skip to Main Content

Απόσπασμα συνέντευξης Μίκη Θεοδωράκη στον Π. Π. στο περιοδικό ΕΝΑ

ΕΡ. Πριν από αρκετά χρόνια βρεθήκατε στην πρωτοπορία ενός πολιτιστικού κινήματος, το οποίο όχι απλώς τάραξε τα νερά στον χώρο της λεγάμενης ελαφρός και της λαϊκής μουσικής, αλλά ανέτρεψε το ισχύον τότε καθεστώς. Δρομολογήθηκε τότε μια νέα πορεία του τραγουδιού με αναγεννητικές προθέσεις και υποσχέσεις, που είχε μάλιστα και τη στήριξη του μεγαλύτερου μέρους της κοινής γνώμης. Σήμερα, από την απόσταση μιας τριακονταετίας και πλέον, πώς κρίνετε εκείνη την αφετηρία και την εξέλιξη που είχε η πορεία του ελληνικού τραγουδιού; Οι συνεργάτες σας, εκείνοι που εμπνεύσθηκαν από σας, οι μιμητές σας και οι διάδοχοί τους, πού νομίζετε ότι οδήγησαν το ελληνικό τραγούδι; Κάνετε έναν θετικό απολογισμό;

Μ.Θ. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πού βρίσκεται σήμερα το ελληνικό τραγούδι, γιατί δεν παρακολουθώ ραδιοσταθμούς και δεν συχνάζω σε κέντρα. Είμαι, ωστόσο, ευχαριστημένος από τη συγκομιδή μελωδικού υλικού, όπως καταγράφηκε στα τραγούδια των δεκαετιών του ’50 έως ακόμα και του ’80. Για τον λόγο αυτό, ως υπεύθυνος για τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ, αναβάθμισα την Ορχήστρα Ποικίλης Μουσικής με τη φιλοδοξία να γίνει η μήτρα μέσα απ’ την οποία να αξιοποιηθεί και να λάμψει όλος αυτός ο μοναδικός μελωδικός πλούτος.

Άλλωστε, αυτή υπήρξε η φυσική πορεία της μουσικής ιστορικά. Δηλαδή, πρωτοπαρουσιάστηκε σαν απλά τραγούδια και χοροί, σαν μελωδίες και ρυθμοί, που τα πήραν οι έντεχνοι συνθέτες και τους έδωσαν καινούριες φόρμες, βασισμένες σε νέες τεχνικές εσαεί εξελισσόμενες.

Ο Σούμπερτ, λ.χ„ ήταν διάσημος πιο πολύ για τα τραγούδια του παρά για τα συμφωνικά του έργα, τα περισσότερα και τα σημαντικότερα από τα οποία δεν πρόφτασε εξάλλου να τα ακούσει γιατί πέθανε νωρίς. Μόλις 29 ετών.

Βλέπουμε λοιπόν ότι στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, μεγάλοι συνθέτες όπως οι Μότσαρτ, Μπετόβεν, Σούμπερτ, Σούμαν, Μπραμς, παράλληλα με τα έργα μουσικής δωματίου, για ορχήστρα ή για όπερα, έγραψαν τραγούδια (στη Γερμανία τα ονομάζουν «Λίντερ»),

Στον αιώνα μας, με κορύφωση τις τελευταίες δεκαετίες, υπήρξε μια πλήρης όχι μόνο απομάκρυνση αλλά και αντίθεση ανάμεσα στο τραγούδι και στο συμφωνικό έργο. Η δική μου εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι στέρεψε η έμπνευση. Κι αυτή η στειρότητα μπορεί να κρυφτεί πίσω από βαρύγδουπες μουσικές κατασκευές, όχι όμως πίσω απ’ το τραγούδι. Γατί εκεί, στη δυνατότητα της γένεσης μιας πρωτογενούς μελωδίας, συνίσταται η αξία ή όχι οποιοσδήποτε μουσικού, οποιοσδήποτε σχολής.

Εγώ προσωπικά είχα την τύχη να ζήσω σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου άνθισε για μια περίοδο το τραγούδι. Τραγουδοποιός ο ίδιος αλλά παράλληλα και συνθέτης, τι πιο φυσικό απ’ το να θελήσω να εκφραστώ με τραγούδια αλλά και με συμφωνικά έργα. Βλέποντας τη βαθιά μουσική (και όχι μόνο) επίδραση των τραγουδιών μου στο σύνολο, θα έλεγα, του λαού μας, βάλθηκα απ’ τις αρχές του ’60 να γράψω συμφωνική μουσική που να βγαίνει μέσα απ’ τα τραγούδια μου και γενικότερα από τη μελωδική μας παράδοση. Έτσι συνέθεσα, λ.χ., το Άξιον Εστί.

