skip to Main Content

Διάφορα κείμενα και σημειώσεις του Μ.Θ. από το βιβλίο του: Θεοδωράκης Μίκης, Πολιτικά, Θεωρία και Πράξη, τομ.Γ’ Εκδ. εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 2019, σελ. 331-380

Ο καλλιτέχνης και ο άνθρωπος

Παρίσι, Δεκέμβριος 1960

Με την κρατική απαγόρευση του μουσικού μου έργου, η θέση, το νόημα και το αληθινό περιεχόμενο της μουσικής μου παίρνουν νέο χαρακτήρα, νέα σημασία. Αυτή είναι η θετική πλευρά του εξοστρακισμού μου. Η αρνητική είναι τόσο φανερή που θα ’ταν περιττό να προσθέσω έστω και μία λέξη.

Όμως, θα ’πρεπε να τονίσω πως οι συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης μπορεί να είναι τρομακτικές για την ομαλή λειτουργία της δημοκρατίας σε μία ελεύθερη χώρα. Από τη στιγμή που οποιαδήποτε εξουσία συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι μπορεί ατιμώρητα να πνίγει την πνευματική και καλλιτεχνική εργασία, ποδοπατώντας περιφρονητικά το δημόσιο αίσθημα, οι δρόμοι πια είναι ανοιχτοί για οποιαδήποτε περιπέτεια.

Όσο για το πρακτικό αποτέλεσμα αυτής της απαγόρευσης, της απεγνωσμένης και σπασμωδικής, η έλλειψη εκτίμησης της αντικειμενικής πραγματικότητας, καθώς και η απίστευτη απουσία οιασδήποτε ιστορικής ενημερότητας δεν μπορεί παρά να οδηγήσουν σε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα απ’ όσα υπολογίζουν σε σχέση με την ευαισθησία του κοινού.

Διακηρύσσω το δικαίωμα να έχω τη γνώμη, τις σκέψεις και τις ιδέες που μου αναγνωρίζει το Σύνταγμα των Ελλήνων, όσες μπορώ να έχω, καθώς και το δικαίωμα που μου εξασφαλίζει να τις εκφράζω και να τις υπερασπίζομαι δημόσια.

Διακηρύσσω επίσης πως οι πιέσεις, οι απαγορεύσεις και οι εξοστρακισμοί δεν μπορούν παρά να πολλαπλασιάσουν τα καθήκοντά μου, που συνοψίζονται ως εξής: πίστη και αγάπη για το ιδεώδες της ελληνικής μουσικής• πίστη και αγάπη για τα ελληνικά και ανθρώπινα ιδανικά, για την τιμή και την αξιοπρέπεια του καλλιτέχνη και του ανθρώπου.


Η ευθύνη: τέχνη και πολιτική

Κρήτη, καλοκαίρι 1964

Η ολοκλήρωση της δημιουργίας του Άξιον Εστί, με τη φωνοληψία του έργου, οροθετεί την παρουσία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής. Το Άξιον Εστί συνοψίζει σε μία μόνο κορύφωση όλες μου τις σκέψεις, τις προθέσεις και τις απόπειρες όσον αφορά τη δημιουργία ενός νεοελληνικού λαϊκού μουσικού έργου.

Αυτό γεννά ένα απέραντο κενό μέσα μου• ένα δημιουργικό χάος που με καλεί σε μια απ’ αυτές τις ηδονικές πτώσεις που έχουν τη γεύση της καταστροφής, καθώς μας οδηγούν σε νέες μορφές ζωής. Καιρός λοιπόν για περιπέτειες μέσα στον παρθένο χώρο των ήχων και των αινιγματικών νοημάτων.

Η μουσική ζωή του δημιουργού περνά απαρατήρητη μέσα στην αδιάφορη περιέργεια του αδηφάγου κοινού. Όλοι ζητούν να με εξηγήσουν με μέτρα πεζά και κοινότοπα. Λείπει η φαντασία. Όμως λείπει προπάντων το πάθος και η αγάπη για τους κλυδωνισμούς και τα τραύματα μιας ευαισθησίας που από την πληγή της, αντί για αίμα, ρέει το έργο τέχνης.

Με κατηγόρησαν και με κατηγορούν για τη βουλευτική μου ιδιότητα. Ξεχνούν οι ίδιοι που με κατηγορούν πόσο ταυτίστηκαν άλλοτε μαζί μου στις ώρες της επιστροφής στις ρίζες της φυλής, με τη μορφή των σκληρών ήχων και των καίριων λέξεων. Κάνω λάθος; Δεν νιώθω ίσως καλά αυτή την ταύτιση; Ζω μέσα σε αυταπάτη;

Πάντως σας βεβαιώ πως δέχτηκα να μπω στην αίθουσα των «τριακοσίων πατέρων» του Έθνους σαν ένα κλαδί από πεύκο ή σαν ένα κομμάτι από βράχο. Σαν τη «μνήμη του λαού μου»• και την ελπίδα για ένα δίκαιο αύριο.

Ανήκω στην ΕΔΑ από πίστη στους νεκρούς και από φόβο για τους ζωντανούς. Ζήσαμε μαζί σε ώρες καίριες. Τι έχει απομείνει; Η εγκεφαλική παντοκρατορία των «αρχών». Όμως η ψυχή υποφέρει. Η ζωή μας ζύμωσε βαθιά βαθιά. Οι χαρακτήρες συγκρούονται, οι ευαισθησίες διαφέρουν, οι ψυχές, πολλές φορές, πάνε να σπάσουν. Κι όμως, το κανάλι των «αρχών» είναι βαθύ. Μας χωρά όλους. Και νεκρούς και ζωντανούς, και ημίνεκρους και ημίζώντανους. Είμαστε τα τέρατα του «πιστεύω» και του «πρέπει».

Πόσο θα πρέπει να μας θαυμάσει η ιστορία όταν βάζουμε την ψυχή μας πάνω σε δεκανίκια για να μείνουμε πιστοί και ακλόνητοι. Κι ακόμα πιο πολύ αυτοί που είδαν σωστά, που βλέπουν σωστά. Δηλαδή αυτοί που μπορούν να δουν πίσω από την κορυφή του λόφου. Είναι λίγοι. Είναι καλοί. Και πρέπει να αυτοκτονήσουν σαν τον Μαγιακόφσκι ή σαν τον Άρη.

Δεν έχω ακόμα αυτοκτονήσει. Ίσως γιατί δεν βλέπω ακόμα τόσο μακριά. Νιώθω όμως ότι όσο μπαίνει μέσα στον λαό τόσο η όρασή μου οξύνεται. Και τότε τι θα γίνει;

Στη Βουλή πρωτοπήγα από καθήκον. Τώρα πηγαίνω από περιέργεια. Μεθαύριο ίσως δεν θα πηγαίνω καθόλου. Η ευθύνη, βλέπετε, μυρίζει σαν θυμάρι. Δεν μπορείς να μην το νιώσεις. Και στη Βουλή λειτουργεί θαυμάσια το ερκοντίσιον. Κάθε λέξη αληθινή, ουσιαστική, νιώθεις πως θα ηχήσει εκεί μέσα παράφωνα. Η συμφωνία είναι εκεί κακόφωνη. Ο λαός πιάνει την ψυχή του με τα δυο του χέρια και μας την προσφέρει. Η ευθύνη ευωδιάζει σαν θυμάρι, και η ψυχή το ίδιο. Όχι, δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι για τέτοιες σοβαρές δουλειές. Ο λαός είναι γίγας και εμείς μυρμήγκια. «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή». Τότε θα πρέπει να παραιτηθώ; Ίσως!

Απ’ όλους τους ανθρώπους, όσους έζησαν, θαυμάζω πιο πολύ τον Λένιν. Ο Λένιν ήταν οραματιστής, ήταν ποιητής. Ήταν ένας πολιτικός στην ανώτατη εκδοχή του όρου. Δηλαδή ποιητής.

Ας πάρουν το παράδειγμά του οι πνευματικοί μας άνθρωποι κι ας πιστέψουν με πάθος στη δύναμή τους. Ο Άνθρωπος και η Ελλάδα δεν είναι δουλειά λίγων πονηρών μυστικοσυμβούλων και «εθνικών» μεσαζόντων. Αυτός που κλείνει με οδύνη στην ψυχή του την Ελλάδα και τον άνθρωπο, αυτός είναι άξιος και των δύο.

Ας σκεφτούν πως ο χρόνος προχωρεί τώρα με τους ρυθμούς των δορυφόρων και η αγωνία του λαού μας φουσκώνει σαν την κοιλιά του ψόφιου ζώου. Δεν υπάρχει καιρός. Δεν υπάρχουν σωτήρες. Η υπόθεσή μας στα χέρια μας.

Η ευκολία του θανάτου με τρομάζει. Και με προκαλεί. Κάποιος νεκρός όντας νεκρός μου ’σφίξε το χέρι. Θέλω να πω ότι οπωσδήποτε αντιμετωπίζω τα γεγονότα και τους ανθρώπους υπό νέο πρίσμα. Κατά συνέπεια, αλλάζω κι εγώ μπροστά στα χιλιάδες ατομικά πρίσματα που με παρακολουθούν και με κρίνουν.

Με εκνευρίζει η ρηχότητα των συμπερασμάτων. Η οξύτητα της κριτικής, αντίθετα, με οξύνει. Θα δικαιωθώ οπωσδήποτε. Όμως ζούμε στην Ελλάδα. Γι’ αυτό οφείλω πρώτα να πεθάνω…

Η αλήθεια είναι ένα μέγεθος. Η ειλικρίνεια είναι ένα μέγεθος. Το θάρρος για την αλήθεια και την ειλικρίνεια μπορεί να σε οδηγήσει κάποτε μακριά από τους ανθρώπους. Γιατί υπάρχει αυτή η φοβερή αντίφαση. Σε οδηγούν με κλαδιά και σημαίες, ώστε να βάλεις το χέρι του «επί τον τύπον των ήλων». Και μόλις το βάλεις, όλοι σε κοιτούν με απορία σαν να μην καταλαβαίνουν τι έκανες.


Το ξεκίνημα: η Πρώτη Συμφωνία και η Πρώτη Σουίτα

Όταν αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια, θυμάμαι πως η σχέση μου με τη μουσική υπήρξε μαρτυρική. Κι αυτό γιατί, ενώ για κάθε άλλη παιδική ανησυχία, προβληματισμό και ορόσημο υπήρχε πάντοτε μια απάντηση, πληροφορία ή εξήγηση ακόμα και κακή, εν τούτοις για τη μουσική όπως την ακούγαμε στην επαρχία, είτε στη φιλαρμονική, είτε στις χορωδίες, είτε στους κινηματογράφους, δεν υπήρχε ούτε καν ερώτημα. Τόσο απίθανο και ξένο ήταν, τουλάχιστον στο περιβάλλον μου, το λειτούργημά της. Θυμάμαι πως οι έντεχνοι ήχοι, βγαλμένοι στην τύχη σε μια πρόβα της Φιλαρμονικής του Δήμου Αργοστολιού, με καθήλωσαν για ώρες στη μέση του δρόμου, δίχως να μπορώ να σκεφτώ και, ακόμα περισσότερο, να εξηγήσω τι μου συμβαίνει.

Η θέα ενός πιάνου από τα ελάχιστα της μικρής επαρχιακής πόλης με αναστάτωνε σε ασυνήθιστο βαθμό για τα μέτρα των γνωστών παιδικών αντιδράσεων, ώστε αργότερα στην έκτη δημοτικού οι γονείς μου από μόνοι τους μου χάρισαν κάποια Πρωτοχρονιά ένα βιολί. Αυτό ήταν ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το πιο σημαντικό γεγονός της ζωής μου.

Με το βιολί όμως μεταπήδησα οριστικά από τη μαρτυρική περιοχή της άγνοιας στη μαρτυρική εποχή μιας μαθητείας χωρίς δάσκαλο και οδηγό. Ο καθηγητής του βιολιού στην Πάτρα μου χάριζε για κάθε φάλτσα νότα μια σωστή «χαρακιά», ώσπου στο τέλος τα μαθήματα για μένα κατάντησαν πιο πολύ μία προσπάθεια να αποφύγω τις «χαρακιές» παρά να μάθω τις νότες. Έτσι από πολύ νωρίς δεν είχα άλλο δάσκαλο εκτός από τον εαυτό μου.

Στον Πύργο της Ηλείας, όπου βρεθήκαμε μετά την Πάτρα, στα 1939, μόνο στο άκουσμα της λέξης «ωδείο» καταλαμβανόμουν από ρίγη και αναγκαστικά πια κλεισμένος για χρόνια στο δωμάτιό μου συγκεκριμένα πέντε χρόνια μπορώ να πω ότι ανακάλυψα την πρώτη, τη βασική τεχνική της μουσικής, νότα τη νότα και κλίμακα την κλίμακα. Σας βεβαιώνω ότι αυτή μου η αυτομαθητεία υπήρξε ηδονική σαν τους συγκλονιστικούς έρωτες της εφηβείας, όπου η μεγέθυνση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων -εμψυχώνουσα αυταπάτη- μου χάριζε μια γεύση ευφορίας που δεν ξανάβρα ούτε θα ξαναβρώ ποτέ.

Όμως τι χαμένος καιρός, πόση σπαταλημένη δύναμη, πόσοι διαφυγόντες χυμοί. Αν εκείνη τη μοιραία στιγμή που με αγκαλιά ένα βιολί χτυπούσα την πόρτα της μουσικής μού άνοιγε ένας αληθινός δάσκαλος, θα ήμουν σήμερα ωριμότερος κατά είκοσι έτη μουσικής εμπειρίας, σοφίας και πορείας, μέσα σε μια άγνωστη και ανεξερεύνητη περιοχή από άγνωστους ήχους.

Αυτό τον αληθινό δάσκαλο τον βρήκα στα 1943 περνώντας την πόρτα του Ωδείου Αθηνών. Ονομαζόταν Φιλοκτήτης Οικονομίδης. Και μου είπε: «Κάτσε σ’ αυτή την καρέκλα. Πάρε γόμα και σβήσε ό,τι έμαθες, αρχίζουμε από το μηδέν».

Δεν υπάρχει, νομίζω, για έναν μουσικό, βαθύτερο, ηδονικότερο, δυνατότερο συναίσθημα από τη στιγμή που ανακαλύπτει τη μουσική. Αυτές οι στιγμές είχαν τα μαγικά ονόματα του Μπαχ, του Χέντελ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν, του Μπερλιόζ, του Βάγκνερ… Μια απέραντη χαρά και ευγνωμοσύνη για ό,τι μας χάρισαν. Και μια δίψα ανελέητη να μάθουμε τη γλώσσα τους, να βρούμε τα κλειδιά για να ανοίξουμε τους μουσικούς δρόμους των ήχων, φωτισμένους από ξανθές συγχορδίες και μαιανδρικές γραμμές από μελωδίες, σε ατελεύτητους εναγκαλισμούς γεμάτους σοφία και αίσθημα.

