skip to Main Content

Απόσπασμα από παλαιότερες σημειώσεις του συνθέτη για τα έργα Πολιτεία και Αρχιπέλαγος

Τον Οδυσσέα Ελύτη τον συνάντησα για πρώτη φορά στα σαλόνια της Ραλλούς Μάνου, όταν ήταν Πρόεδρος του Οργανισμού του Ελληνικού Χοροδράματος. Ήταν στα 1952 και έγραφα τότε τη μουσική του μπαλέτου Ορφέας και Ευρυδίκη. Στα 1953-54 νομίζω ότι υπήρξε Διευθυντής στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ). Συνεργαζόμουν τότε γράφοντας μουσική για διάφορα ραδιοφωνικά σκετς με συγγραφείς και σκηνοθέτες, όπως ο Θεοτοκάς, ο Περγιάλης, ο Γκάτσος, ο Καμπανέλλης, ο Μιχάλης Κατσαρός. Σε κάποιο σκετς που σκηνοθετούσε ο Νίκος Γκάτσος, βρεθήκαμε μαζί στο γραφείο του Ελύτη. Τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε μια θεία οπτασία. Ήταν η Τζένη Καρέζη, 18 χρόνων μαθήτρια στη Θεατρική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου, την οποία φάγαμε κυριολεκτικώς και οι τρεις με τα μάτια. Στα 1954 έφυγα για το Παρίσι. Γύρισα στα 1960, στα μέσα Μαΐου, για τις Φοίνισσες, που θα ανέβαιναν το καλοκαίρι απ’ το Βασιλικό Θέατρο στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Μινωτή. Η Μαργαρίτα βρισκόταν ήδη στην Αθήνα, η Μυρτώ με τον Γιώργο, που γεννήθηκε στις 5 Μαΐου, έπαιρνε στις 15 το αεροπλάνο κι εγώ ξεκίνησα μια μέρα αργότερα με το αυτοκίνητο. Έξω απ’ τη Λοζάνη και συγκεκριμένα στη Σιόν, προσπαθώντας να προσπεράσω ένα μικρό Φίατ, έχασα τον έλεγχο και χτύπησα με ορμή πάνω σε μια μάντρα. Παρά λίγο να σκοτωθώ. Την επομένη μεταφέρθηκα αεροπορικώς στην Αθήνα και μετά τρεις εβδομάδες άρχισα τις πρόβες. Τότε με φωνάζουν στην Columbia και στη Fidelity για συνεργασία με τραγούδια. Δεν ξέρω πώς είχε μαθευτεί ότι είχα γράψει τον Επιτάφιο. Έτσι, αμέσως μετά την Επίδαυρο (Ιούλιος), τον Αύγουστο ηχογραφήθηκε η πρώτη version με Μούσχουρη-Χατζιδάκι και τον Σεπτέμβριο η δεύτερη με Μπιθικώτση-Χιώτη. Η τρίτη, με τη Μαιρη Λίντα, έγινε στα 1963. Ξανάφυγα για το Παρίσι, έχοντας μαζί μου στίχους για τραγούδια του Χριστοδούλου, του Λειβαδίτη και του Γκάτσου. Όμως ήδη είχε κυκλοφορήσει ο Επιτάφιος, προκαλώντας τον «πόλεμο των Επιταφίων», όπως ονομάστηκε, μεταξύ των οπαδών της Α και της Β version. Πάντως, ένα είναι το γεγονός, ότι τον καιρό εκείνο όλοι στην Ελλάδα άκουγαν, μιλούσαν, καβγάδιζαν, διαφωνούσαν είτε θριαμβολογούσαν με θέμα τα οκτώ τραγούδια του Επιτάφιου, που στη version Α το εξώφυλλο είχε φιλοτεχνήσει ο Μόραλης και στη Β ο Μποστ.

Έφυγα λοιπόν κατά τον Οκτώβριο πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι είχα έρθει πριν από λίγους μήνες. Τώρα όλος ο κόσμος με γνώριζε και δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω χωρίς να μου σφίγγουν το χέρι και να με χαιρετούν άγνωστοι δεξιά κι αριστερά. Την παραμονή του ταξιδιού μας -έφευγε μαζί μου όλη η οικογένεια-, πήγα να χαιρετήσω τους φίλους μου στο «όρθιο» του Λουμίδη, στη Βουκουρεστίου. Εκεί, μετά τις 12 το μεσημέρι, μπορούσες να δεις όλον τον πνευματικό και καλλιτεχνικό κόσμο της Αθήνας. Ήσαν όρθιοι με το μικρό κουπάκι του εσπρέσο στο χέρι και κουβέντιαζαν δυο-δυο, τρεις-τρεις, αλλάζοντας συνεχώς παρέες. Ήμουν με τον Μάνο και τον Γκάτσο, όταν μας πλησίασε ο Ελύτης. Είπε ότι τον είχε ενθουσιάσει ο Επιτάφιος και, αποτεινόμενος προς εμένα, μου εμπιστεύθηκε ότι μόλις εκείνο τον καιρό ολοκλήρωνε τη γραφή μιας μεγάλης ποιητικής σύνθεσης, που επρόκειτο να κυκλοφορήσει εκείνες τις μέρες. Την ονόμαζε «Το Άξιον Εστί» και πίστευε ότι στα χέρια μου θα μπορέσει να γίνει ένα σπουδαίο μουσικό έργο. Ένα ορατόριο. Τον ευχαρίστησα και του έδωσα τη διεύθυνση στο Παρίσι: 19 Rue de la Fontaine au Roi.