Όπως ήταν φυσικό, από ένα σημείο και πέρα, όταν το τραγούδι -για χίλιους δυο λόγους- έπαψε να λειτουργεί σωστά μέσα στον λαό μας, παραιτήθηκα συνειδητά από τη διεκδίκηση μιας θέσης στην ενεργό τραγουδιστική πραγματικότητα, γιατί έπαψε να έχει οποιαδήποτε σχέση με εκείνο που γνωρίσαμε κάποτε ως ελληνικό τραγούδι. Εξάλλου, και η στάση του λαού άλλαξε απέναντι του. Αλίμονο αν πιστεύουμε πως ό,τι είναι ήχος είναι ταυτόχρονα και μουσική. Ή αν θεωρούμε πως αποτελεί τραγούδι ο,τιδήποτε τραγουδιέται απ’ τους οποιουσδήποτε.

Όμως αν αυτή η μαγική σχέση που κάποτε υπήρχε χάθηκε, σκεπάστηκε κάτω από τόνους ηχητικής στάχτης, αυτό δεν σημαίνει ότι σταμάτησε η δημιουργική προσπάθεια – τουλάχιστον απ’ την πλευρά μου. Ούτως ή άλλως, υπάρχουν πάντα κάποιοι ιδανικοί ακροατές στους οποίους απευθύνεται ο συνθέτης. Έτσι γεννιέται το νέο μουσικό έργο κι αυτό νομίζω πως μετράει σε τελική ανάλυση. Στην περίπτωσή μου κι αν όλα εξελίσσονταν ομαλά, χωρίς χούντες και μετα-χούντες, είμαι απόλυτα βέβαιος πως έργα όπως οι Συμφωνίες μου Τρίτη και Έβδομη, το Κατά Σαδδουκαίων, οι όπερές μου Κώστας Καρυωτάκης και Μήδεια θα είχαν απ’ την πρώτη στιγμή την ίδια βαθιά σχέση με τον λαό μας όπως είχε το Αξιόν Εστί, το Ένας Όμηρος ή το Canto General στην εποχή τους. Φυσικά, στην ουσία την έχουν… μόνο που ο λαός μας δεν το ξέρει ακόμα ή δεν του επιτρέπουν να το ξέρει. Το πρόβλημα για μένα είναι καθαρά… τεχνικό. Για να μην πω… πολιτικό. Αυτή η σημερινή εικόνα ενός λαού σε περίοδο άκρατου ευδαιμονισμού, μου φέρνει στη σκέψη έναν στίχο του Μιχάλη Κατσαρού, που αναφερόταν στον Μάγο Εσκαβάντε: «Ήταν τυφλός, όμως δεν το εγνώριζε κι έτσι ευτυχούσε…»

ΕΡ. Παρακολουθείτε τα «επιτεύγματα» του κακώς εννοουμένου εμπορικού τραγουδιού; Κάντε μας ένα σχόλιο τόσο για το «φιλολογικό» όσο και για το μουσικό του περιεχόμενο. Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας η μεγάλη απήχηση που έχει σε ένα μέρος του κοινού;

Μ.Θ. Νομίζω ότι κάπου μπερδεύουμε το ελληνικό κοινό με τους θαμώνες των νυχτερινών κέντρων ή τους αγοραστές δίσκων ή τους ακροατές-θεατές ειδικών εκπομπών. Κι αυτό γίνεται γιατί αυτό το ορισμένο κοινό κάνει μεγάλη φασαρία. Επιδεικνύεται, χαλάει λεφτά, συντηρεί ένα οικονομικό σύμπλεγμα με τεράστια συμφέροντα (νυχτερινά κέντρα, εταιρείες δίσκων, κοσμικές στήλες, διαφημίσεις), που με τη σειρά τους επιδεικνύουν αυτό το κοινό και το συντηρούν κερδίζοντας έτσι άπειρα χρήματα και αδιαφορώντας αν αυτό που προσφέρουν έχει τη σφραγίδα «υγειονομικής» υπηρεσίας. Αν μάλιστα αποδεικνύεται στην πράξη ότι ο καλός πελάτης στη βαθιά νύχτα του ευδαιμονισμού του βρίσκει πως «όσο πιο σάπιο τόσο πιο νόστιμο» είναι αυτό που του προσφέρεται, ποιος θα τους εμποδίσει;

Αν λοιπόν όλος αυτός ο φαύλος κύκλος των επιδεικνυομένων και επιδεικνυόντων αποκαλείται «ελληνικό κοινό», τότε οι Έλληνες θα πρέπει να είναι μετανάστες στη χώρα τους!

