skip to Main Content

Άρθρο του Μ.Θ. Αθήνα, καλοκαίρι 1961

Από το βιβλίο: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Γ’ Εκδ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019, σελ. 303-307

Για το λαϊκό τραγούδι

Αυτή τη στιγμή, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τουλάχιστον στη μουσική και πιο ειδικά στο τραγούδι, το πρόβλημα είναι ένα: πιστεύουμε ή όχι ότι υπάρχει ελληνική μουσική, ελληνικό τραγούδι;

Εμείς, μαζί με τη μεγάλη πλειονότητα του λαού μας, όχι μόνο το πιστεύουμε αλλά είμαστε υπερήφανοι για τη μουσική μας κληρονομιά και τη μουσική μας παράδοση. Όμως η τάξη των μορφωμένων, των καλλιεργημένων, των ταξιδεμένων, δηλαδή η «άρχουσα τάξη» στον τόπο μας, ανέκαθεν θαμπωνόταν, στο μεγαλύτερο μέρος της τουλάχιστον, από την τεχνική και πνευματική υπεροχή των Ευρωπαίων, άλλοτε δίκαια και άλλοτε άδικα. Δίκαια επειδή οι ευρωπαϊκοί λαοί, ξεκινώντας από ένα θα έλεγα «τίποτα» -γιατί το γρηγοριανό μέλος μελωδικά ήταν σχεδόν ένα τίποτα-, οικοδόμησαν γενιά με γενιά αυτά τα εκπληκτικά ηχητικά αριστουργήματα, τα κοντσέρτα γκρόσι του Βιβάλντι, τα Πάθη του Μπαχ, τις συμφωνίες του Μότσαρτ, του Μπετόβεν και του Μπραμς, τις όπερες του Βέρντι και του Βάγκνερ, προωθώντας την τεχνική της μουσικής σε επιτεύγματα αληθινά μεγαλοφυή.

Αν η μακραίωνη εθνική δουλεία και μετέπειτα οι κοντόφθαλμοι κυβερνώντες κράτησαν τον λαό μας έξω από την τεχνική άνοδο της Ευρώπης, στη σκιά των ημιανάπτυκτων και των καθυστερημένων, ο λαός μας ωστόσο μπόρεσε να διατηρήσει και να αναπτύξει ορισμένες θεμελιακές λειτουργίες, όπως είναι το ήθος του, ο χαρακτήρας του, η γλώσσα του, η ποίησή του και η μουσική του – λειτουργίες που ήταν εξ ίσου πολύτιμες με το οξυγόνο, το ψωμί και το νερό, γι’ αυτό και τις διαφύλαξε αμόλυντες στο πέρασμα του χρόνου και σε πείσμα των επιδρομέων και των «αναμορφωτών». Αυτοί ακριβώς οι αναμορφωτές του, η ηγετική τάξη ως επί το πλείστον, όσο έμεινε θαμπωμένη, γοητευμένη από το ευρωπαϊκό φέγγος, άλλο τόσο ένιωθε και νιώθει ακόμα ξένη, αδιάφορη και συχνά ενοχλημένη από τη λαϊκή μας τέχνη. Και όμως, να που σήμερα ακριβώς η παγκόσμια αναγνώριση του Θεόφιλου έρχεται να δώσει ένα βαρύ χτύπημα στους μιμητές της Ευρώπης και διώκτες της λαϊκής μας τέχνης.

Όμως, καιρός να μιλήσουμε για το τραγούδι. Το ελαφρό τραγούδι είναι συνώνυμο στον τόπο μας με τη μίμηση του ευρωπαϊκού ή του αμερικάνικου τραγουδιού. Ίδια μελωδική γραμμή, ίδιοι ρυθμοί, ίδιος τόνος. Μόνο τα λόγια είναι ελληνικά, ωστόσο λόγια σχεδόν χωρίς περιεχόμενο και ειπωμένα με τέτοια άρθρωση, που νομίζεις ότι ακούς ξένη γλώσσα. Έτσι ολοκληρώνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για ξένο τραγούδι.

Το λαϊκό τραγούδι ξεκινά βασικά από δυνατές ρίζες. Είναι η βυζαντινή μουσική και το δημοτικό τραγούδι. Όμως είχαμε κι εδώ πολλές υπερβολές. Άλλοτε στο κείμενο, με το αντικοινωνικό, καταγωγιακό περιεχόμενό του, άλλοτε στη μουσική, με ηθελημένη ή αθέλητη ανατολίτικη ή σπανιόλικη απομίμηση. Μέσα όμως από τη μάζα των λαϊκών τραγουδιών είδαμε για πρώτη φορά να ξεπετιέται το ελληνικό τραγούδι, και αυτή τη στιγμή μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός χάρη σε πέντε-έξι λαϊκούς βάρδους ξανάπιασε το νήμα του δικού του τραγουδιού.