Δεν μετάνιωσα ποτέ γι’ αυτό το ταξίδι και γι’ αυτόν τον καπετάνιο, τον Οικονομίδη- ταξίδι που δεν διακόπηκε ούτε για μια στιγμή, μολονότι βρέθηκα στις πιο απίθανες καταστάσεις, περιπτώσεις και συνθήκες. Η πορεία μου αυτή υπήρξε διαρκής και σταθερά, αλλά και τόσο απομακρυσμένη από την ελληνική μουσική πραγματικότητα.

Κι έτσι αρχίζει η καινούρια αγωνία του Έλληνα συνθέτη, που καλείται να διαλέξει ανάμεσα σε μια πάνοπλη και ανθούσα ευρωπαϊκή μουσική τεχνική και παράδοση και ένα δυνατό, πλούσιο, χυμώδες, αλλά πρωτογενές νεοελληνικό μουσικό υλικό. Γι’ αυτό εξακολουθώ πάντοτε να πιστεύω ότι η έντεχνη ελληνική μουσική βρίσκεται στο έτος μηδέν.

Την Πρώτη Συμφωνία μου άρχισα να τη σχεδιάζω στα 1948. Από τα 1945 κιόλας είχα γράψει το πρώτο μου έργο, «Το πανηγύρι της Ασή- Γωνιάς», όπου δοκίμασα για πρώτη φορά τα ορχηστρικά μου όπλα. Όμως το έργο αυτό δεν έμελλε να παιχτεί παρά πέντε χρόνια αργότερα, στις 5 Μαΐου 1950 – το πέντε έχει πάντα σημασία στη ζωή μου. Κι έτσι έπρεπε όλον αυτό τον καιρό να υπολογίζω μονάχα με τη φαντασία μου στα ατελείωτα κοντσέρτα που διηύθυνα με τον νου μου στις ώρες της ημιεγρήγορσης την ορθότητα των αντιστικτικών και ορχηστρικών συνδυασμών.

Βάζοντας στο χαρτί τις πρώτες ιδέες, τα πρώτα σχέδια της συμφωνίας μου, αρχικά έδινα διέξοδο στα συναισθήματα και στις ιδέες που με γέμιζαν εκείνη την εποχή.

Το αίσθημα της διαμαρτυρίας και του πόνου από μια νεότητα που, πιο πολύ για υποκειμενικούς παρά για αντικειμενικούς λόγους, μ’ έπνιγε μέσα σ’ ένα αδιέξοδο ήρθε να δυναμωθεί από την οδυνηρή εμπειρία των γεγονότων της Κατοχής και όσων ακολούθησαν. Αν υπήρχε η γεύση της ελπίδας σ’ αυτή τη μουσική, σ’ αυτές τις μελωδίες, στους ρυθμούς και στα χρώματα, αν σ’ αυτό τον σκοτεινό τοίχο υπήρχαν ανοίγματα, αυτό ήταν έργο περισσότερο της φιλοσοφικής και ιδεολογικής πίστης μου στον άνθρωπο και στο μέλλον του παρά αποτέλεσμα βιολογικό όσο βιολογικό φαινόμενο μπορεί να είναι η χαρά και η ελπίδα.

Τι θέση είχε η Ελλάδα σ’ αυτόν τον ηχητικό κόσμο; Την Ελλάδα την αντιμετώπιζα περισσότερο σαν μια ιδεολογική ενότητα, ανασκαμμένη από τη νεότερη ιστορία της, κατοικημένη από έναν μάρτυρα λαό σταυρωμένο εν ονόματι της λύτρωσης και της ελευθερίας της ανθρωπότητας παρά σαν έναν συγκεκριμένο μουσικό χώρο.

Η ενεργός συμμετοχή μου στα εθνικά γεγονότα από την Αλβανία κι εδώ με είχε πλουτίσει με ένα ασάλευτο αίσθημα υπερηφάνειας, πίστης και πεποίθησης πως οι τότε σχέσεις μας με την ελληνική συνείδηση της ιστορίας μας ανύψωσαν μεμιάς, από την ταπεινή σειρά των ανυπολόγιστων στην πρώτη έπαλξη του αγώνα για την ελευθερία του ανθρώπου.

Αυτό το ισχυρό αίσθημα υπεροχής δεν μ’ εγκατέλειψε ούτε μια στιγμή. Και νομίζω ότι η συγκεκριμένη ανάλυση των ιστορικών γεγονότων επιβεβαιώνει σαφώς τη θέση αυτή. Σήμερα ακόμα είμαι πεπεισμένος ότι δεν μας λείπει παρά το θαύμα της εθνικής ενότητας για να προχωρήσουμε γρήγορα στην πρωτοπορία της ανθρωπότητας. Κι αυτό γιατί ίσως όλο αυτό το μαρτυρολόγιο που μας συνοδεύει μέσα από τους αιώνες έπλασε αυτή την πολύτιμη πνευματική, ψυχική και ηθική μονάδα: τον Έλληνα.

Αυτό είναι το πρώτο φόντο της Πρώτης Συμφωνίας μου.

Τα πρώτα σχέδια, θυμάμαι, τα έκανα το 1948 στο χωριό Δάφνη, στο νησί του Ικάρου. Εκεί μια νύχτα, μαζί με τους πρώτους ίσκιους που μας έστελνε το δυτικό Αιγαίο, μας ήρθε και η είδηση για τον θάνατο του ανθυπολοχαγού Μάκη Καρλή από νάρκη, κάπου έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο αγαπημένος μου παιδικός φίλος, ο πρώτος μεγάλος μου φίλος εξαφανίστηκε, διαλύθηκε, σκορπίστηκε σαν ψιλή βροχή από σάρκες και αίμα πάνω στον μακεδονικό κάμπο.

Το ίδιο βράδυ εγώ ο παθολογικά δειλός στο σκοτάδι τριγυρνούσα στην τύχη ανάμεσα στις ελιές της Μεσαριάς, συντροφιά με τα φαντάσματα της νύχτας του Ιουλίου, γιατί αισθανόμουν μιαν απέραντη ντροπή να γδυθώ και να πέσω στο ξύλινο κρεβάτι μου ζωντανός, ζεστός, ακέραιος, να αναπαυτώ, να ονειρευτώ, να ξυπνήσω και να πεινώ. Σαν ύστατη λύτρωση μπροστά σ’ αυτά τα άδικα ερωτήματα, στα οποία η μοίρα του ανθρώπου, και αν ακόμα υπάρχει, δεν δίνει απόκριση, ήρθε μαζί με τα χαράματα και η λειτουργία της μουσικής. Νομίζω ότι ουσιαστικά εκείνη τη νύχτα χαράχτηκε στο υποσυνείδητό μου το μεγαλύτερο μέρος του έργου.

Τον Βασίλη Ζάννο τον είχα συναντήσει το 1944 στο Παλιό Φάληρο  μια τρομερή μέρα που δεν χωράει να μπει στο σημερινό μου σημείωμα, μα τον γνώρισα πολύ καλά το 1947 στην Ικαρία.

Εκείνη την εποχή είχα σχεδιάσει τα περισσότερα μέρη ενός συμφωνικού μου έργου, που αργότερα έγινε γνωστό με τον τίτλο Ελληνική Αποκριά ή Καρναβάλι, και θυμάμαι πώς πήρα τον Βασίλη παράμερα, κάτσαμε στο πεζούλι της εκκλησίας του Χριστού -χωριό της Ικαρίας- και του τα τραγούδησα ένα ένα. Σηκώθηκε και με φίλησε από χαρά, και από τότε χαθήκαμε.

Τώρα, δυο μέρες ύστερα από τον χαμό του Καρλή, μάθαμε και το δικό του τέλος. Ο Βασίλης Ζάννος εκτελέστηκε το 1948 ύστερα από απόφαση του Στρατοδικείου Αθηνών. Η συμφορά μου ήταν αμέτρητη, γιατί ο θαυμασμός μου για τον Ζάννο ήταν ανυπολόγιστος, γιατί τον είχα παραδεχτεί για καλύτερό μου, και αυτό είναι πολύ δύσκολο όταν είσαι είκοσι δύο ετών και εγωιστής.

Αν και σε αντίμαχα στρατόπεδα, ο Μάκης και ο Βασίλης έδιναν, στη σκέψη μου, τα χέρια, γίνονταν φίλοι και οσιομάρτυρες της ίδιας μεγάλης ιδέας, της Ελλάδας, που έχανε τα καλύτερα παιδιά της, ανήμπορη και βαρυπενθούσα.

Η ιδέα της διαμαρτυρίας κυριαρχεί στο πρώτο μέρος της συμφωνίας μου. Η μουσική μου γλώσσα είχε αρκετά ακονιστεί, ώστε να έχει το δικαίωμα να περνά μέσ’ από τη γλώσσα των άλλων και να πλουτίζεται δίχως να χάνει το βάθος και την προσωπικότητά της όμως, και αν ακόμα στο πέρασμα παρασύρει στοιχεία ξένα δίχως να τ’ αφομοιώσει, και πάλι η κίνηση αυτή επιβάλλεται, πρώτον, για να λάβουμε υπόψη μας και την τελευταία θετική εισφορά στο οικοδόμημα της μουσικής τέχνης και να μην πέσουμε σε περιττές επαναλήψεις, και, δεύτερον, για να επιβεβαιώσουμε την αυθεντικότητα της δικής μας συνεισφοράς.

Στη συμφωνία μου, ειδικότερα, αναγνωρίζω τη σκιά του Ντμίτρι Σοστακόβιτς, του συνθέτη που μαζί με τον Ίγκορ Στραβίνσκι με σημάδεψε περισσότερο από κάθε άλλον.

Στο πρώτο μέρος, καταργώντας την κλασική φόρμα της σονάτας, προσπάθησα να δώσω μια καινούρια αρχιτεκτονική προσαρμοσμένη στο περιεχομένου του έργου. Τα βασικά θέματά μου είναι τέσσερα, αντί για δύο, αν και σε τελευταία ανάλυση ανάγονται και τα τέσσερα σε μια ίδια αρχική μουσική ρίζα.

Η αρμονική γλώσσα είναι στο μεγαλύτερο μέρος της αποτέλεσμα της πυκνής αντιστικτικής ύφανσης των φωνών, και η ενορχήστρωση πυκνή και πολύχρωμη. Αν εξαιρέσουμε το τέταρτο θέμα, που μοιάζει με νανούρισμα και είναι η μοναδική φωτεινή χαραμάδα μέσα σ’ αυτά τα υψηλά ηχητικά τείχη, που τα χαρακτηρίζει δομή και γεύση ελληνική, όλα τα άλλα είναι μελωδίες και μοτίβα προσωπικά, που η μόνη τους ελληνικότητα είναι η καταγωγή του συνθέτη.

Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο μέρος, που είναι ελεγείο και θρήνος, και για το φινάλε, που δίνει στα ίδια αυτά θρηνητικά και ελεγειακά θέματα μια νέα διάσταση και χαρακτήρα, καθώς τα φορτώνει σε καλπάζοντες ρυθμούς και θριαμβευτικές συγχορδίες.

Δεν θα ’πρεπε να παραλείψω να τονίσω το απροσδόκητο σταμάτημα του ρυθμού και την οδυνηρή πτώση στα έγκατα της αβύσσου, στη μέση του τρίτου μέρους, που συμβολίζει την ύστατη επίκληση και το στερνό τραγούδισμα προς τους νεκρούς. Μετά ο καλπασμός ξαναρχίσει, η ζωή προχωρεί ακόμα και μέσ’ από ερείπια και εμφύλιες σφαγές.

Δεν τελειώνει ποτέ, και μόνον η ανάγκη του κύκλου, που πρέπει να ενώνει τις άκρες του και που είναι το καλλιτεχνικό έργο, βάζει την τελική συγχορδία.

Από τους πρώτους μήνες της παραμονής μου στο Παρίσι το 1954, ένιωθα σαν το φίδι που χάνει το δέρμα του. Μονάχα που εγώ κουβαλούσα μαζί μου περισσότερα δέρματα. Λιποθυμίες, πονοκέφαλοι και άγχη, κληρονομιές των ταλαιπωριών, άρχισαν να με εγκαταλείπουν μαζί με τους φόβους, τις αμφιβολίες και την έλλειψη τόλμης στη δουλειά μου. Το όνειρό μου να γράψω μια μουσική εντελώς προσωπική, αδέσμευτη, τολμηρή για μια φανταστική, θα ’λεγα, ορχήστρα, με φανταστικούς εκτελεστές και φυσικά με φανταστικούς ήχους, γινόταν μέρα με τη μέρα πραγματικότητα.

Να τι έγραφα σχετικά τον Μάρτιο του 1951, στο φρούριο Φιρκά, στα Χανιά:

Μπορώ να πω ότι χάλασα το χαρακτήρα μου για να ξανακατακτήσω την τέχνη μου, να στραφώ προς τα μέσα μου και να περιφρονήσω τα γύρω μου. Έτσι έγινα καλύτερος. Πάνε τώρα δυο μήνες που βρίσκομαι στην Κρήτη, κι όμως έφτασα στο σημείο που ζητούσα: να σκέφτομαι με ήχους το καθετί, να είναι αδύνατο να συλλογιστώ και να φανταστώ κάτι ξέχωρο από τη μουσική. Έτσι αγαπώ μονάχα εκείνο που με βοηθάει και με εμπνέει. Έμψυχο και άψυχο. Αρχίζω ξανά να ζω μέσα στο πεντάγραμμο, η δίψα της δημιουργίας με κατακτά το ίδιο πλατιά και οδυνηρά όπως οι πιο βασικές μας λειτουργίες. Σ’ αυτό με βοήθησε πολύ η αποστροφή μου στα πρόσωπα της Αθήνας και η οριστική μου απόφαση να μείνω στη σκιά, να παραιτηθώ από κάθε δραστήρια απαίτηση εμφάνισης του έργου μου. Χτες τελείωσα οριστικά το «Ελεγείο και θρήνο στον Βασίλη Ζάννο».

Αυτή ήταν η πρώτη μορφή της Πρώτης Συμφωνίας μου, που παίχτηκε με αυτό τον τίτλο στα 1952 από την Κρατική Ορχήστρα με διευθυντή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Για το έργο αυτό έχω τις πιο αντιφατικές ιδέες, άλλοτε νομίζω πως έφτιαξα ένα αριστούργημα κι άλλοτε πως έκανα μια αποτυχημένη απόπειρα για κάτι καινούριο. Γιατί είναι αναμφισβήτητο πως συχνά δούλεψα έχοντας μπροστά μου μια δική μου άγνωστη περιοχή. Έτσι φυλάω την ακρόασή του σαν την πιο βαθιά και μυστική επιθυμία μου και διόλου δεν βιάζομαι, ίσως γιατί θα ’θελα να μείνω στη μαγεία αυτής της αμφιβολίας όσο πιο πολύ καιρό μπορώ.