ΕΡ. Ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε από την ΕΡΤ το 1977 σχεδόν αηδιασμένος. Με την μέχρι τώρα εμπειρία που αποκτήσατε από τη συνεργασία σας με την ελληνική ραδιοτηλεόραση, πώς κρίνετε εσείς τα πράγματα; Παραμένει ελκυστική για σας η δραστηριότητα που αναπτύσσετε στον τομέα αυτόν;

Μ.Θ. Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, έχω παραιτηθεί από τη θέση του Γενικού Διευθυντή Μουσικών Συνόλων. Μπορώ όμως να μιλήσω για την ως τώρα ολιγόμηνη πείρα μου, που αποκτήθηκε κυρίως σε μια περίοδο έξαρσης των μουσικών και των χορωδών που, θέλοντας να σώσουν τα Μουσικά Σύνολα από κάποια προαποφασισθείσα διάλυση και συγχρόνως να δείξουν την αξία τους, δέχθηκαν να προσφέρουν επί πολλούς μήνες μονομερώς περισσότερες ώρες εργασίας απ’ όσες ήταν η συμβατική τους υποχρέωση. Δυστυχώς, οι εκλογές ήρθαν στη χειρότερη για μας στιγμή. Δηλαδή, τη στιγμή της υλοποίησης από την άλλη πλευρά (κυβερνητική και ΕΡΤ) των δύο βασικών υποχρεώσεών της:

α) την αύξηση αποδοχών με τη μορφή επιδομάτων και

β) τη μονιμότητα (οι έκτακτοι αποτελούν την πλειοφηφία του δυναμικού).

Με άλλα λόγια, τα Μουσικά Σύνολα κινδυνεύουν να βρεθούν και πάλι στο σημείο μηδέν από θεσμικής πλευράς. Διότι η αλήθεια είναι ότι η μονιμότητα εγκρίθηκε απ’ το τελευταίο Διοικητικό Συμβούλιο πριν από τις εκλογές. Όμως εμποδίστηκε στη συνέχεια η υλοποίησή της απ’ τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους των ίδιων των μουσικών, γιατί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επηρεάσει κομματικά! Τα δε επιδόματα σταμάτησαν κι αυτά, ενώ είχαν ουσιαστικά εγκριθεί, λόγω της ίδιας κοντόφθαλμης νοοτροπίας. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, υπάρχει το θετικό έργο που κατά γενική αναγνώριση επιτελέσαμε και μια πρωτοφανής πραγματικά μουσική εξόρμηση.

Όσο για μένα, τι να πω; Πιστεύω ότι όλα αυτά που ο λαός μας τα πληρώνει απ’ το υστέρημά του. Ορχήστρες, Λυρικές Σκηνές, Ραδιοφωνία, Μέγαρα, ό,τι τέλος πάντων έχει να κάνει με τη μουσική, έχουν μια ιδιαίτερη σχέση με οποιονδήποτε έχει προσφέρει στον τομέα αυτόν, άρα και με μένα που επί τόσες δεκαετίες ζυμώθηκα με τα μουσικά πράγματα της χώρας. Κάποιος που θεωρείται, μέσα κι έξω απ’ τη χώρα του, δεμένος τόσο στενά με την ελληνική μουσική δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται συνεχώς έξω από τα δημόσια μουσικά δρώμενα, που, επαναλαμβάνω, τα συντηρείτο υστέρημα του ελληνικού λαού. Όμως στην Ελλάδα ό,τι είναι φυσιολογικό και αυτονόητο σπάνια συμβαίνει. Γι’ αυτό, όταν με πρωτοβουλία των μουσικών της ΕΡΤ ανέλαβα να διαδραματίσω έναν ρόλο που θεωρώ ότι μου ανήκε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, ειλικρινά δεν το πίστεψα, μιας και ανήκω στους πολίτες μιας ειδικής κατηγορίας… Ας μην επεκταθώ όμως περισσότερο σ’ αυτό το θέμα. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι η μουσική μου μπορεί να μην είχε αυτή τη διεθνή απήχηση αν τα πράγματα ήταν πιο βολικά για μένα στη χώρα μου. Άλλωστε, ευτυχώς η μουσική είναι διεθνής γλώσσα και η ανθρώπινη καρδιά δεν έχει σύνορα.

