωσης, της ελευθερίας.

Ο Θεοδωράκης αντιδρά με εσωτερική έξαρση και ενθουσιασμό. Ξαναβρίσκει τον συνήθη δυναμισμό του, το ασύγκριτο πάθος του, για να δημιουργήσει μέρη γεμάτα δύναμη, χορωδίες και τραγουδιστές σε μια λαβυρινθώδη παρέλαση γεμάτη από φαντασία και επεισόδια γύρω απ’ τη φωνή του τρελαμένου ποιητή Κατσαρού που δεν χαρίζεται σε κανέναν, δεν χαρίζεται ούτε στον ίδιο, χαρίζεται στην πορεία για το ολοκληρωτικό άδειασμα, την πλήρη απελευθέρωση, για να φθάσουμε και πάλι στην παιδική αθωότητα. Αθώος! Αθώος!

Ο Θεοδωράκης ακολουθεί τη δική του εσωτερική ελευθερία και βάζει τα πάντα μέσα. Ανασύρει όλο το δημιουργικό του ρεπερτόριο, ξαναβρίσκει τους δικούς του προσωπικούς τόπους του σύμπαντός του. Είναι γεμάτος οργή και ξανά τρυφερός, ευγενικός, ποιητικός. Ξαναβρίσκεται στην τροχιά του ερεθισμού του, ενός παθιασμένου ερεθισμού του, γιατί αισθάνεται από μόνος του την εγγύτητα της ποθητής πατρίδας του: Το άπειρο σύμπαν.

Βάζει μέσα τα πάντα, τη χωρίς όρια μουσικότητά του, την ποιητική του δημιουργικότητα, τις φιλοσοφικές του παρατηρήσεις σε μια χωρίς τέλος παράσταση μιας Comedia dell’ Arte, της δικής του αυθεντικής ποιητικής Comedia dell’ Arte. Τελειώνει με τη θεωρία, δεν χρειάζεται πια καμιά φιλοσοφία, τώρα φωτίζει περισσότερο τον προσωπικό δρόμο της δικής του ελευθερίας. Καλεί τον ακροατή να παρατήσει τον κόσμο της καθημερινότητας. Τον οδηγεί από τα επιμέρους στο όλον, στην ολότητα, στο κέντρο του σύμπαντός. Γίνεται «προφήτης» κι αποκαλύπτει με τους ήχους του, με τις μελωδίες του, τον τόπο. Τον φωτεινό τόπο του απολλώνιου ήλιου, τον τόπο των μεταμορφώσεων, των μεταστάσεων. Μεταστάσεις που οδηγούν στο κέντρο, όπου όλα τα ζωντανά είναι αποϋλικοποιημένα σε αρχέτυπους ερεθισμούς. Μια χωρίς τέλος έκσταση.

Κι ο ακροόμενος προφήτης περνά χωρίς προσπάθεια σ αυτή την ανάλαφρη ενότητα του κόσμου των ιδεών. Το πετυχαίνει με τη χρήση των χρονικών μικροδιαστημάτων. Ελαχιστοποιημένες χρονικές αποστάσεις διαλύουν (βάζουν τέλος) σ αυτές τις σμικρύνσεις, σχεδόν ανεπαίσθητους τυχαίους κόμβους μιας έκστασης, που κάθε πιο ελάχιστη αντίληψη αισθησιακά εμποδίζει.

Σ’ αυτή την πνευματική κατάσταση ο συνθέτης εισέρχεται στα βαθύτερα στρώματα της άφθαρτης μυθοποιητικής μνήμης του. Ο Θεοδωράκης όλα τα έχει τώρα αντικαταστήσει, έχει παρατήσει όλα τα άχρηστα, όλα τα επιφανειακά κι απέρριψε τις λεπτομέρειες. Η ιδεαλιστική ποιητική ενατένισή του (θεωρία) γίνεται σ’ έναν «κυβερνητικό» έλεγχο των βιωματικών εικόνων της ψυχής του (βλ. Αριστοτέλης).