Πάνε τώρα δύο χρόνια από τότε που άρχισα να επιθυμώ να γράψω ένα έργο για πιάνο και ορχήστρα. Έχοντας τώρα ένα πιάνο πότε πότε στη διάθεσή μου, έπεσα με τα μούτρα στη σύνθεση, που δεν ξέφυγε διόλου από τα πλαίσια που έβαλα την πρώτη ημέρα που το σκέφτηκα.

Ένα κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα βασισμένο σε κρητικά θέματα. Γρανίτης, λάμψεις, ρυθμός: κάτι τέτοιο θέλω να βγαίνει μέσ’ απ’ τους ήχους. Προσθέτω ότι αυτή τη μορφή την απέρριψα αργότερα. Μου έλειπε ακόμα η τεχνική ωριμότητα. Αργότερα, στα 1954-1955 στο Παρίσι, η επιθυμία μου πραγματοποιήθηκε: πρόκειται για την Πρώτη Σουίτα για ορχήστρα και πιάνο.

Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα έπαιρνε τώρα, στις ατελείωτες ώρες της μακρινής εξορίας και απομόνωσης από την πατρίδα, μια καινούρια σημασία. Δηλαδή, δεν ήταν μόνον αυτό το συναισθηματικό και ιδεολογικό υπόβαθρο που πάνω τους στηρίζεται η Πρώτη Συμφωνία μου, αλλά και συγκεκριμένοι ήχοι με εθνικό, ελληνικό πρόσωπο και χαρακτήρα. Κοντολογίς, θα ’πρεπε να βρεθώ δύο χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο μου για να τον ανακαλύψω σωστά και ολοκληρωτικά. Την Πρώτη Σουίτα την έγραφα πάνω από ένα χρόνο – με τη μόνη διαφορά ότι, έχοντας την υποτροφία, δεν σκεφτόμουν από το πρωί ως το βράδυ κι από το βράδυ ως το πρωί τίποτε άλλο εκτός από το έργο αυτό. Πολλές φορές μία σελίδα παρτιτούρας, δηλαδή τα τριάντα δευτερόλεπτα μουσικής, τη σχεδίαζα και την ξανασχεδίαζα επί ένα μήνα.

Υπήρξαν περίοδος δημιουργική και ευτυχισμένη αυτά τα τρία χρόνια της υποτροφίας μου στο Παρίσι, και μ’ έκαναν να πιστέψω οριστικά ότι ο συνθέτης πρέπει να μένει απολύτως απερίσπαστος από οικονομικές έγνοιες αν θέλει να δώσει έργο δυνατό και βιώσιμο. Μέσα σ’ αυτά τα τρία χρόνια έγραψα τρεις σουίτες για ορχήστρα, ένα κοντσέρτο για πιάνο, μια συμφωνική ωδή του Οιδίποδα, πέντε κύκλους τραγουδιών και ανάμεσά τους τον Επιτάφιο, μια σονατίνα για βιολί και πιάνο, αναθεώρησα εξαρχής την Πρώτη Συμφωνία, το Καρναβάλι και Το πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς.

Φυσικά μετά το τέλος της υποτροφίας χάθηκε αυτή η δυναμική αυτοσυγκέντρωση και η ολοκληρωτική σύζευξη με τη δημιουργία.

Μέσα στα υπόλοιπα έξι χρόνια δεν μπορώ να αναφέρω άλλο έργο παρά μόνο την Αντιγόνη, και αυτό γιατί υπήρξε παραγγελία της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου, ώστε μπόρεσα να αφοσιωθώ ολοκληρωτικά στο παραπάνω έργο.

Στην Πρώτη Σουίτα αρχικά βασίζομαι αποκλειστικά και μόνο στο ελληνικό δημοτικό μοτίβο και στους ελληνικούς μουσικούς τρόπους και κλίμακες. Λέγοντας μοτίβο εννοώ πιο πολύ τη «συνείδηση», τους δυνατούς αρμούς των μελωδιών μας παρά τα δοσμένα ιστορικά τους πρόσωπα. Η εναρμόνισή τους και η αντιπαράθεσή τους βγαίνουν απολύτως μέσ’ από το περιεχόμενο αυτού του μουσικού υλικού με μια προσπάθεια για δημιουργία μιας ιδιαίτερης νεοελληνικής μουσικής αρμονικής και αντιστικτικής γλώσσας.

Όμως στη βάση του έργου υπάρχει ο ρυθμός ο αδιάκοπος, ο ατελείωτος, ο ακατάλυτος ρυθμός της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Κρήτης. Γι’ αυτό κι αυτή η αυξημένη χρήση των κρουστών και η θεώρηση του πιάνου ως οργάνου πιο πολύκροτου παρά μελωδικού.

Σε σχέση με το πιάνο, μπορούμε να ονομάσουμε τη σουίτα «Η γέννηση ενός οργάνου». Πράγματι το πιάνο, αρχίζοντας από το βάθος της ορχήστρας και όντας σε δεύτερο πλάνο, παίρνει συνεχώς μεγαλύτερη σημασία ώσπου στο τέλος μένει μόνο. Κυρίαρχο και μόνο.

Βέβαια πίσω από τους ρυθμούς τους ελληνικούς και τα εθνικά χρώματα κρύβεται ένα πρόσωπο και μια εποχή. Ο όρος «διονυσιακή τραγωδία», μολονότι περίτεχνος, είναι ωστόσο ακριβής.

Ο ρυθμός, σαν ένας οδοντωτός σιδηρόδρομος, μας περνά μέσ’ από ανώμαλα τοπία φωτισμένα άλλοτε με φανταστικά φεγγαρόφωτα κι άλλοτε με πανηγύρια, μέσα σε καθρέφτες όπου το πρόσωπο πολλαπλασιασμένο παίρνει τη μόνιμη σύσπαση της αγωνίας, ενώ κατά καιρούς τα καθαρά φολκλορικά στοιχεία, όπως η φούγκα για κρουστά όργανα, που μ’ αυτήν αρχίζει το τέταρτο μέρος, έρχονται να μας συμφιλιώσουν με τη ζωή, που εδώ ειδικά έχει το φως και το χρώμα της πατρίδας.

Στην ενορχήστρωση, όπου έβαλα όλη τη φροντίδα και την ψυχή μου, μεταχειρίστηκα επιμελώς όλα τα τσακίσματα και τα ποικίλματα που χαρακτηρίζουν το παίξιμο των λαϊκών μας οργάνων, του κλαρίνου και του βιολιού.

Το πρώτο μέρος είναι ορμητικό και ανώμαλο. Μεμιάς οι ρυθμοί και τα μελωδικά κεντήματα ξεκινούν σαν ηχητικός πίδακας από το πεντοζάλι που το διακόπτουν χείμαρροι συμπαγείς, φτιαγμένοι από όλη τη χρωματική κλίμακα σε συνήχηση, αιφνιδίως η ρυθμική ροή γκρεμίζεται σε άνισα βάραθρα, κι εδώ ακριβώς είναι που οι ασύμμετροι καθρέφτες πολλαπλασιάζουν τα πρόσωπα «εν συσπάσει».

Το πρώτο μέρος θα πρέπει να θεωρηθεί μια μικρή εισαγωγή στο κύριο έργο, που αρχίζει ευθέως με το δεύτερο μέρος. Εδώ το πιάνο, καθαρά κρουστό όργανο, επιμένει σ’ ένα ρυθμικό σχήμα 11/8, που επαναλαμβάνεται σταθερά στη βάση, ενώ στην κορυφή προσπαθούν να διαρθρωθούν νέες μελωδικές μορφές.

Υπάρχει τέλος μια γενική άνοδος που καταλήγει σ’ έναν παροξυσμό, ο οποίος σταματάει απότομα, για να δώσει τη θέση του σ’ ένα μελωδικό ήρεμο θέμα. Το μέρος αυτό είναι ένας πλήρης κρητικός χορός, που έρχονται να τον πλουτίσουν βυζαντινές μελωδίες και προσωπικοί άνισοι ρυθμοί. Είναι ένα αληθινό κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα, όπου το διαλογικό στοιχείο βγαίνει σε πρώτο πλάνο.

Στο φινάλε, όπως είπαμε, το πιάνο μένει μόνο του. Είναι ένα τέλος τραγωδίας. Ο επίλογος. Τα πνευστά διαδέχονται το πιάνο μ’ ένα δειλό πάλεμα ελπίδας, ενώ στο τέλος τα χάλκινα, σαν αντρικός Χορός στην έξοδό του, «κλείνουν» με μια ήρεμη ηχητική χειρονομία, σαν να ’θελαν να επιβεβαιώσουν τις κατακτήσεις, τις περιπέτειες και την αναγκαιότητα του ταξιδιού.


Η ελληνικότητα στη μουσική

Η περίπτωσή μου, μπορώ να πω, υπήρξε ιδιαίτερα δραματική. Κι αυτό γιατί, στα πρώτα δεκαεφτά μου χρόνια, ζώντας συνεχώς στην ελληνική επαρχία μεταξύ Χίου, Ιωαννίνων, Κεφαλονιάς και Τριπολιτσάς, δεν είχα καν αυτή την προπαίδεια-προμύηση στην ευρωπαϊκή μουσική που παίρνουν, ως ένα σημείο, όσοι ζουν στην Αθήνα. Δεν είχα πάει ποτέ μου σε συναυλία και φυσικά δεν είχα δει ποτέ μου όπερα ή μπαλέτο.

Η μόνη μουσική τροφή μου ήταν τα τραγούδια που άκουγα γύρω μου και μέσα στο σπίτι από τους γονείς μου, που κι αυτοί είχαν ταπεινή καταγωγή, μια και γεννήθηκαν κι οι δυο τους σε μικρά χωριά, στη Μικρά Ασία η μάνα μου, στην Κρήτη ο πατέρας μου.

Τις νότες τις είδα για πρώτη φορά αγοράζοντας τα βιβλία της πρώτης γυμνασίου. Την πρώτη «κλασική» μουσική την άκουσα το 1942, στα δεκαεφτά μου χρόνια, στο σπίτι κάποιας πιανίστας στην Τριπολιτσά. Το 1943 πρωτάκουσα τον Ύμνο στη χαρά του Μπετόβεν, στον κινηματογράφο.

Έγραψα το πρώτο μου τραγούδι λίγες μέρες μετά το πρώτο μάθημα μουσικής, που κάναμε στην πρώτη γυμνασίου στην Πάτρα. Το τελευταίο μου λίγο πριν μπω στο Ωδείο Αθηνών, το 1943.

Τι είδους μουσική έγραφα; Την ίδια μουσική με τα τραγούδια που έγραψα από το 1958 και μετά, δηλαδή τον Επιτάφιο, το «Μάνα μου και Παναγιά», τη «Μυρτιά» κλπ. Ξαναγυρίζω δηλαδή εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, ύστερα από ένα ταξίδι στη μουσική που βάσταξε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Αυτή η επάνοδος έχει για μένα κολοσσιαία σημασία, γι’ αυτό και θέλω να την πλατύνω και να τη βαθύνω όσο γίνεται περισσότερο.

Αφήνω τους αφελείς και τους κακοπροαίρετους άσπονδους φίλους μου κατά τα άλλα να δίνουν τις εξηγήσεις που τους ανακουφίζουν περισσότερο. Μια μερίδα της σπουδάζουσας νεολαίας στην Τριπολιτσά τραγουδούσε στα 1942-1944 τα τραγούδια μου, και είμαι βέβαιος πως όλοι εκείνοι που με γνώρισαν καλά σ’ εκείνη την προευρωπαϊκή μουσική μου περίοδο θα χαιρέτισαν μ’ ενθουσιασμό την επάνοδό μου στον καθαρά ελληνικό χώρο με τον Επιτάφιο και τα τραγούδια μου.

Όμως τα τραγούδια για έναν συνθέτη είναι μονάχα η μία όψη. Τα συμφωνικά έργα, η άλλη όψη, όχι μόνο δεν πρέπει να ατροφήσουν εξαιτίας της παραγωγής και της προβολής των τραγουδιών, αλλ’ απεναντίας να ωφεληθούν, και μάλιστα διπλά:

1) εσωτερικά- οργανικά: να προχωρήσουν αποφασιστικά στην αναζήτηση της ελληνικότητας, όπως και τα τραγούδια 2) εξωτερικά: να αποκτήσουν καινούριους φίλους στο κοινό μας, αυτό τουλάχιστον που αγκαλιάζει μ’ αγάπη τα τραγούδια μου.

Μίλησα για ελληνικότητα. Νομίζω πως τώρα, όσο ποτέ άλλοτε, το πρόβλημα τίθεται σ’ όλη του την οξύτητα. Για μένα δεν μπορεί να υπάρξουν παρά δύο τάσεις: είτε ήχοι απόλυτοι, καθαροί, ξεκομμένοι από κάθε είδους συναισθηματική βάση, προσωπική ή εθνική , είτε ήχοι απολύτως προσωπικοί, απολύτως εθνικοί. Γι’ αυτό και παραδέχομαι στην μεν πρώτη κατηγορία τον Ξενάκη, στη δε δεύτερη τον Χατζιδάκι.

Ζω στο εξωτερικό. Αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι έχω γίνει οργανικό στοιχείο της γαλλικής ή της ευρωπαϊκής ζωής, όπως λόγου χάριν πάει να γίνει ο Ξενάκης. Δεν έχω και δεν μπορώ να έχω προς το παρόν άλλες σχέσεις από τις σχέσεις ενός ξένου. Η ψυχολογία μου είναι ψυχολογία εξορίστου, έστω εθελουσίως εξόριστου. Αυτή είναι η λογική συνέπεια του διαχωρισμού που έκανα λίγο πριν. Προσπαθώ να γίνομαι κάθε μέρα και πιο πολύ Έλληνας. Μία τέτοια προσπάθεια βρίσκεται ακόμα στη γένεσή της, παρόλο που διαρκεί πάνω από εφτά χρόνια τώρα και δεν μπορεί παρά να αφορά και να ενδιαφέρει μονάχα την πατρίδα μου. Μόνο από το σημείο που θα αποκρυσταλλωθεί, αν αποκρυσταλλωθεί, ως βιώσιμο, απόλυτα προσωπικό και απόλυτα ελληνικό έργο, μόνο τότε θα μπορεί να ενδιαφέρει και τον υπόλοιπο κόσμο, όπως τον ενδιαφέρει το έργο του Στραβίνσκι, του Μπάρτοκ και του Προκόφιεφ.

Ζω στο εξωτερικό, λοιπόν, για να τονίζεται ίσως αυτή η αντίθεσή μου, ν’ ακονίζεται καθημερινά η ανάγκη μου γι’ αυτό το πλησίασμα με την Ελλάδα, για να βρίσκομαι συνεχώς μόνος, «ενώπιος ενωπίω».