ΕΡ. Όταν σήμερα διευθύνετε μια συναυλία, Αχ., το Άξιον Εστί, νιώθετε -υποθέτω- πίσω σας ένα ακροατήριο συγκινημένο. Ένα μέρος του κοινού αυτού αναπολεί το παρελθόν κι ένα άλλο (νεότερης ηλικίας) συγκινείται ίσως χωρίς να έχει αναμνήσεις. Πόσα άλλαξαν στη σχέση με το ακροατήριό σας ανάμεσα σε μια συναυλία του 1964 και σε μια σημερινή; Οι συναυλίες σας τότε ήταν διαμαρτυρία, ήταν μέρος του κοινωνικού αγώνα του οποίου ήσασταν ένας πρωταγωνιστής, ήταν μια πολιτική πράξη. Πολλοί σχολιάζουν, με σημασία, ότι και σήμερα είναι μια (άλλη) πολιτική πράξη. Τι απαντάτε;

Μ.Θ. Το Άξιον Εστί και η υποδοχή του απ’ το ελληνικό κοινό τριάντα χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση δίνει νομίζω μιαν ανάγλυφη απάντηση στα περί «κοινού». Υπάρχει κοινό και «κοινό». Και το δικό μου είναι πλατύ, βαθύ και ανεξάντλητο. Κάθε φορά που διευθύνω, νιώθω όπως λέτε στην πλάτη μου την ίδια μέθεξη. Η μυστική σχέση που με ενώνει με το κοινό ωριμάζει τόσο μέσα όσο κι έξω απ’ την Ελλάδα. Κι αυτό το αίσθημα μου δίνει φτερά. Τα τελευταία χρόνια, απ τη δεκαετία του 80 έως σήμερα, οι ρυθμοί της εργασίας μου είναι εξοντωτικοί, δεν υπάρχει μέρα που να έχω δουλέψει λιγότερο από πέντε ώρες στη μουσική μου. Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στην κορύφωση της ωριμότητας, γι’ αυτό θέλω να χαρίσω στους ανθρώπους μουσικά δώρα, που να τους εκφράζουν ολοκληρωτικά. Και είναι από σεβασμό, εκτίμηση και γνώση της ωριμότητας και των απαιτήσεων των ιδανικών ακροατών (που αποτελούν το άλας της σύγχρονης κοινωνίας, ακριβώς γιατί δεν φαίνονται σ’ αυτές τις εποχές τις σκεπασμένες με ψεύτικα ρούχα) που συνθέτω όσα έργα συνέθεσα σ’ αυτά τα τελευταία 15 χρόνια. Σας είπα και πιο πριν ότι η σχέση των έργων αυτών με τους σημερινούς Έλληνες είναι βαθιά. Όσοι τα ανακαλύπτουν το ξέρουν.

Όσο για την πολιτική πλευρά της μουσικής και των συναυλιών μου, θα σας έλεγα ότι αν με τον όρο «πολιτική» εννοείτε την καλυτέρευση ως και την αλλαγή της κοινωνίας, σήμερα περισσότερο από ποτέ η μουσική και γενικότερα η τέχνη είναι φορτωμένη με βαριές ευθύνες, γιατί είναι η μουσική και η τέχνη που καλούνται να δώσουν όχι μόνο την ιδανική αλλά και την άμεση κοινωνική και επομένως πολιτική λύση. Κι αυτό γιατί οι αλματώδεις εξελίξεις που επέφερε στις σύγχρονες κοινωνίες η τεχνολογική επανάσταση, οδήγησαν μέσα από βαθιές κοινωνικές αλλαγές σε μια νέα κορυφαία αντίθεση, που αυτή τη στιγμή έχει βασικά και κύρια πολιτιστικό χαρακτήρα.

