skip to Main Content

Ο Μίκης Θεοδωράκης στην αυτοβιογραφία του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» περιγράφει την γνωριμία του με την μετέπειτα γυναίκα του Μυρτώ[1].

Το έτος 1943 στην Γερμανική κατοχή, συναντιόταν και βεγγέριζαν δυο οικογένειες, η οικογένεια Θεοδωράκη του Μίκη και Αλτίνογλου της Μυρτώς, στην Νέα Σμύρνη στην Αθήνα όπου διέμεναν. Ο πατέρας του Μίκη συνήθιζε να πηγαίνει στην οικογένεια Αλτίνογλου για να ακούνε το BBC στο ραδιόφωνο.

«Ο κύριος Ηλίας Αλτίνογλου, γυμνασιάρχης, καθηγητής της φυσικής, είχε τρία κορίτσια, τη Στάσα, τη Μιμόζα και τη Μυρτώ, και άλλες δυο γυναίκες, τη Μαργαρίτα, σύζυγο, και την Ουρανία, πεθερά»…

«Όπως ήταν φυσικό, ακολούθησα κι εγώ τους δυο θείους μου σ’ αυτές τις επισκέψεις-βεγγέρες. Εκτός από τον κύριο Ηλία και τη γυναίκα του τη Μαργαρίτα, στο σπίτι υπήρχαν η μαμά της Μαργαρίτας, η Ουρανία, το γένος Βαρότση. Σμυρνιά, από τη Νάξο και με βενετσιάνικη καταγωγή τους κάντε ντε Βαρότσι. Και, φυσικά, οι τρεις κόρες, η Στάσα, η Μιμόζα και η Μυρτώ. Η πρώτη, οδοντογιατρός είχε το ιατρείο της στο μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού – εκεί που αργότερα θα ήταν το γραφείο μου, στην περίοδο της δεκαετίας του 60…»

Και συνεχίζει παρακάτω[2]:

«Η Μυρτώ είχε δώσει κι αυτή εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, για την Ιατρική. Έτσι, μια φθινοπωρινή μέρα του 43 συναντηθήκαμε πίσω από το Κεντρικό Πανεπιστήμιο, στην οδό Ακαδημίας. Σταθήκαμε και μιλούσαμε στη μέση του δρόμου. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που μιλούσα ελεύθερα στο δρόμο μ’ ένα κορίτσι της ηλικίας μου. Ήταν οργανωμένη στην ΕΠΟΝ της Νέας Σμύρνης, αλλά τώρα είχε περάσει στην οργάνωση της τάξης της, μαζί με το Βύρωνα Σάμιο, το Λεωνίδα Κύρκο και την Καλλισθένη Σμπαρούνη. Πολλές φορές το Αμφιθέατρο μεταβαλλότανε σε χώρο πραγματικής μάχης και ήθελε τότε να έχεις γερά κότσια να βγεις ανοιχτά και να υπερασπίσεις το ΕΑΜ, το ΚΚΕ η την ΕΠΟΝ. Όταν χωρίσαμε, ένα ευχάριστο αίσθημα έμεινε μέσα μου και πολλές φορές όταν πλάγιαζα πέρναγαν αστραπιαία από τη σκέψη μου οι λεπτομέρειες από κείνη τη συνάντηση. Στις βεγγέρες, στο σπίτι των Αλτίνογλου, που συνεχίζονταν πάντα, όμως λίγο πιο αραιά, αρχίσαμε να έχουμε την τάση να καθόμαστε παράμερα, εγώ και η Μυρτώ, για να συνεχίσουμε μόνοι μας τη συζήτηση. Μιλάγαμε έτσι με τις ώρες. Έμμεσα, στρέφαμε την κουβέντα στο συναισθηματικό. Εγώ αίφνης της μιλούσα για την ‘Έλλη, εκείνη για το Φαίδωνα. Άλλα, φυσικά, και τα γενικότερα θέματα μας απασχολούσαν πολύ. Κι εκεί διαφωνούσαμε πάντα. στο βάθος με δούλευε το κόμπλεξ του επαρχιώτη μπροστά στην καθαρότητα και δυναμικότητα της απελευθερωμένης Αθηναίας. Έτσι πέρασε ο χειμώνας.