Ίσως τη στιγμή αυτή να είμαι ένας από τους τελευταίους συνθέτες της γενιάς μου που πιστεύουν ακόμα στη δύναμη της προσωπικής μελωδίας. Νομίζω πως η απλή μελωδική γραμμή εξαντλεί όλη την κλίμακα του συναισθήματος ακριβώς όπως συμβαίνει με τη λαϊκή μουσική, καθώς και με συνθέσεις όλων των μεγάλων συνθετών, από τον Μπαχ ως τον Μπάρτοκ και τον Σοστακόβιτς, που ο μελωδικός τρόπος έκφρασής τους είναι τόσο προσωπικός όσο σ’ εμάς τα δακτυλικά αποτυπώματα.


Από το Εγώ στο Εμείς

Στις 26 Μαρτίου 1949 μας μετέφεραν από το πολιτικό στρατόπεδο στο A’ Τάγμα Σκαπανέων στη Μακρόνησο. Ήμαστε τριακόσιοι. Μας χτυπούσαν ομάδες «ξυλοδαρτικής» από το πρωί ως το απόγευμα. Μείναμε λίγοι και μας παρέλαβαν οι βασανιστές. Τη νύχτα ήρθαν στο νοσοκομείο και μας πήραν πάνω στην κουβέρτα. Τότε έγραφα, την Πρώτη Συμφωνία μου. Ζήτησα τους ήχους, όπως έκανα κάθε βράδυ, όμως οι πόνοι ήταν μεγάλοι. Τέλος, έχασα τις αισθήσεις μου.

Για ένα διάστημα βάδιζα με πατερίτσες. Μου έμειναν όμως οι «κρίσεις». Πίστευα ότι θα έμενα για πάντα ανάπηρος.

Με ξαναπήραν στρατιώτη το 1951. Προσπαθούσαν να με εξευτελίσουν. Έγραφα μουσική. Στην Αλεξανδρούπολη αποφάσισα να αυτοκτονήσω.

Το 1952 βρίσκομαι «ελεύθερος» καλλιτέχνης στην Αθήνα. Κάνω αντίγραφα μουσικής. Παίζω εκτάκτως «τρίγωνο» σε συναυλίες. Υποφέρω από τις «κρίσεις». Πεινώ. Ο φίλος μου Μιχάλης Κατσαρός προσβάλλεται από καλπάζουσα φυματίωση. Μέναμε μαζί. Η Ασφάλεια ενδιαφέρεται τακτικά για το φρόνημά μου. Δίνω το παρών.

Το 1953 με καλεί ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας: «Σκέψου το καλά. Σε κάθε σου βήμα, όπου κι αν πας, θα αντιμετωπίζεις τις πανίσχυρες υπηρεσίες μας».

Με τον Παύλο Παπαμερκουρίου μέναμε μαζί. Μοιραζόμασταν το ψωμί και το νερό. Τον έβαλαν πάνω σε καρέκλα για να τον εκτελέσουν, γιατί του είχαν σπάσει τη μέση.

Δίνω εξετάσεις για υποτροφία στο ΙΚΥ. Πετυχαίνω. «Ο φάκελός σας έκλεισε. Δεν πρόκειται να φύγετε». Είμαι δευτέρας κατηγορία Έλληνας. Έφυγα χάρη στον πατέρα μου.

Παρίσι. Χρόνια δουλειάς. Οι «κρίσεις» αραιώνουν. Οικοδομώ τον εαυτό μου. Κερδίζω τον χαμένο καιρό. Χρειάζομαι θωράκιση. Χρειάζομαι όπλα. Για να ξαναγυρίσω. Πρέπει να γίνω οικονομικά ανεξάρτητος. Να μην πέσω στα δίχτυα τους.

Rue de Lafontaine au roi: τα κάτεργα. Πλήρωσα ακριβά το τίμημα της οικονομικής ανεξαρτησίας. Οι συνθήκες διαβίωσης, πάνω από γκαράζ, μέσα σε δωμάτια-κλουβιά, είναι αδιανόητες. Εκεί γεννήθηκαν τα παιδιά μου. Το αποχωρητήριο ήταν κοινό μέσα στην αυλή των γκαράζ. Εκεί κατέβαινε η γυναίκα μου, έγκυος, με δέκα βαθμούς κάτω από το μηδέν με τους σοφεραίους και τους γείτονες.

Εκεί έγραψα την Πολιτεία, το Αρχιπέλαγος, τα Επιφάνια, την Αντιγόνη, τη Σονατίνα No 2, το Άξιον Εστί, το Τραγούδι του νεκρού αδελφού. Εκεί συνέθεσα τα μπαλέτα για την Τσερίνα. Τη μουσική των γαλλικών και αγγλικών φιλμ.

Εν πάση περιπτώσει, είμαι οικονομικά ανεξάρτητος, μπορώ να πω «όχι» παντού και πάντοτε. Τα παιδιά μου δεν πρόκειται να πεινάσουν. Αυτό είναι το μεγάλο μου όπλο. Είμαι έτοιμος για τη μάχη. Κι αν είχα εγωισμούς, κι αν είχα όνειρα προσωπικά, κι αν είχα ατομικές φιλοδοξίες, μου τα πήραν όλα.

Στη χαράδρα του A ‘ Τάγματος Σκαπανέων η μανιασμένη θάλασσα και ο παγωμένος βούρκος γονάτιζαν μπροστά στον πόνο του ανθρώπου. Ο μοίραρχος χωροφυλακής που μας οδήγησε στο Α’ Τάγμα Μακρονήσου γονάτισε πλάι μου. Μου σκούπισε τα αίματα από το κεφάλι, από το στόμα και από το στήθος. Περνούσε κρίση. Εγώ ήμουν ήρεμος. Τον λυπήθηκα και προσπάθησα να τον παρηγορήσω: «Είμαι Κρητικός», του είπα. «Και πεισματάρης. Αυτό είναι όλο». Να του ’λεγα «Είμαι κομμουνιστής», ίσως τον πλήγωνα… «Παιδί μου, είναι κανίβαλοι, είναι κανίβαλοι, είναι κανίβαλοι…», μου έλεγε εκείνος τρέμοντας. Αυτό θυμάμαι. Και πολλά άλλα.

Τότε έσπασε το «εγώ» κι έγινα τελεσίδικα «εμείς». Και αδιαφορώ αν με πιστεύουν ή όχι. Η μάχη θα δοθεί για το «εμείς», υπέρ του ανθρώπου, εναντίον των κανιβάλων… Η ασθένεια των κανιβάλων είναι το «εν αρχή το κέρδος». Ακολουθεί η υποτίμηση του ανθρώπου.

«Να έχεις τις ιδέες σου. Όμως να μη μιλάς. Να τις κρατάς για τον εαυτό σου. Κι εμείς θα σου δώσουμε ό,τι και όσα θέλεις. Θα κερδίσουμε ξανά τις εκλογές και τότε όλα είναι ξανά δικά μας, δηλαδή δικά σου».

Αυτά μου είπε ο Κώστας Παράσχος, διευθυντής «εθνικόφρονος» καθημερινής εφημερίδας, λίγες μέρες πριν από το εκλογικό πραξικόπημα του 1961, λίγες μέρες μετά τον λιθοβολισμό μου από τους παρακρατικούς στη Νάουσα. Την επομένη κατήγγειλα σε όλη την Ευρώπη το εκλογικό όργιο της Δεξιάς.

Μου τηλεφώνησαν στην Όπερα της Στουτγάρδης: «Μην ξαναπατήσεις, θα πεθάνεις». Τους έδωσα ραντεβού. Δεν ήρθαν. Το αεροδρόμιο ήταν γεμάτο φοιτητές. Τραγουδούσαν τη «Μυρτιά». Οι αστυνομικοί του συναλλάγματος έψαχναν τις κάλτσες μου να βρουν ηρωίνη. Οι αχθοφόροι μου φώναζαν: «Κουράγιο, εμείς σ’ αγαπούμε». Ένας αστυνομικός μου λέει ιδιαιτέρως: «Λυπάμαι. Έχουμε εντολή. Ζητώ συγγνώμη».

Η κ. Βλάχου εν τούτοις ελπίζει: «Είπα στη γυναίκα του Γλέζου: “Ο άντρας σας πρέπει να εκτελεστεί. Κάνουμε ταξικό αγώνα. Δεν είναι έτσι; Όμως είναι αστείο να χτυπάμε τον Θεοδωράκη και να ’χουμε στην κυβέρνηση κομμουνιστές…”».

Το κέρδος καθορίζεται από την κυκλοφορία των εφημερίδων, και των δίσκων. Είναι οι περίφημες αντινομίες του σάπιου σας συστήματος, κ. Σάββα Κωνσταντόπουλε, που το οδηγούν σταθερά στον θάνατό του. Ο Θεοδωράκης επικίνδυνος, όμως δημοφιλής. Ας κερδίσουμε χρήματα σήμερα, και όσο για το αύριο, βλέπουμε.

Όμως, η κυκλοφορία των δίσκων είναι πράγμα κακό. Το τραγούδι τρυπώνει παντού. Πάνω στο πικάπ σας, ασφαλώς, θα έχετε και σεις την κομμουνιστική μουσική μου. Σπάστε λοιπόν τους δίσκους. Σπάστε τους θαρραλέα, «σαν έτοιμοι από καιρό».

Γιατί όμως έχετε κι εσείς, καθώς και η κ. Βλάχου ασφαλώς, στο σπίτι σας τη μουσική μου; Κάποια ρίζα ξεχασμένη σας ενώνει ακόμα με ό,τι περιφρονείτε βαθύτατα, με ό,τι μάχεστε, με ό,τι έχετε αρνηθεί: με τον λαό, με τον μεγάλο ελληνικό λαό. Αν αυτό είναι επικίνδυνο για τον σωστό ρόλο που πρέπει να παίξετε, τότε πρέπει να εντοπίσετε αυτές τις κακές ρίζες. Σπάστε τις ρίζες και εν συνεχεία σπάστε τους δίσκους…

Όμως οι δίσκοι είναι πολλοί. Πολλές χιλιάδες. Ίσως εκατομμύρια. Και τα τραγούδια πήραν ζωή. Έχετε ανάγκη από βόμβα υδρογόνου. Δηλαδή είναι θέμα πιο πολύ του Έκτου Στόλου, του ΝΑΤΟ, του κ. Γαρουφαλιά, ίσως.


Εθνική Αντίσταση

Αθήνα, Οκτώβριος 1962

Μου ζήτησαν να πω δυο λόγια για την Αντίσταση. Κι αφού δέχτηκα, ξαφνικά συνειδητοποίησα πως ολόκληρη η ζωή μου, η έμπνευσή μου και το έργο μου έζησαν και ζουν μέσα σ’ αυτή τη λέξη: Αντίσταση. Για μας που ανδρωθήκαμε στην πιο ηρωική περίοδο του έθνους, όλα άρχισαν και όλα κυριεύτηκαν τη μέρα που κατακτήσαμε την αξιοπρέπειά μας, την τιμή μας και την ανθρωπιά μας, αντιτάσσοντας στον νόμο της ζούγκλας των Ναζί τη δύναμη των όπλων μας. Εκείνη τη στιγμή που πρωταγγίξαμε ο καθένας μας το όπλο του και ξεκινάγαμε σ’ έναν αγώνα ζωής και θανάτου, εκείνη τη στιγμή ανακτούσαμε το δικαίωμα να είμαστε για πάντα άντρες, για πάντα Έλληνες, για πάντα άνθρωποι.

Πέρασαν από τότε κοντά είκοσι χρόνια. Κοιτάζουμε πίσω μας και βλέπουμε τους φίλους μας πιασμένους χέρι χέρι να προχωρούν τραγουδώντας. Άλλοι προχωρούν, άλλοι πέφτουν και γίνονται ένα με το χώμα. Δεν υπάρχουν τάφοι, δεν υπάρχουν νεκροταφεία, ούτε μαυσωλεία γι’ αυτούς…

Όπως είπε ο ποιητής: «Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι./ Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε».

Το αίμα των αδελφών μας το ’πιε η γη και  τα κόκαλά τους άσπρισαν στα βουνά και στα φαράγγια. Όμως οι ιδέες τους, τα όνειρά τους έχουν φουσκώσει σαν ζυμάρι που γίνεται, που θα γίνει ψωμί ψωμί για να χορτάσει τροφή και τιμή τον λαό, τον μέγα λαό!

Κι εμείς, η γενιά της Αντίστασης, παίρνουμε αυτό το όνειρο, αυτό το όραμα, και το κάνουμε τρόπο ζωής. Το ονομάζουμε ανθρωπιά, το ονομάζουμε Ελλάδα, το ονομάζουμε απλά Αντίσταση. Είμαστε περήφανοι γι’ αυτήν.


Η αποστολή του καλλιτέχνη

Αθήνα, Φθινόπωρο 1961

Είναι γνωστά τα επεισόδια που δημιούργησαν οι διάφοροι «άγνωστοι» στο συγκρότημά μας στη Νάουσα, φέτος τον Οκτώβριο, αφού προηγουμένως η χωροφυλακή έφερε ένα σωρό εμπόδια και αποπειράθηκε στα Τρίκαλα να λογοκρίνει την εκδήλωση. Η περιοδεία του συγκροτήματος διακόπηκε και καταγγέλθηκαν οι ενέργειες αυτές από το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, ως πράξεις που θέτουν σε κίνδυνο την καλλιτεχνική ελευθερία. Τότε δήλωσα σχετικά τα παρακάτω στην Επιθεώρηση Τέχνης: «Χωρίς άλλο, θα πρέπει να έχω μία εντελώς διαφορετική ιδέα από πολλούς άλλους για το τι είναι ο καλλιτέχνης και ποια θα πρέπει να είναι η αληθινή στάση και η αποστολή του μέσα στην πολιτεία. Το γράφω αυτό γιατί τελευταία κάθε μου ενέργεια, εντελώς φυσική και δικαιολογημένη κατ’ εμέ, γίνεται αντικείμενο όχι μόνο συζητήσεων και αντεγκλήσεων, αλλά πολεμικής και άρνησης από πολλούς όχι βέβαια τους κομπλεξικούς, γιατί αυτούς δεν πρέπει να τους υπολογίζει κανείς μα από καλλιτέχνες και άλλους καλής πίστης ανθρώπους, σχεδόν φίλους.

»Το χάσμα είναι ευρύ και αμφιβάλλω αν αυτά τα λίγα λόγια βοηθήσουν αποτελεσματικά, όχι βέβαια να γεφυρωθεί, αλλά να επισημανθεί. Όμως τα γεγονότα της Νάουσας επιβάλλουν μια σύντομη τομή των «πιστεύω» που τελικά θα καταξιώσει ή θ’ απορρίψει η πράξη. Και αρχικά πιστεύω ότι ο ρόλος του καλλιτέχνη πρέπει να προσαρμόζεται στα βασικά σχήματα και τις ανάγκες της πολιτείας αφ’ ενός και να αντιστοιχεί στα στάδια και τα προβλήματα της Τέχνης αφ’ ετέρου.