Πώς γνωρίζουμε το ελληνικό τραγούδι; Μουσικολογικά, από τα βασικά στοιχεία που το συνθέτουν: τη μελωδική του γραμμή, τον ρυθμό και την αρμονία. Υπάρχει ακόμα το ήθος και ο χαρακτήρας του ποιητικού κειμένου, ο γνήσια νεοελληνικός τρόπος της ερμηνείας του και η τέχνη της συνοδείας, που είναι συνδεδεμένη με το μπουζούκι. Το όργανο αυτό, το αποκλειστικά ελληνικό, αφού κεντήσει την εισαγωγή, στη συνέχεια σχολιάζει διαλογικά τη μελωδική του γραμμή, ώστε κάθε τραγούδι να είναι ένας πλήρης κύκλος, όπου μια ιστορία σχεδιάζεται, διαγράφεται, ολοκληρώνεται με σαφείς αισθητικούς νόμους, που έχουν τη ρίζα τους στην αρχή κάθε έντεχνου μουσικού έργου, την «ερώτηση-απάντηση», δηλαδή τη σύνθεση των αντιθέσεων που είναι ο πρώτος νόμος της φούγκας και της σονάτας.

Το γνήσιο και ολοκληρωμένο ελληνικό τραγούδι είναι ισάξιο σε σημασία και δυναμικό απόθεμα με τα ενδοξότερα γερμανικά λίντερ, τις σημαντικότερες ιταλικές άριες, τις βαθύτερες μελωδίες της ρωσικής σχολής. Φανταστείτε λοιπόν πόσο υπερήφανοι πρέπει να είμαστε για τον λαό μας που, όταν μείνει ενώπιος ενωπίω και θελήσει να τραγουδήσει για να ξεσκάσει και να λυτρωθεί, διαλέγει αληθινά έργα τέχνης τη στιγμή που οι περισσότεροι από τους πολιτισμένους λαούς δεν έχουν για να εκφραστούν παρά αυτά τα μουσικοχορευτικά κατασκευάσματα που είναι άοσμα σαν το άζωτο και άγευστα σαν το άχυρο.

Να όμως που έρχονται οι δήθεν θεωρητικοί, οι δήθεν μορφωμένοι και κατά βάθος ημιμαθείς, να μας πουν ότι το μαύρο είναι άσπρο και ότι ο λαός μας είναι καθυστερημένος, τα τραγούδια του πρωτόγονα, οι τραγουδιστές του αρχιπρωτόγονοι, ότι όλα τα περί αναγεννήσεως της μουσικής μας είναι μύθοι και θόρυβοι και ότι αυτοί και μόνο κατέχουν την αλήθεια. Και ποια είναι αυτή η αλήθεια;  Το τσα-τσα!

Όμως, ας μην υποτιμούμε αυτό το τσα-τσα, γιατί σήμερα δεν είναι μονάχα μια νοοτροπία, αλλά και μία κατάσταση – είναι θέσεις, είναι πόστα, είναι «σκοτεινές δυνάμεις»• και όλοι ξέρουμε σε μέρες πονηρές ότι αυτοί οι «ολίγοι» αλλά κρατούντες είναι συχνά πολύ πιο δυνατοί από τους πολλούς αλλά κρατούμενους

Συμβαίνει όμως, όταν αυτοί οι τελευταίοι ενωθούν κάτω από μια σημαία, ένα ιδανικό, ή ένα «πιστεύω», ακόμα και αισθητικό, ακόμα και μουσικό, να γίνονται δύναμη φοβερή και χείμαρρος που σαρώνει στο πέρασμά του τα πάντα. και τότε οι σκοτεινές δυνάμεις γίνονται καρυδότσουφλα και οι «σχέσεις», τα μέσα και τα πόστα παρασέρνονται και σβήνουν μπροστά στην οργή του Θεού που είναι η φωνή του Λαού.


Τέχνη για τους λίγους ή για τους πολλούς;

Αθήνα, 1961

Ο κάθε καλλιτέχνης, ακόμη και όταν ισχυρίζεται ότι δημιουργεί για τον ίδιο τον εαυτό του, απευθύνεται σε ένα ορισμένοι κοινό.

Όσο περισσότερο είναι καθορισμένο, ταξινομημένο, νοικοκυρεμένο μέσα στις συνήθειες, τις ιδέες και τις προτιμήσεις του αυτό το κοινό, τόσο και η προσπάθεια του καλλιτέχνη γίνεται περισσότερο «ομαλή», καθορισμένη, στρογγυλεμένη και παστρική.