Με το καλοκαίρι του 44 άρχισαν τα Σαββατοκύριακα οι ομαδικοί κάθοδοι προς τη θάλασσα, στο Καλαμάκι. Μερικοί ξεκινούσαν από το τέρμα Πατησίων με τα πόδια. Έφταναν στη Νέα Σμύρνη. Εκεί οι οικογένειές μας – Αλτίνογλου, Ισηγόνη και Θεοδωράκη – έμπαιναν κι αυτές στο καραβάνι. Όσο προχωρούσαμε προς την Άνω Νέα Σμύρνη, συνεχώς προσθέτονταν και νέες συντροφιές. Στο Βουρλοπόταμο, κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα, καμιά φορά φτάναμε στους εκατό. Στο Καλαμάκι, καταλαμβάναμε όλο το εξοχικό κέντρο και γεμίζαμε τα τραπέζια του με τα τρόφιμα και τα νερά που κουβαλούσαμε μαζί μας. Βάζαμε τα μαγιό και στη θάλασσα! το μεσημέρι ομαδικό γεύμα, τραγούδι, χορός με δίσκους από το γραμμόφωνο του κέντρου. Λίγη ανάπαυση. Το απόγιομα μπάνιο και κυρίως βαρκάδα. Και, προς το σούρουπο, ο δρόμος της επιστροφής. Συχνά Γερμανοί και Γερμανίδες κάνανε μπάνιο κοντά μας, χωρίς προβλήματα. Κολυμπούσαμε όλοι καλά και μακριά. Στη μικρή μας παρέα, Μυρτώ, Μιμόζα, εγώ και ένας δυο άλλοι φίλοι, μας άρεσε να πηγαίνουμε σε μια ξέρα, ανοιχτά από τα μπάνια του Έντεμ, που το λέγαμε το νησάκι. Εκεί στους γλιστερούς βράχους με τη θαλάσσια βλάστηση, ξαπλώναμε για ηλιοθεραπεία και κουβέντα.

Μια μέρα του Ιουλίου, καθώς γυρνούσαμε, παρατήρησα ότι είχαμε μείνει μόνοι, η Μυρτώ κι εγώ. Κολυμπούσαμε ο ένας πλάι στον άλλον. Ο ένας στραμμένος δεξιά, ο άλλος αριστερά. Βλεπόμαστε στα μάτια. και ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Φιληθήκαμε και αμέσως βουλιάξαμε. Ήπιαμε νερό. Βγήκαμε στην επιφάνεια διαφορετικοί απ’ ό,τι μπήκαμε. Φτάσαμε στις θαλασσινές σπηλιές, που ήταν πλάι στο Καλαμάκι, κι εκεί φιληθήκαμε άλλη μια φορά. Από πάνω μας ο πατέρας μου κοίταζε τη θάλασσα και φώναζε ανήσυχος: «Μίκη, Μυρτώ! Τρώμε». Γελάσαμε και τρέξαμε στο κοινό τραπέζι. την άλλη μέρα, Δευτέρα, πήγα στο σπίτι της να την πάρω να πάμε στη συναυλία της Κρατικής στο Ηρώδειο. Είχε βάλει ένα κάτασπρο φουστάνι που ταίριαζε με το σοκολατί χρώμα του θέρους.

Πήραμε το τραμ από την Καλλιθέα και κατεβήκαμε στου Μακρυγιάννη. Πόσο όμορφη ήταν αυτή η ανηφόρα στη Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Διαδρομή που θα την κάναμε στο μέλλον ταχτικά. Καθίσαμε στα βραχάκια και νιώσαμε την «Ποιμενική» να μας φέρνει ακόμα πιο κοντά. Σταθήκαμε για λίγο στου Φιλοπάππου και φιληθήκαμε κάτω από τα πεύκα, απέναντι ακριβώς από το σπίτι που καθόμαστε σήμερα. Γυρίσαμε στη Νέα Σμύρνη με τα πόδια. Αποφασίσαμε να είμαστε πάντα μαζί. Την άλλη μέρα έφυγα από το σπίτι μου. Ήμουν τόσο ερωτευμένος, που δεν μπορούσα να χωρέσω στους τέσσερις τοίχους.