Φυσικά, αυτή η πνευματικοποίηση των βιωματικών εικόνων των βαθέων στρωμάτων είναι βιωμένη. Φέρνει την ευτυχισμένη στιγμή της έκρηξης, της εκρηκτικής έμπνευσης. Κινητοποιεί επίσης στον θεατή-ακροατή. έτοιμη στα μάτια του. στιγμιαία, τη «Γένεση» της μουσικής στιγμής.

Η «Κατά Σαδδουκαίων» είναι η πιο προσωπική του συμφωνία. Πρόκειται για μια πολύτοπη μαρτυρία ενός δημιουργού με δυνατές συνδέσεις με τον κόσμο της μοντέρνας και μεταμοντέρνας παγκόσμιας μουσικής. Ο Θεοδωράκης δεν χρειάζεται πια ούτε ιδεολογικές εξηγήσεις ούτε διανοητικές διευκρινίσεις. Ότι έχει να πει το λέει με τη συμφωνική του μουσική. Πρόκειται για το πολυσύνθετο έργο ενός αυθεντικού ομολογητή. Δεν καταδικάζει, αραδιάζει συμβάντα, γεγονότα της δικής του ζωής, μέσα σ’ έναν αιώνα των πολέμων και της ομαδικής εγκληματικότητας. Στηρίζεται σ’ έναν μύθο των Σαδδουκαίων που τον μεταφέρει, όπως κι ο ποιητής, σ’ ένα παγκόσμιο γεγονός της ρωμαϊκής εξουσίας για να σκηνοθετήσει ένα δράμα με πολλαπλά συμβάντα.

Ο δημιουργός βλέπει να ξετυλίγονται μπροστά του σκηνές από μια θεατρική παράσταση με σκηνογραφίες ζωγραφισμένες απ’ τον Πικάσο, την Γκουέρνικα, και τον Γκρύνεβαλντ, την Ανάσταση. Αυτό που κάνει το έργο ζωντανό, μ’ έναν αφάνταστο δυναμισμό, είναι η αυθεντική του μαρτυρία. Πρόκειται για τη δική του τη ζωή που δεν χάνεται σ’ ένα αόριστο θέμα, αλλά φέρνει τα πάντα σε μια σφαιρική δραματικότητα που ορίζεται απ’ το βαθύ πένθος για τις χαμένες ζωές, για τα απάνθρωπα συστήματα που καταλήγουν σε ολοκαυτώματα και ανθρωποθυσίες.

Ποτέ μέχρι σήμερα δεν κατάφερε ένας καλλιτέχνης να δέσει τόσο πειστικά τη ζωή του, την πίστη του, με το έργο του. Παρόλο που το έργο του δεν ανοίγει τις βιογραφικές του εμπειρίες, μένει ένα παράξενο αίσθημα από οργή πένθους, λύπης και θυσίας.

Η θυσία γίνεται απαραίτητη για να μεταφέρει σ’ έναν πολυδιάστατο τεράστιο χώρο με πολλά επίπεδα, διακυμάνσεις και επιμέρους διαμερίσματα, ποτισμένα με άφθονη βιοενέργεια.

Η βιοενέργεια που πηγάζει απ’ την ψυχή του Μίκη Θεοδωράκη καταλήγει σε μια καταιγίδα που παίρνει διαστάσεις κατακλυσμού. Ο κατακλυσμός αυτός δεν αναφέρεται σε μια επαρχιακή περιφέρεια, αλλά αφορά ολόκληρο τον πλανήτη μας.

Οι δυνάμεις αυτές δεν χαρακτηρίζονται από μια ανθρώπινη διάσταση, παρά απ’ την αναγκαιότητα να ξεπεραστεί το φαινόμενο της λήθης της ανθρωπότητας. Με τη μουσική του συμφωνία, ο Θεοδωράκης σκάβει βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο της μνήμης του κόσμου. Ρυτίδες, αυλάκια, που αγγίζουν την αιωνιότητα.

Έτσι γίνεται η ανακύκλωση της αέναης θεϊκής ενέργειας που αιωρείται στο σύμπαν. Η ψυχή του Θεοδωράκη είναι ανοιχτή για να δεχτεί όλες αυτές τις δυνάμεις, που κατηφορίζουν απ’ τη συμπαντική θεογονία σε πηγαίους ανθρώπους που έχουν την ψυχή τους προετοιμασμένη να δέχεται.