Άλλωστε αυτοί οι στόχοι θα έπρεπε να είναι το περιεχόμενο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστερός. Για τον σκοπό αυτόν εδώ και χρόνια συμμετέχω ενεργά σε σεμινάρια, συνέδρια, συναντήσεις στην Ευρώπη και μπορώ να πω ότι οι προτάσεις μας σχετικά με τη μείωση του χρόνου εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο είναι πρωτοποριακές, από την άποψη ότι ενώ οι άλλοι -Λαφοντέν, Ροκάρ- τον αντιμετωπίζουν με καθαρά οικονομικά κριτήρια, εμείς τοποθετήσαμε εξαρχής τον ελεύθερο χρόνο ως προϋπόθεση για την τελείωση του ανθρώπου με την ενεργό συμμετοχή του στη δημιουργία ενός σύγχρονου πολιτισμού κατά το πρότυπο της κοινωνίας της Αθήνας του 4ου π.Χ. αιώνα. Στο βιβλίο μου Αντιμανιφέστο, που δημοσιεύθηκε αυτούσιο στη Frankfurter Rund­schau και σχολιάστηκε ευρύτατα, τονίζω μεταξύ άλλων ότι από δω και στο εξής Δημοκρατική Κοινωνία θα αποκαλείται εκείνη που προσφέρει περισσότερες «ανθρωπομονάδες» στους πολίτες της. Δεν μπορώ εδώ να εξηγήσω τι εννοώ με τη λέξη αυτή. Μόνο όχι οι ανθρωπομονάδες, που συνιστούν τη συνολική δυναμική του ανθρώπου -σωματική, ψυχική, διανοητική-, αναπτύσσονται αποκλειστικά σε κείνους που διαθέτουν πλούσιο ελεύθερο χρόνο. Έως σήμερα οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν οι εξαιρέσεις, μιας και ανήκαν σε νησίδες κοινωνικά προνομιούχων. Η άποψή μου είναι ότι η τεχνολογική επανάσταση μας προσφέρει ρεαλιστικές δυνατότητες να υψώσουμε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, κατ’ αρχήν της Ευρώπης, στο επίπεδο των προνομιούχων. Αν κάποτε οι πρίγκιπες -που είχαν το μονοπώλιο της πρόσβασης στην τέχνη και του «συνομιλητή» με τους δημιουργούς των έργων τέχνης και πολιτισμού- αποτελούσαν ελάχιστες μειοψηφίες, σήμερα υπάρχουν οι δυνατότητες να δημιουργήσουμε μια κοινωνία 300 εκατομμυρίων πριγκίπων! Δηλαδή, «συνομιλητών» με τους σύγχρονους δημιουργούς πνευματικών και καλλιτεχνικών έργων κατά το πρότυπο της αρχαίας Αθήνας, για τους πολίτες της οποίας δημιούργησαν -ή μάλλον συνδημιούργησαν μαζί τους- τα έργα τους οι μεγάλοι φιλόσοφοι, επιστήμονες και καλλιτέχνες εκείνης της εποχής. Το «μυστικό»; Ο πλούσιος ελεύθερος χρόνος που διέθεταν τότε στην Αθήνα, η οποία υπήρξε η πρώτη και η τελευταία κοινωνία της ιστορίας που απελευθερώθηκε ολοκληρωτικά γιατί, κατά τον Μαρξ, «βγήκε έξω απ’ τον κύκλο της παραγωγής».

ΕΡ. Σε γενικές γραμμές, το καλλιτεχνικό σας έργο βασίζεται στην ελληνική μουσική παράδοση. Πιστεύετε ότι ως δημιουργός έχετε ακόμη να αντλήσετε και άλλο, ανεκμετάλλευτο ίσως υλικό από τη δεξαμενή αυτή και να το επεξεργαστείτε προς άλλες κατευθύνσεις ή νομίζετε πως οι μέχρι τώρα προτάσεις σας για δημιουργική αφομοίωση του αρχέτυπου υλικού δεν έχουν ακόμη εξαντληθεί; (Γa παράδειγμα σας αναφέρω δύο διαφορετικές καλλιτεχνικές προτάσεις για την προσέγγιση της παραδοσιακής μουσικής από λογίους μουσικούς: η μία είναι εκείνη του Μανώλη Καλομοίρη και η άλλη του Μπέλα Μπάρτοκ).