»Δεν υπάρχει, δηλαδή, ένας τύπος ιδανικού καλλιτέχνη αλλά πολλοί. Για να περάσω, χωρίς χρονοτριβές, στη μουσική Ελλάδα του 1961, επισημαίνω: πρώτον, την οργανωτική ανυπαρξία για μια συστηματική και επαρκή μουσική τροφοδοσία του λαού μας και, δεύτερον, την έλλειψη αισθητικών αρχών, που να καθοδηγούν και να διοχετεύουν στο αναγκαίο σχήμα της ελληνικότητας τη σύγχρονη ελληνική σύνθεση.

»Σε μια τέτοια ιστορική περίοδο που μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε “ηρωική”, με την έννοια ότι αξιώνει τρομερές προσωπικές θυσίες, ο καλλιτέχνης καλείται, με ζημιά του δημιουργικού του έργου να επισπεύσει την πορεία των ιδεών και να οδηγήσει σε λύσεις. Τα κέρδη θα είναι τεράστια, αν αποβλέπουμε πράγματι στη δημιουργία μιας αξιόλογης μουσικής αναγέννησης, που δεν μπορεί να είναι εφικτή παρά μόνο κάτω απ’ αυτές τις δυο προϋποθέσεις: ότι δηλαδή η καλλιέργεια του κοινού θα έχει φτάσει σε ικανά επίπεδα ώστε να μπορέσει να βγάλει στην επιφάνεια όλες τις κρυμμένες μουσικές ιδιοφυίες και να δεχτεί το έργο τους, και ακόμα ότι το αισθητικό χάος θα το έχει διαδεχτεί ένας φωτισμένος μουσικός, καλλιτεχνικός, ελληνικός ιδεολογικός δρόμος. Από δω και πέρα ανήκει στον καλλιτέχνη η επιλογή των μέσων και των μεθόδων.

»Πέρα όμως από τη στάση του καλλιτέχνη μέσα στο χώρο και τον περίγυρο της Τέχνης, πιστεύω ότι έχει να παίξει κι ένα ρόλο σχεδόν αποφασιστικό αυτό εξαρτάται από την επιρροή του σε όλες τις διαδικαστικές λειτουργίες της πολιτείας. Και δεν είναι μόνον η φροντίδα του να περιφρουρήσει την τέχνη του, δηλαδή τον εαυτό του, αλλά και να αποδείξει ότι είναι μόριο ζωντανό μέσα στο σώμα της κοινωνίας αιμοδοτείται απ’ αυτή και λειτουργεί γι’ αυτή.

«Και πώς είναι δυνατόν αυτή η λειτουργία της δημιουργίας να περιορίζεται αποκλειστικά σε στοιχεία, όπως και να ’χει το πράγμα, διακοσμητικά μετά από αφαιρετική διαλογή και να μην προχωρεί ως τις ρίζες των σχέσεων! Εντελώς ξεχωριστά όταν και η πολιτεία διατρέχει τις “ηρωικές” της περιόδους ο σύνδεσμος αυτός είναι υποχρεωμένος ιστορικά να πλουτιστεί με τα βαθύτερα και πιο ουσιαστικά του στοιχεία.

»Μαζί με τον ποιητή Τάσο Λειβαδίτη δοκιμάσαμε τη γοητεία και τη δύναμη της επαφής με τον λαό μας. Δώσαμε μπροστά του την ψυχή μας χωρίς ενδοιασμό, και μας άνοιξε αμέσως τη δική του χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Καλλιτέχνης και κοινό, αληθινό και διόλου επιλεγμένο, ενώπιος ενωπίω. Αυτή η επαφή δίνει το αίσθημα του ιλίγγου και τη γεύση της απόλυτης χαράς, αυτής που είναι καρπός δημιουργικού εναγκαλισμού κι όχι απλοϊκών ανακοινώσεων και αποδοχών.

»Σε τέτοια στάδια σχέσεων σφυρηλατούνται οι χαρακτήρες και τα έργα, σφυγμομετρείται η εποχή και φυτεύονται οι σπόροι μιας μελλοντικής αναγεννητικής καλλιτεχνικής δημιουργίας.

»Είμαστε βέβαια πεπεισμένοι ότι θα πρέπει να εξαντλήσουμε την αφομοίωση του λαϊκού μας πολιτισμού, που δεν είναι τίποτε άλλο από τις ρίζες του δέντρου που αργά ή γρήγορα θα υψωθεί προς το φως. Κι αυτό το τελευταίο μπορεί μόνο να εξηγήσει και να δικαιολογήσει τη στάση μας, δηλαδή το πείσμα μας να κρατηθούμε στις επάλξεις αυτού του σχήματος των σχέσεων που διαλέξαμε στην επαρχία μας, ως τη στιγμή που οι λιθοβολισμοί κάποιου πληρωμένου αλήτη, έκφραση εντούτοις μιας εφήμερης και ξένης προς το εθνικό σώμα μαφίας, ήρθαν να κόψουν προσωρινά το νήμα της επαφής. Θα γυρίσουμε εντούτοις σύντομα και θα είμαστε, το ελπίζω, περισσότεροι, αφού πιστεύουμε ότι ο πιο σύντομος δρόμος για τη σωστή γνώση του εαυτού μας, της τέχνης και της εποχής μας περνά από τα μακρινότερα χωριά της πατρίδας μας».


Η γενιά μας

Μόσχα, καλοκαίρι 1957

Ανεξάρτητα από πολιτική και ιδεολογική αντίληψη, ανεξάρτητα από ηπείρους και ράτσες και πάνω από διαφορές και προκαταλήψεις, υπάρχει και θριαμβεύει αυτό το κοινό αίσθημα δύναμης και ευθύνης που ενώνει τη γενιά μας.

Είναι η γενιά που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, που πάλεψε μέσα στην Κατοχή, που ανδρώθηκε μέσα στην καθημερινή πάλη για την κατάκτηση μιας ζωής με ανθρωπιά, μιας απλής κι ευτυχισμένης ζωής δίχως στερήσεις, φόβους και πολέμους.

Η γενιά μας δεν έχει τις αυταπάτες ούτε τα χιμαιρικά όνειρα των νέων του Μεσοπολέμου, που αφέθηκαν άβουλοι και αδύναμοι στο ρεύμα του φασισμού, για να οδηγηθούν αργότερα στο σφαγείο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

Εμείς καθαρίσαμε την όρασή μας μια για πάντα κι αποφασίσαμε να βλέπουμε κατάματα τη ζωή. Έτσι ανακαλύψαμε πως μέσα στην απλότητά μας αποτελούμε μια τεράστια ηθική δύναμη, ένα χαλύβδινο τείχος, που όσο κρατηθεί ψηλά και στέρεα είναι ικανό να αναχαιτίσει και να σπάσει κάθε δύναμη, και την πιο εκπληκτική, που θα προσπαθούσε στο όνομα της όποιας ιδεολογίας ή συμφέροντος να οδηγήσει την ανθρωπότητα στην καταστροφή, στο αίμα και στο σκοτάδι.

Δεν έχουμε όπλα, δεν έχουμε βόμβες, κανόνια και τανκς, δεν έχουμε καμιά ιδιαίτερη οργάνωση, δεν έχουμε συγκεκριμένες ιδεολογικές είτε πολιτικές κατευθύνσεις. Η δύναμή μας είναι ηθική. Η δύναμή μας είναι η θέλησή μας να ζήσουμε με ευθύνη, με χαρά, με αγάπη, με συναδέλφωση και συνεργασία με όλους τους λαούς και να λύσουμε τις διαφορές μας, όταν υπάρχουν, με κατανόηση και καλή θέληση.

Η δύναμή μας ακόμα είναι τα νιάτα μας, που πλάι στον ενθουσιασμό, στην τόλμη και στη δίψα για δημιουργική εργασία ξεχωρίζουν για την ωριμότητα της σκέψης και τη δύναμη του χαρακτήρα.

Είμαστε ένας απέραντος, βαθύς ποταμός που διαρκώς βαθαίνει, που αδιάκοπα πλαταίνει και πλουτίζει καθώς προχωρεί προς αυτή την ατελείωτη, την πλατιά θάλασσα, που είναι η παγκόσμια συνεργασία μέσα σε μια παγκόσμια ειρήνη, ξάστερη, στέρεη, τελειωτική.

Μέσα σ’ αυτό το ξύπνημα, αυτό το μέστωμα και αυτή τη δυνατή συνείδηση για ευθύνες και υποχρεώσεις, η ελληνική νεολαία είναι δυναμωμένη απ’ αυτά τα ίδια τα δράματα της φρίκης, της αγωνίας και της καταστροφής που την κράτησαν έξω από τα περιθώρια της ζωής. Ζήσαμε όλ’ αυτά τα χρόνια αγκαλιά με τον πόλεμο, με τη στέρηση, με την πείνα και με τον φόβο. Μας οδήγησαν σε θαλάμους βασανιστηρίων και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να τσακίσουν τις καρδιές μας, μας μπόλιασαν με την αγωνία και μας έριξαν στη σφαγή και την αλληλοσφαγή για να σβήσουν τα όνειρά μας και να λυγίσουν τη θέλησή μας. Μας στέρησαν τη χαρά της ζωής, τη χαρά τη δημιουργίας, μας στέρησαν το δικαίωμα της χαράς, το δικαίωμα της αγάπης.

Η ελληνική νεολαία, δίχως διάκριση, σύσσωμη φορτώθηκε στις πλάτες της, στα νεύρα της και στην καρδιά της αυτό τον μαύρο εφιάλτη, που είτε τον πεις Κατοχή και πόλεμο είτε τον πεις σφαγή και μίσος είναι το ίδιο ξένος στη ζωή, που προχωρεί και θριαμβεύει μέσ’ απ’ τη χαρούμενη και ειρηνική δουλειά και δημιουργία.

Όμως μέσα σ’ αυτή την πάλη και την αγωνία στερεώσαμε τον χαρακτήρα μας. Καθαρίσαμε τη σκέψη μας, φτιάξαμε το πρόσωπό μας, ένα πρόσωπο ξεπλυμένο από αυταπάτες, απλό και τίμιο, που διεκδικεί αυτό το απλό και τίμιο δικαίωμα για ζωή.

Μια πρώτη συνέπεια, σ’ αυτή τη γενική διάταξη των σχέσεων και των δυνάμεων, είναι η συνείδηση, ιδιαιτέρως δυνατή σε μας τους Έλληνες, ότι το στερέωμα της ειρήνης μπορεί να κατακτηθεί μόνο με την παγκόσμια συνεργασία. Ο κάθε κρίκος προσθέτει το βάρος του και παίρνει τη δύναμη όλων των υπολοίπων κρίκων της καταπληκτικής αυτής αλυσίδας, που είναι το σύνολο των λαών, δίχως εξαίρεση.

Έτσι ενωμένοι σ’ αυτή την παγκόσμια συνεργασία, δεν βοηθούμε μόνο τη στερέωση της ειρήνης, αλλά προσφέρουμε στον εαυτό μας το μοναδικό μέσον για πρόοδο και ανάπτυξη σε όλους τους τομείς του πνεύματος και της τέχνης, που έμειναν ατροφικοί στα χρόνια της καταστροφής.

Η θέση του Νεοέλληνα καλλιτέχνη παίρνει ιδιαίτερο νόημα και σημασία μέσα σ’ αυτό το σχήμα. Πρέπει να γίνει, με το έργο του και το παράδειγμά του, ο ένθερμος απόστολος της ειρήνης, της συνεργασίας και της φιλίας ανάμεσα σε όλους τους λαούς.

Η νεολαία όλου του κόσμου δείχνει σήμερα με τρόπο επιβλητικό, επίσημο, δυναμικό, ότι συνειδητοποίησε τη δύναμή της, τη συμβολή της και το βάρος της στην παλάντζα της ειρήνης και του πολέμου.

Με μια χειρονομία γιγαντιαία διαγράφει πάνω σε όλους τους ουρανούς του κόσμου την απόφασή της να ρίξει το βάρος της στη μεριά της ειρήνης. Είπε: «Θέλω ειρήνη». Και θα γίνει ειρήνη.

Αυτό είναι το σύμβολο που στο μέλλον θα ταράζει τον ύπνο όλων αυτών που ακόμα απεργάζονται στα σκοτεινά ένα νέο σφαγείο. Και ακόμα είναι ορόσημο, γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, η δύναμη των απλών ανθρώπων, και ιδιαίτερα των νέων, μπήκε με τόση συνέπεια και αποφασιστικότητα στις συνιστάμενες γραμμές που συνθέτουν την πορεία της ίδιας της ιστορίας.


Διακήρυξη προς την ελληνική νεολαία

Αθήνα, Μάρτιος 1967 Έλληνες νέοι και νέες!

Οι δυνάμεις του πραξικοπήματος και της ανωμαλίας ενέτειναν τα σχέδιά τους για την τρομοκράτηση και την υποταγή του δημοκρατικού λαού μας. Τα παρακρατικά στοιχεία, οι χτεσινοί δολοφόνοι του Γρηγόρη Λαμπράκη, ανασυντάσσονται. Απειλούν, χτυπούν. Δολοφονούν ξανά τους πατριώτες. Τα όργανα της τάξης μεταβάλλονται σταθερά σε μια ιδιωτική, πραιτοριανή δύναμη καταπίεσης στη διάθεση μιας κλίκας. Πίσω από την κυβέρνηση-ανδρείκελο δρουν αχαλίνωτα οι πράκτορες των ξένων δυνάμεων και της Χούντας. Τα συμφέροντα του λαού, η ζωή του λαού, η οικονομία της χώρας, η εκπαίδευση, τα εθνικά μας συμφέροντα, το μέλλον του έθνους υπονομεύονται. Η πατρίδα μας οδηγείται σταθερά στην καταστροφή.

Έχοντας καταργήσει πραξικοπηματικά τη νόμιμη κυβέρνηση, οι σημερινοί ουσιαστικοί κυβερνήτες δεν έχουν με το μέρος τους παρά μονάχα μια ασήμαντη μερίδα του ελληνικού λαού, και γι’ αυτό τρέμουν τις εκλογές.

Ουσιαστικά και τυπικά παράνομοι σφετεριστές της εξουσίας, αντλούν τη δύναμή τους αποκλειστικά από την υποστήριξη των ξένων αφεντικών τους. Είναι άτομα δίχως πατριωτισμό, δίχως ηθικούς φραγμούς, που μισούν τον λαό και τον τόπο γιατί ακριβώς ξύπνησε και δεν τους θέλει. Είναι αδίστακτοι και γι’ αυτό επικίνδυνοι. Δεν υπολογίζουν και δεν φοβούνται τίποτε άλλο εκτός από την οργή του λαού.

Περήφανοι νέοι και νέες της Ελλάδας!

Σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα βροντοφωνάζουμε: «Και πάλι θα νικήσει ο λαός! Και πάλι θα νικήσουν οι δημοκράτες πατριώτες!».