Πήγα στη Μονή Πεντέλης – στην οδό Μητροπόλεως – και βρήκα το Γρηγόρη (Κωνσταντινόπουλο), του μιλούσα όλη τη νύχτα, και ως το πρωί κλαίγαμε μαζί, από την ευτυχία της αγάπης. Ξημερώματα σκαρφάλωσα πάνω από το θέατρο του Ηρώδου να χαράξω σ έναν αθάνατο το όνομα ΜΥΡΤΩ. Τότε ησύχασα λίγο και υποσχέθηκα στον εαυτό μου, ότι θα γράψω αυτό το αθάνατο όνομα παντού, σε γη, σε θάλασσες και ουρανό! Εκεί που βρίσκεται σήμερα το Υπουργείο Παιδείας, τότε ήταν ένα μοναστήρι – με εκκλησία και ξενώνες. Η Μονή Πεντέλης, έτσι ονομαζότανε. Πολλοί φίλοι από την Τρίπολη βρίσκανε εκεί μια πρώτη στέγη, έως ότου βολευτούνε καλύτερα. Κι αυτό χάρη στο Γρηγόρη που κατοικούσε μόνιμα κι έφερνε από την επαρχία ένα ένα τ’ αδέλφια του. Ο Γρηγόρης πάλι είχε αυτήν την τύχη, χάρη στον προσωπικό σοφέρ του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Σαν να μην έφταναν τα έξι παιδιά της, η μακαρίτισσα η μάνα του Γρηγόρη, πονόψυχη, ανάθρεψε μαζί της κι ένα ορφανό. Κι αυτός έγινε, αργότερα, όχι μόνο ο σοφέρ, αλλά και ο στενός έμπιστος του Αρχιεπισκόπου που τότε είχε μεγάλη δύναμη. Άλλωστε, αργότερα ο Τσώρτσιλ θα τον έκανε και Αντιβασιλέα. Πολλές φορές, όχι μόνο επισκεπτόμουν τη Μονή αλλά έμενα τα βράδια, όταν με τις συζητήσεις περνούσε η ώρα της ελεύθερης κυκλοφορίας.

Συναντιόμαστε με τη Μυρτώ τα μεσημέρια. Είχαμε βρει μια σχετικά έρημη βεράντα, στην πίσω μεριά της Ακαδημίας Αθηνών, μέσα στον κήπο, κι εκεί μασουλούσαμε τα σάντουιτς εκείνης της εποχής, θυμάμαι, μια μέρα που τρώγαμε, είχε στα πόδια της ένα τσουβάλι. «Τί είναι αυτό;» «Ένας σκελετός, από το τρίτο νεκροταφείο.» «Και που τον πας;» «Πρέπει να τον βράσω να φύγουν οι σάρκες…» Μακάβριο.

