skip to Main Content

Θεοδωράκης Μίκης, «Ελληνική μουσική: έτος (περίπου) μηδέν», Δημοσίευση: Κριτική, τόμ. 1, τχ. 3 (Μάιος-Ιούνιος 1959), σ. 101-105

και εφημερίδα “Κήρυξ” Χανίων, 12, 13 και 14 Αυγούστου 1959

Απόσπάσματα. Πλήρες άρθρο συνημμένο στο τέλος.

 

Η απλή επαφή με το φαινόμενο της ελληνικής δημοτικής μουσικής μας πείθει για τη δύναμη, την αναγκαιότητα και τον πλούτο της.

Υπάρχουν μελωδικές γραμμές ασύλληπτη ωραιότητα, ρυθμοί που αποδεικνύουν την αδιάκοπα ανανεωτική τόλμη της φαντασίας, τέλος αρμονικά «ευρήματα» καθ’ όλα ισάξια με τις αρμονίες που στάθηκαν λ.χ. η δόξα της ρωσικής μουσικής στις αρχές του αιώνα μας.

Όλος αυτός ο ανεξάντλητος πλούτος της δημοτικής μας μουσικής δείχνει ότι τους τελευταίους 2-3 αιώνες γεννήθηκαν και έζησαν κατά καιρούς και κάτω από όλους τους ουρανούς της ελληνικής γης, δεκάδες «συνθέτες» (το ίδιο όμως και «ποιητές» που μας άφησαν τα δημοτικά τραγούδια) με δημιουργική δύναμη και πλούτο στην έμπνευση καθ’ όλα αντάξιο με τους μεγαλύτερους μουσικούς όλων των εποχών.

Την ίδια εποχή που η Ιταλία γεννούσε τους Βιβάλντι και τους Ροσίνι, η Γερμανία τους Μπαχ και τους Μότσαρτ και η Γαλλία τους Κουπερέν, οι δικοί μας «συνθέτες» «έγραφαν» τα δικά τους αριστουργήματα: τα μανιάτικα μοιρολόγια, τα κρητικά ριζίτικα, τα ρουμελιώτικα, τα ηπειρώτικα και τα νησιωτικά τραγούδια και τους χορούς. Όμως οι δικοί μας «συνθέτες» όντας βοσκοί είτε ψαράδες, ήταν επόμενο που η τεχνική τους ξεπερνούσε τα όρια της πρώτης έμπνευσης. Έτσι ζυμωμένοι, χωμένοι μέσα στο λαό, έμειναν για πάντα άγνωστοι, το έργο τους όμως το σημαντικό, μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε πως ιστορικά είμαστε κληρονόμοι μιας πλούσιας πρώτης ύλης που μας παραδίνει ο ίδιος χαρακτήρας του ελληνικού λαού, όμως σε ό,τι άφορά την έντεχνη παράδοση — στοιχείο εν τούτοις αξεχώριστο για τη δημιουργία του μουσικού έργου — βρισκόμαστε περίπου στο έτος μηδέν.

Και όμως η έντεχνη ελληνική μουσική έχει από καιρό εορτάσει τα «επίσημα» 50 της χρόνια. Και ας μεταχειριστούμε την φόρμουλα της αρχικής φράσης αυτού του άρθρου: και η απλή επαφή με το φαινόμενό της έντεχνης ελληνικής μουσικής μας πείθει… για την απουσία του μοναδικού σε εκφραστικό πλούτο μουσικού στοιχείου που βρίσκομε στις ρίζες του εθνικού μας χαρακτήρα.