Μ.Θ. Για μένα, οι δύο κορυφαίες προτάσεις στον τομέα της μουσικής σύνθεσης είναι εκείνες του Στραβίνσκι και του Σοστακόβιτς. Ίσως να με επηρέασαν περισσότερο απ’ τους άλλους, γιατί νομίζω ότι η προσωπική μουσική ρίζα και φόρτιση σε σχέση με τη μουσική δημοτική μας παράδοση συνταιριάζει με τη μουσική του πρώτου, ενώ σε σχέση με το δικό μου προσωπικό -υποκειμενικό, ψυχικό- ιδεολογικό κόσμο, βρίσκεται πιο κοντά στον δεύτερο.

Με πρώτο τον Μπετόβεν και στη συνέχεια περνώντας απ’ τον Σούμαν, τον Μπερλιόζ, τον Τσαϊκόφσκι, τον Μπραμς, γοητεύτηκα εξαρχής με τη φόρμα της συμφωνίας. Γεγονός που δείχνει ότι το υποκειμενικό στοιχείο μέσα μου είχε ανάγκη να εκφραστεί σε προσωπικό επίπεδο αγνοώντας τις εθνικές μουσικές ρίζες, το μουσικό φολκλόρ της πατρίδας μου. Γνωρίζοντας πόσο δύσκολο ήταν το εγχείρημά μου και όπως δεν είμαι απ’ αυτούς που οι Γάλλοι τους ονομάζουν brilliants, που λάμπουν, που πιάνουν γρήγορα πουλιά στον αέρα, μιας και για να καταλάβω κάτι θα πρέπει πρώτα να το σπουδάσω σχολαστικά, ρίχτηκα στη μελέτη των «ιερών» μουσικών κειμένων. Απ’ την άλλη πλευρά, η εποχή μου μού έβαζε συνεχώς προβλήματα συνειδησιακά, που απαιτούσαν συμμετοχή. Δηλαδή, το αντίθετο απ’ αυτό που είχα ανάγκη, την αναδίπλωση στον εαυτό μου για την καλλιέργεια με τη μάθηση, την άσκηση και ιη σύνθεση του υποκειμενικού-προσωπικού μουσικού μου κόσμου. Όμως η «συμμετοχή» με τη μορφή του προσωπικού ρίσκου, της προσφοράς, της θυσίας, ως ακόμα και της αντιμετώπισης του ίδιου του θανάτου, κατάλαβα πως ήσαν στοιχεία δοκιμασίας απαραίτητα για τη σωστή ωρίμανση του υποκειμενικού-προσωπικού. Αν διαβάσετε τους Δρόμους του Αρχάγγελου, θα διαπιστώσετε ότι οι δοκιμασίες στις οποίες υπέβαλα τον εαυτό μου, σε τελική ανάλυση, δεν έγιναν για τους άλλους -που απ’ την πρώτη στιγμή μού ήσαν εχθρικοί- αλλά για τον «ίδιον εμένανε». Γι’ αυτό άλλωστε γράφω το βιβλίο αυτό. Αν και αυτό που θα πω θα φανεί πολύ υπερβολικό, εντούτοις κατά βάθος δεν θυσιάστηκα παρά μόνο για τον ίδιο τον εαυτό μου. Γιατί εκείνος ζητούσε την τέλεια αισθητική -αρμονική- έκφραση μέσω της μουσικής. Μιας μουσικής απόλυτα προσωπικής, απόλυτα πρωτότυπης, που να αναδύεται μέσα από τα βάθη του τίποτα, για να δημιουργήσει ένα νέο μουσικό ηχητικό σύμπαν. Πίστεψα νωρίς στη συμπαντική αρμονία και στον υπέρτατο νόμο της, που άλλοι τον ονομάζουν Θεό. Είπα πως ο μοναδικός δρόμος λύτρωσης και ολοκλήρωσης περνά μέσα απ’ τη δυνατότητα να συγχρονιστείς με τον νόμο αυτόν. Και γι’ αυτό δεν υπάρχει παρά ένας τρόπος: η μάθηση, η άσκηση, η δημιουργία απ’ τη μια πλευρά και η δοκιμασία απ’ την άλλη, για να επαληθευτεί η ρήση του Μπετόβεν «Ο πόνος με ενώνει με τον Θεό».