Οι ΕΠΟΝίτες της Νέας Σμύρνης ανακάλυψαν ότι στη Βουλιαγμένη οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει τις επαύλεις και τις κατέλαβαν. Μας είπαν να πάμε κι εμείς. Πήραμε το γκαζοζέν από τον Άγιο Γεώργιο Καρύτση και με το «Τέτοια μάτια γαλανά» και το «Δυο πράσινα μάτια», που ήταν τα σουξέ της εποχής, στοιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες, κούτσα κούτσα, φτάσαμε στο τέρμα. Εκεί μας περίμεναν τα αγόρια και τα κορίτσια της ΕΠΟΝ και μας οδήγησαν στις… βίλες μας. Τα πρωινά πηγαίναμε για μπάνιο στο Λαιμό, που τότε ήταν έρημος. Μετά το φαγητό και τη σιέστα, το απόγιομα, κατεβαίναμε στη Λίμνη Βουλιαγμένης. ‘Ύστερα από μια βδομάδα, στο γυρισμό το γκαζοζέν χάλασε στη Βούλα, κι από κει με τα πόδια στη Νέα Σμύρνη. Σιγά σιγά όμως ξεκόψαμε από τις παρέες. μας άρεσε να είμαστε μόνοι. Τις Κυριακές παίρναμε το λεωφορείο πάλι για τη Βουλιαγμένη κι από κει βαδίζαμε μέσα στη ζούγκλα από πεύκα, που ήταν τότε η ερημική περιοχή του Λαιμού. Βρίσκαμε λιμανάκια χωρίς ανθρώπινη ψυχή. Κάναμε μπάνιο. Τρώγαμε, ξαπλώναμε μέσα στις πρασινάδες και στα πεύκα. Άλλοτε, πηγαίναμε στην Πεντέλη. Ανηφορίζαμε το βουνό και κατασκηνώναμε ψηλά σε κανένα ξέφωτο. Η Μυρτώ έπαιρνε κονσέρβες από το σπίτι της. Εγώ ψωμάκι, από ωραίο κίτρινο καλαμπόκι, κοινώς λεγόμενη μπομπότα. Φτάσαμε ακόμα ως τη Σαλαμίνα. Παίρναμε τον ηλεκτρικό από την Καλλιθέα, στον Πειραιά το τραμ για το Πέραμα, κι εκεί ένα καϊκάκι η καραβάκι, δε θυμάμαι πιά, της γραμμής, που μας περνούσε στα Παλούκια. Μετά με τα πόδια ανεβαίναμε σ’ ένα βουνό πάνω από το Μούλκι. Τα ερωτικά μας στέκια ήταν ο λόφος του Φιλοπάππου και το Άλσος της Νέας Σμύρνης, όπου κάθε βράδυ γινόταν συνωστισμός από τα ζευγαράκια. Όταν δε βρίσκαμε θέση, πηγαίναμε στο κτήμα Παπαστράτου, στο Βουρλοπόταμο. Ένας ωραίος ρομαντικός περίπατος ήταν πάντα η Καστέλα, όπου φτάναμε με το τραμ. Εκεί, πάνω από το νησάκι, είχε ένα καφενείο που μπορούσες να καθίσεις όση ώρα ήθελες με μια βανίλια. Δεν είχαμε χρήματα παρά μόνο για δημόσια παγκάκια, πάρκα και κανένα καφενεδάκι.

1946, Απρ. Μίκης Θεοδωράκης & Μυρτώ Αλτίνογλου, Κατεβαίνοντας από την Ακρόπολη, μετά τον τραυματισμό στις 31.3.46, στην Ομόνοια

Σε ταβέρνα με τη Μυρτώ καθίσαμε για φαγητό μια και μοναδική φορά, στα 1948, λίγες μέρες πριν από την τελευταία σύλληψή μου. Όμως, σε ειδικές, εξαιρετικές συνθήκες – όπως θα δούμε. Με μια κούτα τσιγάρα είχαμε τα ναύλα μας για το τραμ, δυο εισιτήρια θεάτρου και δυο γλυκά με σταφίδα. Έτσι, πολύ συχνά, πηγαίναμε στα θέατρα, που τότε είχαν πολύ ανεβασμένη ποιότητα.

Όπως, λ.χ., η Κοτοπούλη, η Κατερίνα Ανδρεάδη, το Θέατρο Τέχνης, παρακολουθήσαμε ολόκληρο το φεστιβάλ Ίψεν, η Μανωλίδου, ο Αρώνης, ο Παπάς, ο Λογοθετίδης, ο Αργυρόπουλος κ.ά. Φυσικά, μας άρεσε πολύ και ο κινηματογράφος, που επί Γερμανών έπαιζε μόνο γερμανικά φιλμ και επί Άγγλων αμερικάνικα. Πιο πολύ απ’ όλα όμως, νομίζω, μας άρεσε να σεργιανίζουμε μέσα στην ίδια την Αθήνα, που έτσι τη μάθαμε απ’ έξω κι ανακατωτά. Μικρά καφενεία στα Εξάρχεια, γύρω από το Σύνταγμα, στην Κλαυθμώνος, στην Πλάκα και προς το Λυκαβηττό, ήταν πάντα γιομάτα από νέους και νέες, σαν κι εμάς…»