Αυτή η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα στήθια ενός ανθρώπου και στο απέραντο σύμπαν γίνεται κατανοητή με τη μουσική του, όταν αφήνει ή ζει κανείς με ελεύθερη ψυχή. Δηλαδή μια ψυχή που βαπτίζεται στην κάθαρση των περιττών, μετατρέπεται σ’ ένα είδος κλεψύδρας όπου οι συμπαντικές δυνάμεις πιέζονται ν’ αγγίξουν την πηγή της ψυχής ενός θνητού κι ο μέγας Δημιουργός, δηλαδή ο Θεός, όταν μεταφερθεί η αναγκαία ενέργεια απ’ τον έναν θάλαμο στον άλλο, αναποδογυρίζει την κλεψύδρα και μεταφέρει έτσι στους αιώνες αυτή τη μνήμη του σημαντικού αυτού γεγονότος.

Αυτή είναι η αιώνια αέναη βιοενέργεια της μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη. ατέρμονη, βίαιη ορμή της αιώνιας ουσίας που ανά πάσα στιγμή μεταγγίζεται στην παγκόσμια επικαιρότητα.

Ως πρωτοπόρος συνθέτης ο Θεοδωράκης εμπνέεται τη συμφωνική σύνθεση του «Κατά Σαδδουκαίων» απ’ τη φιλία του και τον θαυμασμό του για τον Μιχάλη Κατσαρό, που κατάφερε να συγγράψει μια ανοιχτή, θαρραλέα δομή, μια καινούρια ποίηση με παγκόσμιο περιεχόμενο, για όλους τους λαούς, για όλους τους ανθρώπους στη γη. Είναι ποιητικό έργο με πλήθος πολυσήμαντων ιδεών και εμπνέει μια εφάμιλλη μουσική δημιουργία. που έχει σχεδιαστεί σαν ένα είδος χρονικού απολογισμού ενός ολόκληρου αιώνα. Η αποδομημένη μορφή του ποιητικού έργου τον ερεθίζει και τον εμπνέει για να διαμορφώσει μια μουσική σκηνογραφία. Μια συναισθηματική σκηνογραφία για να τιμήσει τον φίλο ποιητή.

Η δυναμική συμφωνία του ξεπηδά από τη διεγερμένη κατάστασή του σαν αντίδραση στον ποιητικό λόγο. Ο Θεοδωράκης καταφέρνει μια σημαντική συμφωνική μορφή, σαν μια ανεξάρτητη θεατρική σκηνοθεσία με αφηγηματικό χαρακτήρα, συναισθηματικές μνήμες και παρενθέσεις με κραυγές της χορωδίας. Ο ποιητικός λόγος κομματιάζεται, το μυαλό κομματιάζεται, μένει μόνο ο πόνος, η κραυγή, κι αφήνει τον ποιητή να γίνεται ένας μυστηριώδης ιερέας ενάντια στους πραγματιστές, ενάντια στους τεχνοκράτες, ενάντια στο σύστημα κι ενάντια στους ορθολογιστές.

Εδώ, σηκώνεται για πρώτη φορά η φωνή του ελεύθερου λόγου απέναντι σε κάθε προκαθορισμένη ιδεολογία, ένας λόγος ή μια φωνή που παρασύρει τα οδοφράγματα. Η βιολογική φωνή της ζωής δεν μπορεί να υποφέρει τη ζωή μέσα σ’ ένα τετραγωνισμένο σώμα, σε μια στείρα τεχνοκρατία. Είναι το πρώτο βήμα, η πρώτη επαφή της τέχνης με μια αναλυτική αποδόμηση. Δεν επιδιώκει μια σύνθεση, αναζητά την καταλυτική αποσύνθεση. Αυτός ανεβάζει την ένταση και τη δραματουργία παντοτινά έως ότου αγναντέψει το ανέσπερο φως.