Αυτή λοιπόν είναι η κύρια μουσική τάση μου. Που είχε καρπούς τα έργα μουσικής δωματίου της περιόδου ’40-’50: Την Πρώτη Συμφωνία (1948-52), το Ελεγείο και Θρήνος, τη Δεύτερη και Τρίτη Σουίτα για Ορχήστρα, τον Οιδίποδα τύραννο, την Αντιγόνη, το Κατά Σαδδουκαίων, τη Δεύτερη, Τρίτη, Τέταρτη και Έβδομη Συμφωνία μου, το Requiem, τον Κώστα Καρυωτάκη, τη Μήδεια και τώρα την Ηλέκτρα. Σημειώνω τα κυριότερα έργα μου, ανάμεσα στα οποία διακλαδώνονται τα τραγούδια μου. Δένονται μαζί τους τόσο που απαραιτήτως θα πάρω ένα μοτίβο από δω για να το βάλω εκεί έτσι ώστε, όταν κάποτε τελειώσω το έργο μου, να παραμείνει ένα μικρό ηχητικό σύμπαν ενιαίο, ένας ηχητικός κόσμος στη συχνότητα της συμπαντικής αρμονίας. Αν τα καταφέρω, αν πάρω τελικά επαφή με τον νόμο της συμπαντικής αρμονίας, τότε θα θεωρήσω ότι θα έχω λυτρωθεί. Όλα τα άλλα είναι για μένα δευτερεύοντα.

Στο Παρίσι γνωρίζω ουσιαστικά το ελληνικό φολκλόρ. Βρισκόμαστε στα 1954, πέντε μόλις χρόνια μετά την αποκάλυψη της μυστικής Κρήτης απ’ τον Θεριανό στα βουνά των Σφακιών. Αυτή η κρητική ρίζα, η διονυσιακή, με γονιμοποιεί για όσο διάστημα προσπαθώ σκάβοντας βαθιά μέσα μου να ανακαλύψω το εντελώς προσωπικό μουσικό στίγμα, προκειμένου να δημιουργήσω το δικό μου, το μοναδικό αρμονικό ηχητικό σύμπαν. Όμως ο Θεριανός με συμφιλιώνει με την κρητική μουσική. Όχι όλη, αλλά αυτή που οδηγεί μέσω της διονυσιακής έξαρσης στην αυτοκαταστροφή. Ο φυσικός πόνος με το ξέσκισμα της σάρκας ήταν το βασικό στοιχείο της λύτρωσης και, μέσω αυτής, της ταύτισης με τον νόμο της συμπαντικής αρμονίας.

Με όλες αυτές τις εμπειρίες και τις σκέψεις, συνθέτω την Πρώτη Σουίτα για Ορχήστρα και Πιάνο, το κατ’ εξοχήν διονυσιακό έργο μου, και πιστεύω πως απηχεί ένα κομμάτι της ψυχής της αληθινής Κρήτης. Του Διονύσου.

Πολύ αργότερα (1985), συνθέτω τον Διόνυσο και ανακαλύπτω τον ασίκικο, τον δικό του χορό, σε συνδυασμό με τους μουσικούς «δρόμους» (τις αρχαίες μουσικές κλίμακες), που ο ίδιος άλλωστε μας φέρνει και μας τους δωρίζει ύστερα από την περιπλάνησή του στην Ανατολή.

Όμως όλα αυτά τα αντικειμενικά μουσικά στοιχεία, τα παραδοσιακά, δεν τα χρησιμοποίησα παρά μόνο στην περίπτωση που έβγαιναν από μέσα μου. Ήταν δηλαδή στοιχεία που μου παραδόθηκαν. Αταβιστικά. Τα βυζαντινά, τα δημοτικά, τα κρητικά, τα λαϊκά, τα ανακάλυψα μέσα στις δικές μου μνήμες, όπως αποτυπώθηκαν στα κύτταρά μου, μαζί με τις ιδιομορφίες στα επίπεδα του νου, της ψυχής και του χαρακτήρα.

Αν δεν ήταν έτσι, δεν θα τα χρησιμοποιούσα γιατί θα με ξεστράτιζαν απ’ τον βασικό μουσικό μου άξονα που, όπως σας είπα, είναι υποκειμενικός-προσωπικός και αποτελεί το μοναδικό όργανο για να εκπληρώσω τον σκοπό για τον οποίο πιστεύω ότι μπορώ να δικαιολογήσω το πέρασμά μου απ’ αυτόν τον πεπερασμένο βιολογικά κόσμο.

 

Πηγή: Μίκης Θεοδωράκης, Μια ζωή δημιουργίας, ειδική έκδοση ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΗ, 2018

Back To Top