Την εποχή εκείνη είχα πολλές επαγγελματικές υποχρεώσεις στο Λονδίνο. Έτσι μου ήταν δύσκολο να στρωθώ σε συστηματική δουλειά. Ωστόσο, ήταν τόση η μελωδική μου φόρτιση, ώστε σχεδόν την πρώτη μέρα έγραφα πολλά τραγούδια απ’ την Πολιτεία και το Αρχιπέλαγος: «Καημός», «Παράπονο», «Βράχο-Βράχο», «Μετανάστης», «Λειτουργία», «Είχα φυτέψει μια καρδιά».

Στην Αθήνα είχα συνθέσει τη «Μυρτιά» και το «Μάνα μου και Παναγιά», και στο Λονδίνο το «Ροδόσταμο». Και να πώς:

Μια μέρα που περνούσαμε με το αυτοκίνητο στην πλατεία Κολωνακίου με τη Μυρτώ, ο Μόνος, ο Γκάτσος και ο τότε Γενικός Διευθυντής του ΕΙΡ Σπυρομήλιος μας κάλεσαν να καθίσουμε στο τραπέζι τους, που ήταν στο πεζοδρόμιο. Κατεβήκαμε και μείναμε για λίγο μαζί τους. Την άλλη μέρα, στου Φλόκα, ο Νίκος μου δίνει ένα χαρτάκι και μου λέει: «Το ’γραψα χθες για τη Μυρτώ». Την άλλη μέρα έκανα πρόβα τη «Μυρτιά» με τη Γιοβάννα στο γραφείο της Fidelity. Μόλις μας άκουσε ο Μάνος, λέει: «Θέλω να το διευθύνω εγώ». Όπως είμαστε, φωνάζουμε τους μουσικούς και γύρω στις 8 το βραδάκι είχε γίνει ένα αληθινό μουσικό θαύμα. Μια νέα τραγουδίστρια γεννήθηκε σε μια απ’ τις πιο μαγικές στιγμές του Χατζιδάκι. Έτσι η «Μυρτιά» άρχισε να ταξιδεύει σπάζοντας πρώτη το φράγμα των 100.000 δίσκων. Όμως έπρεπε να βρεθεί κι ένα δεύτερο τραγούδι. Τότε θυμήθηκα το «Honeymoon Song». Ο Γκάτσος έγραψε στο άψε-σβήσε τους στίχους και ο Μάνος ξανά στο στούντιο της Κολούμπια με τη Γιοβάννα. Αυτή είναι η ιστορία της «Μυρτιάς». Αργότερα θα την ηχογραφούσα κι εγώ με τον Μπιθικώτση και τη Λίντα συγχρόνως.

Το «Μάνα μου και Παναγιά» έχει τη δική του αφετηρία. Θυμάμαι τον Τάσο Λειβαδίτη στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Πάντοτε στα 1960… Έγραφα τότε ένα κοντσέρτο για πιάνο και μου ζήτησε να του το παίξω. Όταν σταμάτησα, μου λέει: «Σε παρακαλώ, ξαναπαίξε το Adagio». Και τότε βγάζει μολύβι και χαρτί και γράφει επάνω στο Adagio τους στίχους του τραγουδιού. Έτσι άρχισε η πρώτη μας συνεργασία. Το τραγούδι όμως έπρεπε να «διπλωθεί» για να βγει δίσκος. Αργότερα ο αδελφός μου ο Γιάννης θα μου πει: «Γκρεμίζουν με τις μπουλντόζες τις προσφυγικές παράγκες στη Δραπετσώνα οι χωροφύλακες και πετάνε έξω γέρους, άρρωστους και παιδιά. Δεν γράφεις ένα τραγούδι, να βοηθήσεις το ρεπορτάζ μου στη Αυγή;» Καθώς πηγαίνω προς την Κολούμπια για να ηχογραφήσω, θυμάμαι ότι ακριβώς μπροστά στο Θέατρο Καλουτά μού ήρθε η μουσική στο μυαλό. Φρενάρω απότομα και σταματώ. Χαράζω στο πακέτο μου δυο-τρία πεντάγραμμα και γράφω τη μουσική. Από το στούντιο τηλεφωνώ στον Λειβαδίτη, που φτάνει σε λίγη ώρα. Όρθιος πάνω απ’ το πιάνο, καθώς του παίζω τη μουσική, εκείνος γράφει. Στο μικρό μπαρ βρίσκονται οι μουσικοί, ο Μανώλης Χιώτης και ο Μπιθικώτσης. Ηχογραφούσαμε το «Μάνα μου και Παναγιά» και διακόψαμε έως ότου τελειώσει το νέο τραγούδι. Μετά αρχίσαμε αμέσως τις πρόβες, μέχρι να «ψηθεί». Ο Νίκος Κανελλόπουλος, ο μάγος φωνολήπτης, ήταν ανυπόμονος. Το βράδυ είχαμε «διπλώσει» το «Μάνα μου και Παναγιά» με τη «Δραπετσώνα». Σε δέκα μέρες άρχισε σαν μια βοή αυτό το δίδυμο να κατακτά τις γειτονιές της Ελλάδας, ξεκινώντας απ’ τον Πειραιά και την Αθήνα. Ο Μπιθικώτσης διαμιάς πετάχτηκε στα ύψη. Από κείνη τη στιγμή κανείς πια δεν θα μπορούσε να τον πλησιάσει σε φωνή, σε τέχνη, σε συναίσθημα και ελληνικότητα στην προφορά των λέξεων και των ήχων.