Ο Θεοδωράκης τοποθετεί ζωηρές δονήσεις, ώστε έτσι να πετύχει νέους κόσμους, παράλληλα σύμπαντα, τα οποία δεν οδηγούνται μήτε από φόβο μήτε από δειλία. Κόσμοι που σχηματίζονται από αυτά τα άπειρα μικρά πρωτόνια. Τα στοιχεία συμπυκνώνονται στη φυσική τους κατάσταση έτσι όπως μετασχηματίζεται το νερό και μετατρέπεται σε υγρό, σε στερεό και σε αέριο. Αυτή η κατάσταση βρίσκεται σ’ έναν αέναο παλμό των συνεχώς μεταβαλλόμενων ήχων. Οι ήχοι, η φύση, οι φωνητικές εικόνες της συμφωνίας μεταβάλλονται διαρκώς χωρίς να χάνουν τον οργανικό δυναμισμό τους. Έναν δυναμισμό γεμάτο ακατάπαυστη δύναμη της συναισθηματικής μνήμης, που λαγοκοιμάται στον βυθό της ψυχής, της ψυχής του δημιουργού (βλ. Αριστοτέλη).

Αυτός ο αυθεντικός άμεσος δυναμισμός της προσωπικής συναισθηματικής μνήμης δεν μπορεί να συγκρατηθεί σ’ ένα καλά οργανωμένο πλέγμα. Επιζητά μια έμπνευση που μεταβάλλει τις ιδέες, ιδέες σαν τις συνάψεις των κυττάρων που συνδέουν την ύλη με το φως κι απ’ αυτή τη σύνδεση συμβάλλουν να δημιουργηθούν νέα αστέρια, νέοι γαλαξίες.

Το μεγαλείο της μουσικής συμφωνικής πλοκής μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα σαν μια ξενάγηση σ’ έναν ατέλειωτο πύργο που κτίστηκε στο διάστημα ενός ολόκληρου αιώνα. Σαν ένας υπερμεγέθης κρητικός λαβύρινθος με ακανόνιστα επίπεδα. ύψη και χώρους και ορόφους ατέλειωτους, ζωντανός, γεμάτος απ’ τους λαούς ενός αιώνα, δράματα και τραγωδίες των πολέμων, της εξορίας των φυλακισμένων. Παντού οι κραυγές του τρόμου και του δράματος των πυρακτωμένων νεκρών που πέφτουν απ’ τον μακρινό ουρανό μαζί με στάχτες και φλόγες, με αίματα, τεμαχισμένοι κρανίου τόποι γεμάτοι μαύρες τρύπες. Ο πύργος, ο παγκόσμιος πύργος των πολέμων, σαν το μέγα θυσιαστήριο των αθώων.

Κι όλη αυτή η ασύλληπτη διάσταση του ατέλειωτου, γιατί δεν έχει πάρει τελική μορφή, μια και δεν σταμάτησε η ανθρωποθυσία στις μέρες μας, είναι εντοιχισμένη μέσα στον σκοτεινό θάλαμο του συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Είναι μια ξενάγηση μέσα στον νου του, μέσα στην ψυχή του, σε μια ζωή συνεπαρμένη από συμπόνια, ελεημοσύνη και καλοσύνη για όλους τους ανθρώπους, όλους τους λαούς. Μας μεταφέρει σε μια αλήθεια που θυμίζει την Αγία Γραφή: όχι μόνο ου φονεύσεις, αλλά αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν.

Κι εγώ «ακούω» και ταραγμένος δεν διστάζω ν’ ακολουθήσω αυτή τη μυστηριώδη ξενάγηση στο θεόρατο θυσιαστήριο της ανθρωπότητας.

Πόσα βιώματα. πόσες εικόνες ξεχασμένες στα βαθύτερα στρώματα διαμορφώνει η «μεγάλη» του μνήμη για να συνθέσει και να δαμάσει τους ήχους, να ανασκάψει μελωδίες, μελωδίες του πάθους και της οργής. Οι στιγμές της έμπνευσής του. που δρουν με το συμπαθητικό συναίσθημα, τον στοχασμό του όλου, έχουν την ορμητική έκφραση των ηφαιστειακών εκσφενδονίσεων για να μας μεταφέρουν τη διέγερση, την οργή της αδικίας, την παράλογη πράξη του ολοκαυτώματος των λαών ανά τους αιώνες. Κι όλα συντελούνται στον κρότο και στον τρόμο, αλληλοσυγκρούονται.