Σήμερα η σύγκρουση πραγματοποιείται ανάμεσα στη Χούντα και τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού. Σπάνια στην ιστορία του τόπου μας ήταν συσπειρωμένες τόσες πολλές, τόσο ξύπνιες, τόσο έμπειρες και αποφασισμένες δημοκρατικές δυνάμεις γύρω από έναν κοινό στόχο: την κατάλυση της βίας, τον θρίαμβο της δημοκρατίας! Πάνω στο χαλύβδινο μέτωπο του λαού μας, αργά ή γρήγορα, θα τσακιστούν οι δυνάμεις της ανωμαλίας, όσο κι αν κομπορρημονούν σήμερα, όσο κι αν απειλούν. Εμείς καταλύσαμε τον καραμανλισμό, εμείς θα ξεριζώσουμε την παράνομη Χούντα της ανωμαλίας.

Όμως γι’ αυτόν τον σκοπό χρειάζεται αγώνας! Και κάτι περισσότερο: χρειάζεται αγωνιστική έξαρση και πάθος!

Η κάθε νέα και ο κάθε νέος πρέπει να βάλουν σήμερα ως πρώτο καθήκον στη ζωή τους την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, την καθημερινή μάχη σε όλα τα μέτωπα, ενάντια στις δυνάμεις της βίας και της ανωμαλίας.

Καλούμε τα ελληνικά νιάτα σε πατριωτικό δημοκρατικό συναγερμό! Εμπρός να οργανώσουμε το αντιδικτατορικό μέτωπο! Εμπρός να ατσαλώσουμε το μέτωπο της ζωής, της δημοκρατίας, της προόδου, της εθνικής αναγέννησης!

Καλούμε όλους τους πνευματικούς οδηγούς επιστήμονες, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, αντιστασιακούς να σταθούν αποφασιστικά και δημιουργικά στο πλευρό της ελληνικής νεολαίας. Πρέπει να οργανωθεί μια γιγαντιαία επαφή και ζύμωση ανάμεσα στους νέους και τους μεγάλους, με την οργανωμένη συζήτηση, τη διάλεξη, τη συναυλία, το θέατρο, τις μελέτες των προβλημάτων. Να φωτιστούν, απ’ όλες τις πλευρές, οι ρίζες του έθνους και οι προοπτικές τους. Να βγουν στην επιφάνεια όλες οι ακατάλυτες ηθικές και πνευματικές δυνάμεις του λαού μας. Να γεμίσουν οι καρδιές μας και οι σκέψεις μας με Ελλάδα! Έτσι θα φανεί ακόμα καθαρότερα ο χαρακτήρας και το νόημα της σύγκρουσης. Έτσι θα γίνει ακόμα πιο βαθιά συνείδηση στις πλατιές μάζες του λαού και της νεολαίας ότι οι δημοκρατικές δυνάμεις της χώρας, ριζωμένες στον κορμό του έθνους, είναι οι μόνες υπεύθυνες για τη ζωή και το μέλλον της πατρίδας. Έχουν επωμιστεί το χρέος της ιστορικής πορείας του λαού προς τα εμπρός. Και γι’ αυτό τελικά θα νικήσουν!

Ζήτω ο αδούλωτος λαός!

Ζήτω η υπερήφανη ελληνική νεολαία!

Για τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη

Κώστας Βάρναλης

Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου

Μίκης Θεοδωράκης

Πρόεδρος του Κεντρικού Συμβουλίου


Περί ελευθερίας

Αθήνα, 1966

Σημάδια των καιρών; Η ένοχη υποτέλεια, τη στιγμή ακριβώς που διατάσσει την «απαγόρευσή» μου από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, φοράει στολή εισαγγελέα και, ούτε λίγο ούτε πολύ, μου λέει: «Κατηγορούμενε, απολογήσου! Διότι δεν υπάρχει ελευθερία στη… Σοβιετική Ένωση!».

Και με καλεί να διαμαρτυρηθώ γιατί συνελήφθησαν δύο Ρώσοι συγγραφείς, ενώ θα έπρεπε να καλέσει ολόκληρη την πνευματική μας ηγεσία να διαμαρτυρηθεί για κάτι που συμβαίνει στο σπίτι μας: δηλαδή, τη δίωξη της πνευματικής δημιουργίας ενός πολίτης της χώρας αυτής, μόνο και μόνο γιατί το φρόνημά του δεν αρέσει στην άρχουσα τάξη.

Σ’ αυτού του είδους τις ταχυδακτυλουργίες μας έχει συνηθίσει ο αρθρογράφος της Απογευματινής. Και για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να πω ότι θαυμάζω την επιδεξιότητά του να κάνει το άσπρο μαύρο. Κοντολογίς, να υπερασπίζεται τόσο καλά μια τόσο κακή υπόθεση. Γιατί η υπόθεση των σχέσεων ανάμεσα στη συντήρηση και την πνευματική δημιουργία, την αντίδραση και την ελευθερία, είναι μια πάρα πολύ βρόμικη υπόθεση.

Θα ’χετε ακούσει ασφαλώς το παραμύθι ότι ο καλλιτέχνης δημιουργεί μόνον όταν υποφέρει. Κι ακόμα ότι, «αν δεν πεινούσε, δεν θα ’γράφε ποτέ αυτό το αριστούργημα»! Ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η άρχουσα τάξη όχι μόνο διακηρύσσει ξετσίπωτα πως δεν είναι ένοχη γιατί άφησε να πεθάνουν στην ψάθα τόσες και τόσες ιδιοφυίες, αλλά ζητάει από πάνω και τα ρέστα! Ότι δηλαδή τάχα επίτηδες δεν βοηθάει τους πνευματικούς ανθρώπους, μόνο και μόνο για να δημιουργούν!

Αυτό θα πει επιδεξιότητά, κ. Κωνσταντόπουλε! Να τον πεθάνεις πρώτα στην πείνα και μετά θάνατον να διακηρύξεις περήφανος: «Εγώ τον πέθανα! Για να δημιουργήσει!». Φυσικά, τον αφήσατε να πεθάνει εν ονόματι της ελευθερίας! Εξάλλου, η μοναδική του ελευθερία δεν ήταν τάχα να πεινάει και να πεθαίνει στην ψάθα; Και να αναγνωρίζεται μετά θάνατον;

Ή μήπως δεν είναι έτσι; Αυτός είναι ο νόμος της πνευματικής ζωής του ελεύθερου κόσμου, ο νόμος της ζούγκλας. Δηλαδή η σκληρή, άγρια και εξοντωτική πάλη ως την τελική επικράτηση όχι πάντα του καλύτερου, οπωσδήποτε όμως του δυνατότερου, του ανθεκτικότερου και του ταχύτερου. Στο μεταξύ, κατά τη διαδικασία της αλληλοεξόντωσης, υποκύπτουν, εξαφανίζονται πλήθος πολύτιμες αξίες. Έτσι η επιτυχία των ελάχιστων πληρώνεται με αληθινή γενοκτονία πολύτιμων δημιουργικών κυττάρων της κοινωνίας.

Σε τρία στάδια μπορούμε να διαιρέσουμε την ένοχη ελευθερία που Δημιουργοί, ιδιοφυίες και μεγαλοφυΐες δολοφονούνται πριν γνωρίσουν τον εαυτό τους. Μήπως ελευθερία δεν σημαίνει ακριβώς, κατά τον κ. Σάββα Κωνσταντόπουλο, να είναι ελεύθερος ο ξυπόλυτος μικρός βοσκός και ο ξεβράκωτος μικρός λούστρος, να παραμείνουν ελεύθεροι ξυπόλυτοι βοσκοί και ξεβράκωτοι λούστροι; Και αν κάποιος από αυτούς είναι, αίφνης, ένας Μότσαρτ ή ένας Σολωμός ή ένας Ελ Γκρέκο; Είναι απίθανο; Τότε ποιος έκανε τα δημοτικά μας τραγούδια;

Μάλλον είναι βέβαιο ότι δεκάδες μεγαλοφυΐες γεννήθηκαν και γεννιούνται στις καλύβες και στις παράγκες, όμως η ελευθερία τους όχι μόνο δεν τους βοηθάει να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να δοξάσουν τη χώρα τους, αλλά είναι αυτή ίσα ίσα που τους «εξασφαλίζει» ότι θα μείνουν για πάντα στις παράγκες και στις καλύβες.

Γιατί αυτή η ιδιόρρυθμη ελευθερία δεν είναι η ελευθερία για τους άλλους, αλλά για τους λίγους, που για λογαριασμό τους τροχίζει τα θλιβερά του όπλα ο κ. Σάββας Κωνσταντόπουλος.

Όσοι από τους δημιουργούς τυχαίνει να ανακαλύψουν τον εαυτό τους δολοφονούνται, στη συντριπτική πλειονότητά τους, κατά τη διαδικασία της επιλογής. Είναι φυσικά ελεύθεροι να συνεχίσουν. Άλλο αν κανείς δεν τους τυπώνει τα έργα, κανείς δεν τους τα ανεβάζει, κανείς δεν τους τα εκτελεί, κανείς δεν τους τα εκθέτει, κανείς δεν τα αγοράζει.

Βέβαια, όλα είναι ελεύθερα. Και τα τυπογραφεία, και τα θέατρα, και η ορχήστρα, και οι αίθουσες εκθέσεων. Όμως ο άτυχος δημιουργός δεν είναι ακόμα… φίρμα. Και είναι φτωχός. Κανείς δεν τον εμπιστεύεται. Πρέπει πρώτα να φτάσει και μετά. Όμως, στο μεταξύ πρέπει να φάει, πρέπει να ζήσει, και έτσι πέφτει ηττημένος αλλά ελεύθερος στο πεδίο της τιμής.

Ίσως να έκρυβε πίσω από τα ανώριμα δοκίμια έναν γίγαντα της τέχνης, όμως ποιος θα ενδιαφερθεί γι’ αυτόν; Ο ελεύθερος κόσμος δεν επεμβαίνει στην ελευθερία του ατόμου, δηλαδή στην ελευθερία της απώλειας του δημιουργικού ατόμου.

Όσοι δημιουργοί επικρατούν τελικά, στη συντριπτική πλειονότητά τους υποτάσσονται στους νόμους των κολοσσιαίων μονοπωλίων που εκμεταλλεύονται σήμερα την τέχνη και τα μέσα διαδόσεως του καλλιτεχνικού έργου.

Είτε άμεσα είτε έμμεσα, η μεγάλη μάζα των φτασμένων καλλιτεχνών επηρεάζεται, εξαρτάται, υποτάσσεται στις ανάγκες ενός κοινού εξαρτημένου άμεσα από τα μέσα μαζικής διαδόσεως των έργων τέχνης.

Ποια είναι; α) ο κατευθυνόμενος από προσωπικά οικονομικά συμφέροντα Τύπος  β) το ραδιόφωνο και η τηλεόραση  γ) ο δίσκος  δ) τα φιλμ  ε) οι εκδόσεις  στ) οι γκαλερί  ζ) οι εκδόσεις μουσικών έργων κ.ο.κ.

Σε άμεση σχέση με τα παραπάνω είναι: α) τα κάθε είδους βραβεία  β) τα φεστιβάλ γ) οι κριτικοί  δ) οι πολιτικοί  ε) οι κρατικοί μηχανισμοί.

Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να διερευνήσει κανείς τι περιθώρια «ελεύθερης δημιουργίας» επιτρέπουν οι κολοσσιαίοι αυτοί μηχανισμοί και οι πολύπλοκες σχέσεις στους «ελεύθερους δημιουργούς του ελεύθερου κόσμου»… Και ακόμη: πού οδηγεί αυτό το γιγαντιαίο κυνηγητό του κέρδους, που είναι το μοναδικό κίνητρο σε όλη τη διαδικασία του καλλιτεχνικού λειτουργήματος στον ελεύθερο κόσμο; Κέρδος βέβαια μόνο για μια ορισμένη τάξη, που ασκεί μια πιο ραφιναρισμένη, ίσως, αλλά εξίσου στυγνή δικτατορία.

Αυτά ως προς τις υλικές προϋποθέσεις για την ανακάλυψη, την ανάπτυξη και την ανάδειξη των πνευματικών ανθρώπων στον ελεύθερο κόσμο. Με δυο λόγια, η ολιγαρχία δεν έχει ανάγκη από πλατύ καλλιτεχνικό κίνημα. Δεν την ενδιαφέρουν οι πολλοί. Γι’ αυτό και εμπιστεύεται στον στυγνό νόμο της φυσικής επιλογής την ανάδειξη των ελάχιστων, που θα τους μεταβάλει αμέσως σε ιερές αγελάδες με χρυσά κέρατα, για να εξασφαλίσει, μαζί με την πνευματική της τέρψη, κολοσσιαία οικονομικά οφέλη και τεράστιες δυνατότητες επιρροής στις μεγάλες μάζες.

Υπάρχει ωστόσο και η άλλη πλευρά. Ποια είναι τα ιδεώδη που προσφέρει ο «ελεύθερος κόσμος» στους πνευματικούς του ανθρώπους; Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Τον Λουμούμπα και τους πατριώτες του Κονγκό ή τους σφαγείς της Αγκόλας; Τον ρατσιστικό νόμο της Νότιας Αφρικής, της Ροδεσίας και των ΗΠΑ ή τις σφαγές στην Ινδονησία, τις βόμβες ναπάλμ της Κύπρου και τη γενοκτονία στο Βιετνάμ; Ή τη δολοφονία του Κένεντι;

Ας πάρουμε έστω ως μόνο παράδειγμα την πατρίδα μας: ο φτασμένος πνευματικός άνθρωπος πρέπει να παίρνει αναισθητικά για να μην ακούει τους βόγκους της δυστυχίας, της απόγνωσης και της οργής που υψώνονται από όλες τις μεριές. Μήπως ο ευαίσθητος πνευματικός άνθρωπος δεν θα πρέπει κάπως να ντρέπεται για κάθε υποσιτισμένο, μελανιασμένο, κουρελιασμένο, ξυπόλυτο, βρόμικο Ελληνόπουλο; Για κάθε αβοήθητο άρρωστο, γριά, γέρο, αδύναμο συμπολίτη μας; Για όλα τα δολοφονημένα όνειρα των γονέων μας; Για κάθε παράγκα, καλύβα, σκοτάδι, βρόμα, λάσπη, εγκατάλειψη της κάθε γωνιάς της πατρίδας μας; Για κάθε ξεπούλημα του πλούτου της χώρας μας στους ξένους; Για κάθε μετανάστη ; Για κάθε εθνική μειοδοσία, προδοσία, υποτέλεια; Για κάθε δίωξη του φρονήματος και του πνεύματος, για κάθε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων; Για κάθε ανελεύθερο νόμο και μέτρο; Δίχως τελειωμό είναι το κομπολόι της ντροπής.