Που οφείλεται αυτή η χτυπητή αντινομία;

Μια πρώτη απάντηση: Η μεγάλη μάζα του ελληνικού λαού, η γνησιότερα δεμένη με την γη και την παράδοση, η λεγόμενη «ύπαιθρος», εξακολουθεί να ζη σε παρόμοιες η σχεδόν παρόμοιες κοινωνικές (και μορφωτικές) μορφές όπως πριν από 50, 100 η και 200 χρόνια. Οι ομάδες που ευθυγραμμίσθηκαν με την ευρωπαϊκή παράδοση αποτελούν μία μειοψηφία που όμως είναι γεγονός ότι αυξάνει σε όγκο από μέρα σε μέρα. Σήμερα, αυτή τη στιγμή σα συνέπεια των βαθιών αναστατώσεων που έφερε ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος, ζούμε στο πέρασμα των μεγάλων λαϊκών ομάδων, από τα αναχρονιστικά σχήματα που μας άφησε η τουρκοκρατία και οι κληρονόμοι της κοτζαμπάσηδες σ’ αυτό το στάδιο της ευθυγράμμισης με ό,τι καλούμε «Ευρώπη». Όμως ίσαμε προχθές ακόμα, τις παραμονές του 39, στην πραγματικότητα αυτή η «Ευρώπη» ήταν το προνόμιο μιας ασφυκτικά περιορισμένης μειοψηφίας που φυσικά είχε όλα τα χαρακτηριστικά της μεγαλοαστικής μειοψηφίας — και κατ’ αρχήν την έλλειψη επαφής με το λαό που έφτανε κλιμακωτά έως την περιφρόνηση προς το λαό. Αυτή ακριβώς η μειοψηφία προμήθευσε στην έντεχνη ελληνική μουσική σχεδόν όλα της τα στελέχη.

Αν και το πρόβλημα σε συνέχεια παρουσιάζεται αποκαρδιωτικά απλό στην εξήγηση της πενιχρότητας και της χαμηλής στάθμης που παρατηρούμε μέσα στην έντεχνη ελληνική μουσική δημιουργία στη βάση δηλ. πρόκειται για περιπτώσεις κατά το μάλλον ή ήττον καλλιτεχνικού ερασιτεχνισμού – εντούτοις μας εκπλήσσει το γεγονός ότι αυτό ακριβώς που ονομάσαμε δύναμη και δόξα της δημοτικής μας μουσικής καταντά αδυναμία και παρακμή  μέσα στην έντεχνη δημιουργία. Το φαινόμενο του ερασιτεχνισμού, μόνο, δε φτάνει για να εξηγήσει την έκταση αυτής της παρακμής. Πρέπει να υπάρχει κάτι τι ακόμα πιο ριζικό. Κι’ αυτό είναι η έλλειψη αναγκαιότητας — δηλαδή η έλλειψη ειλικρίνειας.

Εκφράζομαι καλλιτεχνικά σημαίνει: έχω ανάγκη να εκφραστώ καλλιτεχνικά. Σημαίνει ακόμα: θέλω να εκφραστώ καλλιτεχνικά για τον A ή Β λόγο. Μόνο η πρώτη περίπτωση μας πείθει γιατί, μας κληρονομεί το γνήσιο καλλιτεχνικό έργο.

Όσο για τους συνθέτες (στην μεγάλη τους πλειοψηφία) που χρησιμοποίησαν το ελληνικό φολκλόρ, είναι φανερό πια, ύστερα από μισό αιώνα δημιουργίας, ότι δεν είναι αυτή η οργανική σύνδεση τους με το λαό και το τραγούδι του, που τους ανάγκασε να διαλέξουν τη μουσική του γλώσσα. Γιατί ακούγοντας, ακόμα και τα πιο χαρακτηριστικά, έντεχνα ελληνικά μουσικά έργα, έχει κανείς τη σαφή εντύπωση ότι συνυπάρχουν δύο στοιχεία, δύο χαρακτήρες, δύο κόσμοι ξεχωριστοί, αντιμαχόμενοι, εν πάση περιπτώσει αδιάφοροι και ξένοι ο ένας απ’ τον άλλον: υπάρχει δηλαδή στη βάση η αναφομοίωτη δυτική κληρονομιά (κυρίως γερμανική) κι’ αυτή ακόμα, όπως είπαμε σε εμβρυακό – ερασιτεχνικό στάδιο ως προς τον τρόπο της διατύπωσης (τεχνική), ενώ στην επιφάνεια ακούγονται απλώς παρατεθειμένες δημοτικές ή δημοτικοφανείς μελωδίες:

Η τάση των Μουσικών Εθνικών Σχολών, το κίνημα του Ψυχάρη και το κυνήγημα —δικαιολογημένο— της πρωτοτυπίας, δίχως να ξεχνάμε τις σωτήριες συνέπειες που μπορούσε να έχει η μεταφορά του δυνατού χαρακτήρα της δημοτικής -μας μουσικής μέσα στην έντεχνη δημιουργία) βρίσκονταν στη ρίζα της ‘Ελληνικής «Εθνικής Σχολής».

Όμως και εδώ η έλλειψη αναγκαιότητας και ειλικρίνειας, καταδικάζει την απέραντη πλειοψηφία των διαφόρων γνωστών συνθέσεων σ’ αυτή την εξοργιστική στειρότητα που θρέφει την αδιαφορία του κοινού και την αμηχανία των υπευθύνων.

Ώστε αυτοί οι δημιουργικοί χυμοί της μουσικής που βρίσκομε στις ρίζες του Έλληνα, δεν βρήκαν τη φυσική διέξοδο και ολοκλήρωσή τους μέσα στα έργα της «Εθνικής Σχολής», που κατά συνέπεια ούτε τον εκφράζουν ούτε τον αντιπροσωπεύουν.

Μήπως όμως άλλοι υπεύθυνοι κύκλοι -μουσική παιδεία, οργανωτές της μουσικής ζωής, ρούσικη κριτική- όντας βέβαιοι για τη μουσική μεγαλοφυΐα της ράτσας μας, έκαναν συγκεκριμένες προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή;

Όχι γιατί θα είναι μοναδική εξαίρεση αν βρεθεί ανάμεσα σε όλους τους επίσημους και τους ημιεπίσημους εκπρόσωπους της μουσικής μας ζωής, έστω και ένας που να πιστεύει βαθιά και ειλικρινά ότι εμείς οι Έλληνες είμαστε κατ’ εξοχήν λαός της μουσικής! Ότι είμαστε γεννημένοι για το τραγούδι, για το ρυθμό, για το μέτρο, μ’ ένα λόγο για τη μουσική έκφραση.

Αντίθετα υπάρχει (ομολογημένο και μη) ένα απέραντο συναίσθημα κατωτερότητας μπροστά στους Ευρωπαίους.

Τι απομένει;

Πιστεύουμε πως το μέλλον της ελληνικής μουσικής θα κριθή από τη στάση που θα υιοθετήσουν οι νεότεροι κυρίως μουσικοί (εκτελεστές, συνθέτες, θεωρητικοί, κριτικοί). Θα προσπαθήσουν δηλαδή να βολευτούν κι αυτοί όπως – όπως μέσα στα ίδια κομφορμιστικά πλαίσια — αντιλήψεις και καταστάσεις που χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία της σύγχρονης μουσικής ζωής; Ή θα διαλέξουν, με προσωπικό κίνδυνο, την αναγκαία πάλη για να εξασφαλίσουν με κάθε θυσία τις βαθύτατες αλλαγές, (αλλαγές τόσο ως προς τις κατευθύνσεις της μουσικής δημιουργίας όσο και ως προς την οργάνωση της μουσικής ζωής), που μόνο αυτές είναι δυνατό να σώσουν την υπόθεση της εθνικής μας μουσικής;

 

 

Συνημμένα

Θεοδωράκης Μίκης, «Ελληνική μουσική έτος (περίπου) μηδέν», Κριτική,1959

και εφημερίδα “Κήρυξ” Χανίων, 12, 13 και 14 Αυγούστου 1959

 

Back To Top