Αυτή η διαδικασία σημαίνει έμπρακτη αντίδραση για να κάνει δυνατή τη μετάβαση της ιδέας τού όλου στη σύνθεση των ήχων, δηλαδή στην πραγματική υλική ουσία της μουσικής. Η τέχνη είναι πράξη δημιουργίας στη μουσική, στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στην ποίηση. Η πράξη όμως αυτή διέπεται από το πνεύμα, από τη συμπαντική ιδέα, και δεν υποβιβάζεται σε βαρβαρότητα μορφολογική. Κάθε πράξη ερεθίζει τη διάνοια, κι η διάνοια αντίστοιχα στηρίζει την καλλιτεχνική δημιουργική διαδικασία.

Στους «Σαδδουκαίους» ο Θεοδωράκης βγάζει τη μνήμη της αρχέγονης Ελλάδας για την οποία δεν έχουμε πληροφορίες, αφού κι ο ίδιος είναι γένος και θρέμμα του Αιγαίου, της Ελλάδας.

Οι «Σαδδουκαίοι» δεν είναι μια διανοητική κατασκευή, είναι μια συναισθησιακή ή συναισθηματική προβολή πανάρχαιων γνώσεων που βγαίνουν κι από την ποίηση του Κατσαρού, γιατί ο ποιητής ανοίγει έναν κόσμο τεράστιο, ο Κατσαρός βλέπει το σύμπαν, βλέπει την ανθρωπότητα, βλέπει όλη τη γη, αλλά για να το κάνει κάποιος αυτό πρέπει να έχει την επίγνωση της συνειδητοποίησης του Ελληνισμού, γιατί ο Ελληνισμός είναι η παγκόσμια ουσία.

Αυτή είναι η ουσιαστική δύναμη της τέχνης, να συμπαρασταθεί και να γίνει η καταλύτρια ουσία στην ανθρώπινη αδυναμία να συλλάβει το όλον. Η τέχνη δίνει αυτή την άμεση γεύση της συμπαντικής δημιουργίας. Η τέχνη είναι η μόνη ουσία της αναδιοργάνωσης του κόσμου, μπορεί να δημιουργεί δηλαδή νέους ορίζοντες, έναν καινούριο κόσμο μέσα από τα ερείπια, μέσα από την αδυναμία της υπεροψίας. Αυτή την τέχνη συνοδεύει πάντοτε η θεία χάρις που ασφαλίζει στους αιώνες την καλοκαγαθία, την ομορφιά, δηλαδή την αρμονία και την άμετρη αγάπη.

Η αξία του μεγάλου έργου δεν μπορεί ούτε να υποτιμηθεί ούτε να παραβλεφθεί. Αυτή είναι η πρώτη και σημαντική εκτίμηση, αυτό το άμεσο βιωματικό αίσθημα που κάνει τις ψυχές μας να πάλλονται.

Αυτό προσμένουν όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη μας. να συνδεθούν με τον εμπνευσμένο χαρισματικό συνθέτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ακροατές μιας καλλιτεχνικής συμφωνίας πρέπει να είναι γνώστες ή μουσικολόγοι και αισθητικοί αναλυτές. Οι ανοιχτές ψυχές δέχονται πάντα, δηλαδή καλοδέχονται, όλα αυτά που αποκαλύπτει ο εμπνευσμένος δημιουργός.

Ο δημιουργός γίνεται όργανο του συνόλου, ένας σεισμογράφος του σύμπαντος, συλλέκτης βιωμάτων, σκέψεων, αισθημάτων και ιδεών, ήχων και χρωμάτων, ειδώλων, εικόνων.

Και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να λύσει τους χρησμούς του υποσυνείδητου, να απαντήσει σε ερωτήματα, να ανοίξει ορίζοντες με τη δύναμη που αναβλύζει απ’ τα πιο βαθιά στρώματα, δίχως διανοητικές σκοπιμότητες, για να κρατήσει παρθένα την έμπνευσή του, που είναι η πιο γνήσια αυτοματισμένη χάρις της ψυχής.