Κι όσοι πραγματικά ντρέπονται και το δείχνουν γίνονται ευθύς μίασμα και εσωτερικοί εχθροί του έθνους. Οι άλλοι παίρνουν χλωροφόρμιο, για να μην ακούν, να μη βλέπουν. Και για να σιωπούν. Με δυο λόγια, για να υποτάσσονται «ελεύθερα» στον υπέρτατο νόμο του ελεύθερου κόσμου: αν θέλεις να είσαι ελεύθερος για να σε δημοσιεύουμε, να σε παίζουμε και να σε πληρώνουμε, μάθε να φιμώνεις την ευαισθησία τους και να αρνείσαι την ανθρωπιά σου. Τότε μπορεί να μπεις και στην Ακαδημία ακόμα…

Πού είναι τάχα η φωνή των ελεύθερων πνευματικών μας ανθρώπων στην περίπτωση του Index, της λογοκρισίας, του διωγμού των συναδέλφων τους; Για να μην πάμε πιο μακριά. Και τι είναι τάχα που τους εμποδίζει να βγουν να φωνάξουν δημόσια αυτό που κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα στις ιδιωτικές επαφές τους;

Να σας το πω με μια λέξη : η δικτατορία! Η στυγνή δικτατορία της οικονομικής ολιγαρχίας, ιδιαίτερα σε ό,τι συνδέεται με την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας. Γιατί, αν είναι ηθοποιός, δεν θα βρει θίασο. Αν είναι θιασάρχης, δεν θα βρει θέατρο. Αν είναι συγγραφέας, δεν θα βρει εκδότη. Αν είναι μουσικός, δεν θα βρει ορχήστρα. Και πρόσθεσε ακόμα την κριτική, την προβολή, τη θεσούλα, τέλος τον… φάκελο στην Ασφάλεια.

Όχι, μα την αλήθεια, δεν σαν πάει το ύφος του εισαγγελέα, κ. Σάββα Κωνσταντόπουλε.


Από την Πρώτη Σουίτα στον Επιτάφιο

Όπως όλοι οι νέοι συνθέτες, ήθελα κι εγώ να ανακαλύψω ένα δικό μου, προσωπικό «σύστημα» μουσικής σύνθεσης. Καταλάβαινα ότι αυτό που λένε προσωπικό ύφος, τώρα στην περίοδο του θριάμβου της τεχνικής, έπρεπε να βγαίνει προπαντός μέσα από μια προσωπική τεχνική γλώσσα. Ρίχτηκα με μανία στην έρευνα. Ήθελα να πάρω όσα μπορούσα από τη σειραϊκή τεχνική, να την κωδικοποιήσω σε μία δική μου μέθοδο, που να στηρίζει τις ελεύθερες εμπνεύσεις μου. Προσπάθησα επίσης να προχωρήσω όσο μπορούσα πιο μακριά στην περιοχή των ρυθμικών αναπτύξεων και παραλλαγών.

Έφτασα έτσι σ’ ένα δρόμο, σε μια περιοχή, σ’ ένα προσχέδιο συστήματος που το ονόμασα «τετράχορδα». Όμως, δεν μπόρεσα να το εφαρμόσω στην πράξη παρά μόνο μερικώς (Δεύτερη και Τρίτη Σουίτα, Αντιγόνη).

Το πιο εκπληκτικό όμως είναι το γεγονός ότι ανακάλυψα τελικά την τελειότερη εφαρμογή του παραπάνω συστήματος σ’ ένα από τα τελευταία έργα του Στραβίνσκι, το Agon [Αγών]. Γνώριζα ότι το έργο αυτό είχε καταταγεί στις δωδεκαφθογγικές δημιουργίες του μεγάλου συνθέτη. Όμως εγώ καταπιάστηκα λεπτομερώς με την ανάλυσή του και μπόρεσα να αποδείξω ότι το όλο έργο στηρίζεται σ’ αυτό το σύστημα. Δυστυχώς δεν κατόρθωσα ως σήμερα να ανακοινώσω τη μελέτη μου. Όμως, όπως και να ’χει το ζήτημα, πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για καταπληκτική περίπτωση. Πόσο μάλλον όσο υποψιάζομαι ότι και ο ίδιος ο Στραβίνσκι δεν είχε σαφή επίγνωση της σοφίας του νέου συστήματος που μεταχειρίστηκε.

Το ατύχημα για την Πρώτη Σουίτα μου είναι το γεγονός ότι προϋπήρξε ο συνθέτης του Sacre du printemps [Ιεροτελεστία της άνοιξης]. Διαφορετικά θα ’ταν ένα πολύ μεγάλο σύγχρονο έργο! Όμως, τι να πει κανείς περισσότερο απ’ ό,τι έχει ειπωθεί στην περιοχή των ρυθμών και των ορχηστρικών χρωμάτων από τον μεγαλοφυέστερο συνθέτη της εποχής μας; Κάποτε θυμωμένος είπα: «Αφού περάσουν μερικές δεκαετίες, ο κόσμος θα λέει ότι ο Στραβίνσκι επηρεάστηκε από την Πρώτη Σουίτα μου, όχι εγώ από κείνον!»

Ήθελα προφανώς να μιμηθώ τον Τ.Σ. Έλιοτ, νομίζω, που διετείνετο ότι ο Σαίξπηρ τον είχε μιμηθεί! Η Πρώτη Σουίτα, όπως εξάλλου όλη η συμφωνική μουσική μου, είναι σχεδόν άγνωστη τόσο στο μεγάλο κοινό όσο και στους ειδικούς. Λέω «σχεδόν», γιατί υπάρχει σε δίσκο Κολούμπια, σε εκτέλεση της Συμφωνικής του Ραδιοφωνικού Σταθμού του Στρασβούργου υπό την διεύθυνση του Τσαρλς Μπράεκ. Όμως, απ’ ό,τι ξέρω, ο δίσκος αυτός δεν έχει καθόλου εμπορική επιτυχία. Έτσι ο μόνος σοβαρός ακροατής επομένως και κριτής του έργου μου εξακολουθώ, δυστυχώς, να είμαι εγώ…

Νομίζω λοιπόν πως η επιρροή του Στραβίνσκι σ’ εμένα είναι εξωτερική, επιφανειακή. Οφείλεται βασικά στο γεγονός ότι ακουμπάμε και οι δύο σε μουσικές παραδόσεις -ρωσική, ελληνική- που η βάση τους είναι οι σιδερένιοι ρυθμοί των λαϊκών χορών. Εγώ ίσως να αισθάνομαι περισσότερο την ανάγκη των ατσάλινων ρυθμικών κατασκευών, μια και κατάγομαι από την πατρίδα του σύγχρονου πυρρίχιου -πεντοζάλη-, την Κρήτη.

Εάν λοιπόν μπορέσεις να ξεπεράσεις τις όποιες επιφανειακές ομοιότητες και προχωρήσεις σε βάθος, τότε θα δεις ότι η Πρώτη Σουίτα ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο: τον ελλαδικό. Με το έργο αυτό θέλησα να δημιουργήσω ένα ηχητικό μνημείο στον ρυθμό και στο χρώμα, αφιερωμένο στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, την Κρήτη. Ένα έργο που να προχωρεί σε χαλύβδινους ρυθμούς.

Πραγματικά νομίζω ότι εκεί μέσα εξάντλησα όλο το συνθετικό μου απόθεμα σε ρυθμούς και σε συνδυασμούς ρυθμών και ηχοχρωμάτων. Δεν έκανα φολκλόρ. Άλλωστε, ελάχιστα θέματα αυτούσια δημοτικά ή δημοτικοφανή υπάρχουν. Για να δανειστώ τον όρο του Νίτσε, εκείνο που με οδήγησε υπήρξε το διονυσιακό πνεύμα σε όλη του την τραγική σημασία.

Η Πρώτη Σουίτα είναι έργο δραματικό, τραγικό. Πίσω από τα ξέφρενα, βακχικά ουρλιαχτά και τις διονυσιακές γκριμάτσες κρύβεται ο βαθύς, ανικανοποίητος πόθος του ανθρώπου, που με δέος σκοντάφτει στο ανελέητο σύνορο της ζωής. Παρόλο που σήμερα διακατέχομαι από διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις, εν τούτοις είμαι βέβαιος ότι ο χρόνος θα δικαιώσει το έργο αυτό, γιατί απηχεί ζωντανά μια πτυχή του χαρακτήρα της νεοελληνικής ψυχής.

H Δεύτερη Σουίτα είναι έργο βασικά δραματικό, όπου όμως βαραίνει ίσως, περισσότερο απ’ όσο θα ’πρεπε, η παρουσία μιας τεχνικής νοοτροπίας εν τη γενέσει της. Πρόκειται για το σύστημα των «τετραχόρδων». Όπως και με Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, το ίδιο κι εδώ με απασχολεί -θα ταίριαζε καλύτερα να πω: με συγκλονίζει- το πρόβλημα του θανάτου, της θυσίας για τους άλλους.

Είναι καιρός, όμως, νομίζω να φτάσω στον Επιτάφιο. Η τριετία των υψιπέδων αναζητήσεων έληγε. Έπρεπε γρήγορα να προσγειωθώ, να δω με ορθάνοιχτα μάτια την πραγματικότητα, το μέλλον.

Η πνευματική και ιδιαίτερα η μουσική ζωή στη γαλλική πρωτεύουσα με είχε απογοητεύσει. Ο μεγάλος θρύλος διαλυόταν μέρα με τη μέρα. Ήταν φανερό ότι τον διατηρούσαν με τα παραμύθια ενός ένδοξου παρελθόντος. Οι συμφωνικές συναυλίες ανιαρές. Το κοινό το ίδιο και το ίδιο. Στα σπάνια κοντσέρτα των πρωτοποριακών, μ’ έπιανε στο στομάχι μου από τους σνομπ. Οι νέοι συνθέτες έκαναν φανερή προσπάθεια, καθώς έπαιζαν τον ρόλο του πρωτοποριακού καλλιτέχνη. Όμως έβγαζαν από όλες τις μεριές την προσποίηση, την ψευτιά. Δεν υπήρχε τρόπος να ανταλλάξεις δύο ωφέλιμες σκέψεις, ανησυχίες. Να εμπιστευτείς τις αμφιβολίες σου. Να δείξεις τις κατακτήσεις σου. Έτσι, γρήγορα κλείστηκα ασφυκτικά στον εαυτό μου.

Η Γαλλία είναι ένα πλούσιο βιομηχανικό έθνος. Έχει μεγάλη πνευματική παράδοση, γερό εκπαιδευτικό σύστημα και οπωσδήποτε ανεβασμένη κουλτούρα. Και όμως. Σε τρομάζει η εκπληκτική αδιαφορία του αληθινού κοινού για τα προβλήματα της τέχνης και ιδιαίτερα της μουσικής. Τότε για ποιον δημιουργούν όλοι αυτοί οι νέοι «επαναστάτες»; Για μια χούφτα σνομπ «μυημένους» ή για την αθανασία;

Υπήρχαν μπροστά μου δύο προβλήματα, που το ένα ήταν δεμένο σφιχτά με το άλλο. Πρώτο το πρόβλημα της τέχνης. Δεύτερο το πρόβλημα της τέχνης σε σχέση με το κοινό, με τον λαό. Το ένα έκρινε το άλλο. Έτσι έφτασα σιγά σιγά σε μια βαθιά και ριζική αναθεώρηση όλων των αντιλήψεών μου για την τέχνη.

Τίναξα από πάνω μου όλες τις αράχνες από μια ωδειακή παιδεία που μας έδειχνε τον μεγάλο δημιουργό κάτω από ένα ψεύτικο πρίσμα: ο απόκοσμος μεγαλοφυής, που ξεκομμένος από το καθετί δημιουργεί για την αθανασία!

Αντίθετα, η σωστή μελέτη της ζωής όλων των μεγάλων καλλιτεχνών και γενικότερα των πνευματικών ανθρώπων μάς δείχνει ότι το έργο τους είναι τόσο πιο μεγάλο όσο πιο μεγάλος υπήρξε ο δεσμός τους με το ιστορικό τους περιβάλλον και τα προβλήματα.

Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες δημιούργησαν για την εποχή τους. Για μια συγκεκριμένη χώρα, λαό, κοινό. Και στην προσπάθειά τους να εκφράσουν τέλεια την εποχή τους, μπόρεσαν να δημιουργήσουν έργα αθάνατα που εκφράζουν όλες τις εποχές, όλους τους λαούς, όλη την ανθρωπότητα.

Έπλασα σιγά σιγά μέσα μου το μεγάλο ιδανικό της ζωής μου: να δημιουργήσω μεγάλες ηχητικές τοιχογραφίες, όμως με υλικά απόλυτα ζωντανά• με αναγκαιότητα και αλήθεια• πλουτίζοντας τη μουσική μου γλώσσα με κάθε καινούρια τεχνική προσφορά- ακόμα προσπαθώντας, αν το μπορώ, να προωθήσω αυτήν την τεχνική. Όμως, το πιο σπουδαίο, ήθελα τη μεγάλη αυτή μουσική τοιχογραφία να τη νιώθει όλος ο λαός, να την αγαπά όλος ο λαός, να τη λογαριάζει ως κάτι εντελώς δικό του, που βγαίνει απ’ αυτόν, που απευθύνεται σ’ αυτόν.

Έτσι απάντησα μέσα μου σ’ αυτά τα δύο ερωτήματα-προβλήματα. Στο σημείο των συλλογισμών μου ήρθε ο Επιτάφιος. Όμως εγώ ήμουν ακόμα διατακτικός. Βρισκόμαστε στα 1958. Έπρεπε να περάσουν ακόμα δύο χρόνια για να πειστώ απόλυτα για την αλήθεια των σκέψεων μου.


Για το Άξιον Εστί

Αθήνα, 1964

Με την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της εκτέλεσης του Άξιον Εστί, που βασίζεται στο ομώνυμο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, αισθάνομαι ότι έφθασα σ’ ένα τέρμα που συγχρόνως είναι και πρέπει να είναι μία αρχή.

Το έργο αυτό παρουσιάζει τον εαυτό μου, το πρόσωπό μου μπροστά στο κοινό μας, ακριβώς πέντε χρόνια ύστερα από την ολοκληρωπκή στροφή μου στη λαϊκή μας μουσική με τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, το καλοκαίρι του 1959.

Έλεγα τότε πως μπαίνω στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά κι αυθόρμητα όσο και οι λαϊκοί μας συνθέτες. Αυτό δεν ήταν σχήμα λόγου, αλλά αληθινή πράξη ζωής. Όμως για ποιο λόγο; Γιατί είχα πια βεβαιωθεί πως ο δρόμος της δυτικής τέχνης που μάθαμε στα ωδεία ήταν κλειστός, δίχως διέξοδο. Είχα πάει στην Ευρώπη για να ανακαλύψω καινούριους ορίζοντες και βρέθηκα κλεισμένος σε φανταστικές αποθήκες από μπετόν, γεμάτες μουσική από νάιλον. Και όμως, εδώ στην πατρίδα μας, η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή.

Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση, και επιπλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά, και όχι μόνο μουσειακά, με τον λαό και την εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασικές περιόδους της τέχνης.