Το «Ροδόσταμο» έχει διαφορετική ιστορία. Πάντοτε τον ίδιο μήνα, Οκτώβριο, σε μια απ’ τις πολλές αποχαιρετιστήριες βραδιές στο υπόγειο του δισκάδικου Κύκλος στην οδό Καραγιώργη Σερβίας, με πλησιάζει ο Νίκος Γκάτσος. Και πάλι κρατά ένα μικρό μαγικό διπλωμένο χαρτί και μου το βάζει σχεδόν κρυφά στη χούφτα μου: «Δες το αργότερα. Μπορεί να σε εμπνεύσει». Το ίδιο βράδυ ξενυχτούμε στο κέντρο της Λίντας και του Χιώτη, στην οδό Σκαραμαγκά. Ξημερώματα, πηγαίνουμε όλοι μαζί στη Βουλιαγμένης για πρωινό και μετά με κατευοδώνουν στο αεροδρόμιο. Η Αθήνα κυριολεκτικά αστράφτει ανάμεσα στη γαλάζια θάλασσα και στον γαλάζιο ουρανό. Αμέσως κοιμάμαι μ’ αυτή την εικόνα και μετά τέσσερις ώρες ξυπνώ μέσα στην ομίχλη, το κρύο και τη βροχή. Οι υπεύθυνοι του φιλμ  “Η σκιά της γάτας” με πάνε στο Σόχο. Μπαίνουμε στο λιλιπούτειο στούντιο κι αμέσως αρχίζει η προβολή. «Θεέ μου», σκέφτομαι καθώς βλέπω να σκοτώνουν, να εξαφανίζουν το πτώμα και τη γάτα να κινείται γύρω στον δολοφόνο, «γιατί να είμαι αναγκασμένος να αφήσω την όμορφη χώρα μου τη λουσμένη στο φως και τη μουσική;». Αυτομάτως βάζω το χέρι στην τσέπη μου. Ευτυχώς, το μαγικό σημείωμα του Γκάτσου είναι εκεί. Το βγάζω και ανάβω τη λάμπα που είναι μπροστά μου. Οι Εγγλέζοι νομίζουν πως κρατώ σημειώσεις. Όμως εγώ γράφω τη μουσική εμπνευσμένος από έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, που οι στίχοι του Γκάτσου μου ξαναφέρνουν μπροστά μου.

Όταν λίγο αργότερα το ηχογραφήσαμε στο στούντιο της Κολούμπια, όλοι μείναμε κατάπληκτοι απ’ την ερμηνεία της Μαίρης. Γράφαμε τότε τα τραγούδια του Αρχιπελάγους, με πρωταγωνιστή πάντοτε τον Μανώλη Χιώτη. Μιας και το τραγούδι ήταν τότε ο βασιλιάς, και ο τραγουδιστής ο πιστός υπηρέτης του, δεν υπήρχε πρόβλημα το ίδιο τραγούδι να ειπωθεί ταυτόχρονα από πολλούς ερμηνευτές. Έτσι σχεδόν συγχρόνως και με τους ίδιους μουσικούς γράψαμε τα τραγούδια της Πολιτείας και του Αρχιπελάγους με τη Λίντα και τον Μπιθικώτση, ενώ άλλες εταιρείες χρησιμοποιούσαν άλλους τραγουδιστές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το καλό τραγούδι να διαδίδεται γρήγορα. Όχι όπως σήμερα που το τραγούδι ανήκει αποκλειστικά σε έναν τραγουδιστή-star, έτσι που κανένας άλλος να μην μπορεί αλλά και να μην καταδέχεται να τραγουδήσει «ξένο» τραγούδι. Δηλαδή, πλήρες αναποδογύρισμα των αξιών, με τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα.

Μίκης Θεοδωράκης

 

Πηγή: Μίκης Θεοδωράκης, Μια ζωή δημιουργίας, ειδική έκδοση ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΗ, 2018

Back To Top