Ψάχνει να βρει το ασύλληπτο, το μη συνειδητοποιημένο, και ξεπερνάει το εγώ του. Το εγώ του το θυσιάζει σ’ αυτόν τον στιγμιαίο αγώνα που διαρκεί μόνο λίγα λεπτά. Μια θυσία που προκαλεί μια ανυπέρβλητη ύπνωση για ν’ αποφύγει την ησυχαστική συνειδητοποίηση. η οποία αντικαθίσταται από έναν κόσμο γεμάτο φαντάσματα, σ’ έναν κόσμο κατειλημμένο από φόβο και αγωνία.

Ο Δημιουργός πλάθει τον κόσμο και τη ζωή κι η μουσική εκτέλεση είναι η άηχη ενέργεια που ζωοποιεί και συνταράζει κάθε ον ζωντανό. Είναι η στιγμή που η ζωή βιώνεται άμεσα, δίχως περιττά υλικά, δίχως γνώσεις και πολυξερίες. Έτσι είναι δυνατός ο μεταβολισμός σε μια ασύλληπτη για τις αισθήσεις ένταση. Ένταση που πολλαπλασιάζει το βίωμα και το μετατρέπει σε μια εθελοντική θυσία της μετάστασης από μια καθημερινή τακτοποίηση ησυχαστική, στο υπαρξιακό βίωμα της προσωπικής ταυτότητας.

Είναι δηλαδή η μαρτυρία της Ανάστασης, είναι αυτή η ίδια η Ανάσταση, που εκτελείται και συντελείται την ίδια στιγμή. Είναι η πράξη που δεν χωράει σε τεφτέρια και τυφλοσύρτες. Είναι η στιγμή της πεμπτουσίας. Είναι η στιγμή της μεταμόρφωσης και της ανάληψης. Αυτή είναι η θεία λειτουργία της Αναστάσεως. Αυτή είναι η ίδια η Ανάσταση που ανασταίνει τους νεκροζώντανους κι όλους τους πεσμένους και τους παρατημένους.

Η σύνθεση συνθέτει συνάμα κι έναν τόπο της Λαμπρής. Η αρχιτεκτονική του αιωρείται πάνω απ’ τον ομφαλό των Δελφών, πάνω απ’ το Αρκάδι, πάνω απ’ τις Σουλιώτισσες, πιο πάνω κι απ’ τα παλάτια του Ολύμπου, σ’ έναν τόπο μέσα στην ψυχή των προγόνων μας. Απ’ την αρχή της γένεσης του σύμπαντος ένας αόρατος ελευσινιακός τόπος είναι ο τόπος της παγκόσμιας μνήμης, όπου είναι καλεσμένοι αυτοί που αισθάνονται και έχουν μαζί τους άγραφα λευκά χαρτιά για να βάλουν μόνο την τζίφρα τους, την τζίφρα της λαμπρής τους ανάστασης.

Ο άνθρωπος δηλαδή μεταφέρεται σε έναν κόσμο της αέναης ροής που είναι το σύμπαν, είναι το όλον, είναι δηλαδή μέσα στο όλο κατασκεύασμα της δημιουργίας. Η εικόνα σε αυτή τη συνεργασία είναι παλλόμενη, δηλαδή συνεχώς μεταβάλλεται, μια σκέψη που οδηγεί στον Ηράκλειτο, που διατύπωσε την ιδέα της συνεχούς αλλαγής στο σύμπαν και δίδασκε ότι ο κόσμος δημιουργείται από τα αντίθετα.

Μια καινούρια σύντηξη λαμβάνει χώρα ανάμεσα στο διονυσιακό και στο απολλώνιο. Οι ήχοι, δηλαδή η διονυσιακή μουσική, αποσπούν τον ακροατή στη μέθη των αισθήσεων, παθαίνει σύγχυση στις αισθήσεις, η λογική υποχωρεί και θυσιάζει το πνεύμα (νου) στις διεγερμένες αισθήσεις. Οι φωτεινές εικόνες ωστόσο ανυψώνουν τον νου, έλκουν τις αισθήσεις στο πνεύμα και ολοκληρώνουν την ενότητα στην ανθρώπινη αντίληψη. Πνεύμα, «λόγος», φωτεινές εικόνες και μουσικοί ήχοι γίνονται έντονο βίωμα της ενότητας της ανθρώπινης ύπαρξης.