Το σύνολο της ερωτικής μου ποίησης -λέει ο Μίκης[3] είναι εμπνευσμένο και αφιερωμένο στη Μυρτώ. «Όλη η σκέψη μου είναι ένα ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς κρεμασμένο στο παράθυρο σου.» Έτσι αρχίζει το «ΕΡΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ». «Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες μυστικές ανταύγειες – κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη στο όνειρο της ζωής σου (…) Και μην ξυπνήσεις. δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσεις τίποτα πιότερο Απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις – αφού κι ο πόνος ακόμα, που σημαδεύει μ’ ένα άστρο το σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκε τον εαυτό του – και γίνηκε, ως κι αυτός, απόψε χαρά!».

Ερωτικό τραγούδι

Όλη η Σκέψη μου είναι έν’ ανθισμένο κλωνάρι αμυγδαλιάς

κρεμασμένο στο παράθυρό σου.

Η φωνή μου σου μιλά με χίλια χρώματα και με χίλιες

μυστικές ανταύγειες, κι όμως εσύ μένεις βυθισμένη

το όνειρο της ζωής σου που ιλαρύνεται

από μια φλόγα ευδαιμονίας.

(Κοίταξε τα φεγγάρια που λιώνουνε μες στα δάκρυα

κοίταξε τα δάκρυα που φλογίζουνε σαν αστέρια

κοίταξε τ’ αστέρια που μοιάζουν με τις αμέτρητες

ελπίδες των καρδιών που η άρνηση της

ζωής τους αποκάλυψε το πεπρωμένο!)

Και μην ξυπνήσεις! Δε θα ‘χεις εδώ να γνωρίσεις

τίποτα πιότερο απ’ ό,τι ήδη γνωρίζεις, αφού κι ο

πόνος ακόμα που σημαδεύει μ’ ένα άστρο

το σκεφτικό μέτωπο της ζωής, αρνήθηκε

τον εαυτό του και γίνηκε ως κι αυτός απόψε

χαρά !

Το Μάρτη του 1945, ανάμεσα σ ένα λιντσάρισμα στο Πανεπιστήμιο και μια φυλάκιση στην Καλλιθέα, έχω το κουράγιο ο αθεόφοβος να γράφω στο ποίημα «ΜΥΡΤΩ», αυτούς τους στίχους: «Είναι ακατανόητο κι όμως αληθινό, αγαπημένη, πως το σύμπαν ολάκερο κι ολάκερος ο Θεός – χωρούν στο φιλί που μού δίνουν τα υγρά σου χείλη!»

Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειρο

Εκείνο που μας ενώνει με το Άπειρο

και που δίνει στη Σκέψη τη δύναμη να τραγουδήσει

είν’ η εντύπωση που γεννιέται

απ’ τη διείσδυση μιας ψυχής σε μιαν άλλην.

Ας σμίξουν λοιπόν τα αισθήματα

δίχως υποκρισία και ντροπή,

κι ας κυλιστούν

πάνω στην υγρή χλόη της ‘Ανοιξης.

Υπάρχει ένα βαθύ μυστήριο

στην ένωση τούτη

που συγκλονίζει τα ρωμαλέα σώματα

και που δίνει το μέτρο του μεγαλείου της Δημιουργίας!

Είναι ακατανόητο κι όμως αληθινό αγαπημένη,

πως το Σύμπαν ολάκερο κι ολάκερος ο θεός

χωρούν στο φιλί που μου δίνουν τα υγρά σου χείλη !

 

1943, Η Μυρτώ Θεοδωράκη τελειόφοιτος Γυμνασίου

Και μια περιγραφή για την γνωριμία τους από το φίλο της Μυρτώς Βύρωνα Σάμιο. Εδώ:> «Ο φίλος μου ο Μίκης» https://mikisguide.gr/diethnes-synedrio-mikis-theodorakis/vyron-samios/

Υποσημειώσεις

[1] Θεοδωράκης Μίκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, τόμ.2ος, Εκδ. Κέδρος, 1986 σελ. 12-15 (επανέκδοση 2009 τομ.1ος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)

[2] Ο.π. σελ. 23-27

[3] Ο.π. σελ. 64

Back To Top