Πριν από λίγα μόλις χρόνια η τέχνη ήταν προνόμιο μιας ελάχιστης μειονότητας μυημένης και πάντοτε παρούσας, που περιστοίχιζε τον καλλιτέχνη και για την οποία ο καλλιτέχνης προόριζε το έργο του. Η μειονότητα αυτή είχε το προνόμιο να προχωρεί αρκετά γρήγορα πλάι στον καλλιτέχνη, ακόμα και τον πιο τολμηρό, γιατί διέθετε όλα τα μέσα -χρόνο και χρήμα- για να παρακολουθεί από κοντά την εξέλιξη της τέχνης. Είχε όμως το ελάττωμα να στενεύει τον ορίζοντα των πηγών απ’ όπου ο ζωντανός καλλιτέχνης αντλεί την έμπνευσή του, δηλαδή τη ζωή και την τέχνη του λαού. Άλλο μειονέκτημά της ήταν -και είναι- η τάση της να περιορίσει στο έπακρο τον κύκλο των «μυημένων», εξωθώντας τους αφοσιωμένους καλλιτέχνες στο παράξενο, στο ακατάληπτο, στο «απόσταγμα» της ευαισθησίας και της καλλιτεχνικής διαίσθησης – δηλαδή στο «τερατώδες».

Αμέσως μετά τον Β ‘ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις μέρες μας συνέβη ένας κολοσσιαίος σεισμός, που ανέσκαψε και ανέτρεψε τα πάντα και έφερε τον καλλιτέχνη μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η τέχνη γίνεται φροντίδα και αίτημα όλων των φυλών, τάξεων και εθνών.

Σ’ αυτή την πρωτοφανή περίοδο σύγχυσης, δύο δρόμοι είναι δυνατοί μπροστά στον καλλιτέχνη : Ο πρώτος, ν’ ακολουθήσει τη μειονότητα των μυημένων και, τρομοκρατημένος μπροστά στην εισβολή του «αγοραίου πλήθους», να βαδίσει μοιραία προς τα ακραία σύνορα του υποκειμενισμού, δηλαδή του τερατώδους. Ο δεύτερος, να βγει μπροστά στον καθαρό αέρα, να ανακατευτεί με το πλήθος και να αναθεωρήσει από τις ρίζες του το πρόβλημα της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Γιατί, αν δημιουργεί κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του συγκεκριμένου κοινού, όπως είδαμε πιο πριν, κατ’ εικόνα και ομοίωσιν ποιου κοινού, ποιας παράδοσης και κοσμοθεωρίας καλ-λιτεχνικής, ποιου κόσμου καθορισμένου και νοικοκυρεμένου θα πρέπει να δημιουργεί;

Η μύηση στο φαινόμενο της τέχνης είναι ολότελα ανισομερής. Οι ευαισθησίες «ακατέργαστες». Η στοιχειώδης ακόμη καλλιτεχνική παιδεία ανεπαρκής. Ο λαός έχει βέβαια τη δική του καλλιτεχνική παράδοση, έχει οξύ ένστικτο, που τελικά θα τον οδηγήσει σωστά προς το γνήσιο έργο. Όλα αυτά είναι βεβαίως ουσιαστικές προϋποθέσεις, που όμως δεν μπορούν να περιβάλουν δημιουργικά τον πρωτοπόρο δημιουργό, που έχει ήδη διανύσει μακρύτατο δρόμο μέσα στην έντεχνη παράδοση της τέχνης.

Κι όμως, το βαθύ ένστικτο της δημιουργίας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά επαφή, ταύτιση μέσω του έργου, του δημιουργού με τους συνανθρώπους του και την εποχή του, από τη στιγμή που η σεισμική δόνηση με την τεχνική επανάσταση της εποχής μας έφερε στο συναισθηματικό ύψος του καλλιτέχνη τις απέραντες λαϊκές μάζες, ολόκληρους λαούς, απ’ αυτή τη στιγμή ο αληθινός δημιουργός δεν μπορεί παρά να μιλήσει, να ταυτιστεί μαζί τους.

Από το σημείο αυτό και πέρα αρχίζει η μεγάλη δοκιμασία. Γιατί ο κίνδυνος είναι σαφής και μέγας. Αυτό το κοινό το ακαταστάλακτο, το αδιαμόρφωτο, με τα χίλια πρόσωπα και τις χιλιάδες διαβαθμίσεις στην αγωγή και στις προτιμήσεις του, μπορεί να οδηγήσει ακόμα και τον πιο ενθουσιώδη και ειλικρινή δημιουργό στην εκμηδένισή του.

 

Back To Top