Στην ομιλία του ο Θεοδωράκης επιστρέφει στις πατρογονικές του πηγές (Ritorno in Patria). Γυρίζει στην Ιθάκη του και συγκινείται απ’ τους προγόνους του. Επιστρέφει σε βαθύτερα στρώματα της μνήμης, εκεί που φυλάσσονται οι πατρογονικές μας ταυτότητες. Η συμπαντική αρμονία του δικού του σύμπαντος δεν έχει βέβαια καμιά αναφορά στο χυλοποιημένο κβαντικό σύμπαν των σύγχρονων αστροφυσικών. Στο κβαντικό σύστημα δεν υπάρχει ούτε κέντρο ούτε αρμονία, μια και απουσιάζουν όλες οι ανθρώπινες αισθήσεις, η διαίσθηση και η συναίσθηση. Κάποιος Αμερικανός αστροφυσικός μίλησε ανοιχτά για την πλύση εγκεφάλου των σημερινών αστροφυσικών που διέπονται απ’ τη λύσσα να εξαφανίσουν όλα τα ίχνη του πνεύματος και της μεταφυσικής διάστασης.

Στον μη ευκλείδειο χώρο δεν χωρά καμιά αίσθηση, καμιά συναίσθηση. Στη σύγχρονη φυσική ανατρέπονται τα πάντα. Η έννοια της «ύλης» σαν βάση αντικειμένου της εφαρμοσμένης επιστήμης ξεπεράστηκε, και μαζί με την έννοια της ύλης ξεπεράστηκε και η κλασική φυσική που μελετούσε το σύμπαν. Όλα αντικαταστάθηκαν απ’ τη σχετιστική και κβαντική φυσική και τη φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων. Στο πλαίσιο του χωροχρόνου του Αϊνστάιν, η ύλη είναι πλέον μια ιδιομορφία του πεδίου.

Όλα αυτά, λοιπόν, που δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά απ’ τις ανθρώπινες αισθήσεις, μπορούν να περιγραφούν από μαθηματικές σχέσεις που η επιστήμη τις κατατάσσει σε πρότυπα (υπόθεσης των υποθέσεων των υποθέσεων της ατέλειωτης ιστορίας). Αυτό μας δηλώνει ότι η μελέτη του μεγακόσμου του σύμπαντος δεν είναι πια έργο της εμπειρικής μέσω των αισθήσεων, γεγονός που συμπίπτει με την ανατροπή του υπόβαθρου των θετικών επιστημών.

Το σύγχρονο σύμπαν το ιδιοποιούνται σήμερα οι αστροφυσικοί αποκλειστικά, γιατί η λεγάμενη επιστήμη τους είναι μόνο για τους προνομιούχους που καλούνται να παραθέσουν ο καθένας τη δική του «υπόθεση». Σήμερα, η μια υπόθεση κυνηγάει την άλλη, υποθετικές θεωρητικές προβολές που εξαφανίζουν την ενόραση, τη συναίσθηση, τη διαίσθηση, ιδιότητες ανθρώπινες που αγγίζουν περισσότερο τη συμπαντική κεντρική ουσία που περιβάλλεται απ’ τον βόμβο της θεϊκής αρμονίας.

Στο κβαντικό σύμπαν δεν υπάρχει κανένα ίχνος της συμπαντικής δημιουργίας. Καμιά μουσικότητα, καμιά πνευματική οντότητα, παρά μόνο κβαντικός αφρός που διαστέλλεται και αναπαράγει καινούρια σύμπαντα.

Τα σύμπαντα όμως του Μίκη Θεοδωράκη είναι υπαρκτά και απτά, έχουν ήχους και ρυθμούς, έχουν εσωτερικό βάθος, το βάθος της αρμονίας που κρατάει τη φύση και τους ανθρώπους σε μια διαχρονική ισορροπία.

Back To Top