Η μαθητεία μου αυτή στο λαϊκό μας τραγούδι είχε φυσικά πολλές πλευρές, πολλές αιχμές, πολλούς στόχους: αισθηματικούς, παιδαγωγικούς και κοινωνικούς. Το ελαφρό τραγούδι μας κάνει και ξεχνάμε. Το λαϊκό τραγούδι μας κάνει να θυμόμαστε. Αυτό ακριβώς, «τη μνήμη του λαού μου», όπως λέει και ο Ελύτης, ήθελα κυρίως να αφυπνίσω και να οξύνω.

Δεν αρνούμαι ότι βάδισα και πάλεψα οργανωμένα. Το ευτύχημα για μένα είναι ότι το έργο μου αγαπήθηκε από εκείνους που θα έπρεπε να αγαπηθεί και μισήθηκε και χτυπήθηκε από κείνους που θα έπρεπε να μισηθεί, γεγονός που με βοήθησε αποφασιστικά να ακολουθήσω τον δρόμο που πίστευα, και πιστεύω, πως είναι σωστός. Κι αυτός ο δρόμος ως προς την κατεύθυνση της αισθητικής ονομάζεται σήμερα για μένα Άξιον Εστί.

Ο Επιτάφιος, το Αρχιπέλαγος, η Πολιτεία και αργότερα Το τραγούδι του νεκρού αδελφού ήταν τέσσερις κύκλοι τραγουδιών, όπου με ευλαβική, θα ’λεγα, προσοχή επεδίωξα να μείνω πιστός στα γνωστά καλούπια, μελωδικά και ρυθμικά, του λαϊκού μας τραγουδιού. Όμως παράλληλα, έχοντας ως μακροπρόθεσμο στόχο μου τη δημιουργία έντεχνου μουσικού έργου, ολότελα νεοελληνικού, γύμναζα τα μουσικά μου όπλα, επιχειρώντας έξοδο από τις αυστηρές φόρμες της λαϊκής μας μουσικής.

Οι Λιποτάκτες και αργότερα τα Επιφάνια ήταν γυμνάσματα αυτού του είδους, μέχρι που γνώρισα το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Ήταν για μένα μεγάλη εύνοια της θεάς Τύχης το ότι βρέθηκα μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες, θαρρείς, οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του.

Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματιστούν, χωρίς δυστυχώς να μπορώ να τους εξηγήσω «λογικά» τι ακριβώς ζητούσα. Ήμουν τυλιγμένος σε ένα γόνιμο χάος.

Ο ταχυδρόμος στο Παρίσι περνούσε καθημερινά στις 3 μ. μ. Ήταν, νομίζω, άνοιξη του 1961 όταν έλαβα το Άξιον Εστί, δώρο ευγενικό του ποιητή, και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη, τη «Γένεση» και τα «Πάθη».

Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ενυπήρχε ήδη μέσα μου αυτή η μουσική, και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας στον βράχο για να ξεπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων. Ως και η μορφή του έργου, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού ύφους, άλλοτε απέραντου σαν αρχιπέλαγος, άλλοτε κατανυκτικού σαν ψαλμός ή πειθαρχημένου σαν λαϊκό τραγούδι, μου προσέφερε εκπληκτικές δυνατότητες, που πολύ φοβάμαι πως δεν κατόρθωσα να τις εξαντλήσω σ’ αυτό το πρώτο μουσικό γύμνασμα.

Το πρόβλημα ήταν πώς να ισορροπήσω το καθαρά λαϊκό τραγούδι με τις έντεχνες μουσικές μορφές της λαϊκής μουσικής, καθώς παρουσιάζονται είτε από την ορχήστρα, είτε από τον ψάλτη (βαρύτονο), είτε από τη χορωδία. Εδώ, στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική, με τη συνείδηση, θα ’λεγα, του αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.

«Στο διάβολο», είπα, και τα εγκεφαλικά κοντραπούντο και οι πολύπλοκες αρμονικές, ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις. Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνες και δροσοσταλίδες, χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι. Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους λαούς που έχασαν την ψυχή τους, κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και τις ελπίδες της Ρωμιοσύνης.


Η λαϊκή συναυλία

Λυκαβηττός, Σεπτέμβριος 1966

Η λαϊκή συναυλία είναι μία νέα, επαναστατική μορφή επαφής του δημιουργού με τον λαό. Το περιεχόμενο της ποίησης, η ουσία της μουσικής και η μορφή της ερμηνείας έρχονται σε άμεση επαφή με τις εμπειρίες και τα οράματα του μέσου ακροατή, καταλήγουν στην ταύτιση του έργου με το κοινό.

Μια τέτοια λειτουργία συναντήσαμε σε κορυφαίες ιστορικές περιόδους. Και μόνο τυφλοί, είτε τυφλωμένοι από εμπάθεια, μπορεί να αγνοήσουν αυτή την καταπληκτική αναγεννητική έξαρση ενός ολόκληρου λαού, που θέλει και μπορεί να ταυτίζεται με το έργο τέχνης, όταν και εφ’ όσον το θεωρεί δικό του. Από την άποψη αυτή, η στιγμή της λαϊκής συναυλίας στο γήπεδο της ΑΕΚ, όπου πάνω από είκοσι χιλιάδες ακροατές συνταύτιζαν τους ρυθμούς της ψυχής τους με τους ρυθμούς της ποίησης και της μουσικής, αποτελεί μια μεγάλη, ανεπανάληπτη θα ’λεγα, εθνική στιγμή, και αποδεικνύει πόσο πελώρια βήματα έγιναν από μέρους του λαού μας προς την περιοχή της τέχνης.

Η λαϊκή συναυλία καθιερώθηκε στα 1960. Ξεκίνησε από την Ελευσίνα θέλοντας να ακουμπήσει στο στέρεο έδαφος των μύθων. Να εκδηλώσει ακόμα την ελληνολατρία της. Σήμερα, παρόμοιες μορφές επαφής με το κοινό έχουν καθιερωθεί σ’ όλο τον κόσμο, από το αμερικάνικο ειρηνόφιλο τραγούδι ως τους Μπιτλς.

Γι’ άλλη μια φορά η Ελλάδα ανοίγει έναν καινούριο δρόμο. Αδιάφορα αν κανείς δεν το λέει, εδώ στην Ελλάδα εμείς ξέρουμε ότι ανοίξαμε ένα δρόμο και βρισκόμαστε πάντα στην πρωτοπορία. Αυτό φάνηκε στην πρόσφατη περιοδεία μας στη Γερμανία, την Ολλανδία και την Αγγλία. Θα επιβεβαιωθεί πανηγυρικά μετά τη νέα μας εξόρμηση στην Ευρώπη, στις αρχές του ερχόμενου χειμώνα.

Τι εννοούμε λέγοντας «πρωτοπορία»; Αν η ταύτιση του κοινού με τους Μπιτλς επιτυγχάνεται στη βάση της ρυθμικής μαστίγωσης ενώ με τους Αμερικανούς ειρηνιστές γύρω από τα μέσα πολιτικά συνθήματα που φλογίζουν ιδιαίτερα τη νεολαία, σε μας η ταύτιση πραγματώνεται στην υψηλή σφαίρα της αληθινής ποίησης και της ώριμης μουσικής ομιλίας, μεστής από τους πλούσιους χυμούς της παράδοσης. Πράγματι, έχουμε τόσο προχωρήσει, ώοτε να μη μας χωρίζει από το καθαρά νεοελληνικό έντεχνο, συμφωνικό έργο παρά ένα μονάχα βήμα. Αυτό είναι το στίγμα. Το συνοψίζω:

1) Η ολοένα εξαπλούμενη «μέθεξη» του μεγάλου κοινού με το έργο τέχνης στην περιοχή της έντεχνης ελληνικής λαϊκής μουσικής αποτελεί εθνική κατάκτηση.

2)      Η Ελλάδα ανοίγει δρόμο σε παγκόσμια κλίματα και βρίσκεται στην πρωτοπορία.

3)      Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για το «μέγα άλμα» προς συνθετότερες μορφές.

Και να η αντίθεση: όχι ορκισμένοι εχθροί της Ελλάδας, αλλά Έλληνες, και μάλιστα «επιφανείς», επιδιώκουν με κάθε μέσο να εμποδίσουν αυτήν την εθνική αναγεννητική προσπάθεια. Δεν θα σταθώ ούτε θα αναλύσω τους λόγους. Τα πράγματα είναι καθαρά, ώστε ο καθένας να μπορεί, αν το θελήσει, να βγάλει τα συμπεράσματά του.


Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι ευαίσθητος στα κοινά

Προεκλογική ομιλία στην Κρήτη. Χανιά, Νοέμβριος 1964

Υπάρχουν συμπατριώτες, συμπολίτες, φίλοι που με αγαπούν και με πιστεύουν ως καλλιτέχνη και που δεν συμφωνούν με την ανάμειξή μου στην πολιτική.

Τους απαντώ ότι δεν ασχολήθηκα, ούτε και τώρα ασχολούμαι με την πολιτική. Γιατί η πολιτική με την πλατιά, την πραγματική της έννοια δεν είναι ασχολία, δεν είναι επάγγελμα, αλλά καθημερινό καθήκον του κάθε πολίτη προς την πολιτεία. Είναι το πέρασμα από το «εγώ» στο «εμείς», από τα στενά προσωπικά μας ενδιαφέροντα στο ενδιαφέρον για τον διπλανό μας, για το μέλλον της χώρας μας. Αυτή είναι η πραγματική πολιτική, κι έτσι μπορώ να πω ότι είμαι πολιτικός από το 1942, στις 25 Μαρτίου, όταν μ’ έπιασαν και με χτύπησαν οι Ιταλοί στην Τρίπολη, γιατί θέλησα να στεφανώσω μαζί με τους συμμαθητές μου τον τάφο του Κολοκοτρώνη.

Και νομίζω πως τέτοιου είδους πολιτικού είμαστε λίγο-πολύ όλοι μας. Συνεπώς, δεν κάνω τίποτα περισσότερο, ούτε όμως και τίποτα λιγότερο, απ’ ό,τι κάνει και θα έπρεπε να κάνει ο κάθε πολίτης αυτής της χώρας.

Όμως εσύ, μου λένε, έχεις ταλέντο και πρέπει να το διαφυλάξεις. Ξεχνούν πως όλη τη ζωή μου τη μοίρασα σε αγώνες και σε μουσική. Και είναι οι αγώνες και η μουσική τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα. Φαίνεται πως το ταλέντο μου, σαν μια παράξενη μπαταρία, εκεί μέσα γεμίζει. Μέσα στη ζεστασιά της χειραψίας, μέσα στο αετίσιο βλέμμα του συναγωνιστή, μέσα στις ιαχές των συλλαλητηρίων και στη βοή της μάχης. Γιατί, όπως ξέρουν, δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε συνθέτης, αλλά ένας συνθέτης Κρητικός, κι αυτό το τελευταίο βαραίνει πολύ μέσα μου και θέλω προσπάθεια μεγάλη για να παραμείνω πεισματικά, αμετανόητα και πάντα Κρητικός.

Όμως το ταλέντο δεν έρχεται μόνο του. Για να φυτρώσει, του πρέπει στρώμα παχύ ευαισθησίας. Αυτό σημαίνει πως ο αληθινός καλλιτέχνης δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος όταν γύρω του οι άλλοι βογκούν, ταπεινώνονται, πεινούν, τσακίζονται, όταν το έθνος του ταπεινώνεται, φιμώνεται, μεταβάλλεται σε ζούγκλα με νόμους το «έτσι θέλω» του Καραμανλή και το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη.

Τότε η ευαισθησία αυτή γίνεται ευθύνη και φέρνει τον καλλιτέχνη μέσα στον λαό, πλάι στον ήρωα που τον κλείσανε στη φυλακή γιατί πολέμησε τον εχθρό, πλάι στον χωριάτη τον Ρουπακιά που τον σκότωσαν γιατί χρωστούσε στο δημόσιο εκατόν πενήντα δραχμές, πλάι στον φαντάρο Κερπινιώτη που του δώσανε πενήντα μαχαιριές και του κόψανε την καρωτίδα  [Κατά τις βουλευτικές εκλογές του 1961] γιατί θα ψήφιζε ΕΔΑ, πλάι στον Εδαΐτη βουλευτή της ειρήνης γιατί στεφάνωσε τον τύμβο των Μαραθωνομάχων και γι’ αυτό έπρεπε να πεθάνει.

Πώς θέλετε από τον καλλιτέχνη, που τον εκτιμάτε και τον αγαπάτε, να μένει αδιάφορος, απομονωμένος πίσω από τις παχιές κουρτίνες, πίσω από τη ζωή, και να φτιάχνει ήρεμος, ξένοιαστος και αδιάφορος τραγούδια, όταν έξω, στους βουερούς δρόμους, η αδικία αλωνίζει, το ψέμα θριαμβεύει και η μισαλλοδοξία κυριαρχεί;

Αυτός ο καλλιτέχνης, κι αν υπάρχει, είναι ψεύτικος και ψεύτικα θα ’ναι τα τραγούδια που θα σας φτιάξει. Γιατί ένα τραγούδι γεννιέται σαν ένα παιδί. Χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται αίμα. Χρειάζεται αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι ντρέπομαι.

«Ντρέπομαι για την ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου», όπως έγραψε κάποτε ο Παλαμάς καθισμένος μπροστά στο τζάκι του, καθώς σκεφτόταν πως υπάρχουν παιδάκια μελανιασμένα και νηστικά μέσα σε ξέφραγες παράγκες. Ντρέπομαι για τα μικρά μας αδέλφια που δουλεύουν δεκαπέντε ώρες σε ταβέρνες, σε γκαράζ, σε χωράφια, σε μηχανουργεία, σε εργοστάσια, μονάχα για ένα πιάτο φαγί, ενώ θα ’πρεπε να βρίσκονται σε ηλιόλουστα σχολεία και πράσινα γήπεδα. Ντρέπομαι για τους γέρους και τις γριούλες, που μόχθησαν σ’ όλη τους τη ζωή, γέννησαν, ανάθρεψαν τους πολίτες της χώρας αυτής και τώρα ζητιανεύουν για να ζήσουν.

Όχι, δεν μπορεί να λεγόμαστε πολιτισμένος λαός, πολιτισμένοι άνθρωποι, όταν δεχόμαστε γύρω μας τόση αθλιότητα. Κι από πάνω έχουμε το κουράγιο να μιλάμε σοβαρά για τέχνη.

Και τι να πω για τις «φυλετικές» διακρίσεις; Που κατάφεραν να μας διαιρέσουν σε μαύρους και άσπρους, σε υγιείς και λεπρούς, σε εθνικώς σκεπτόμενους και αντεθνικά στοιχεία; Που ψαχουλεύουν στην ψυχή μας, εκβιάζουν τη σκέψη μας, βιάζουν το φρόνημά μας και μας «φακελώνουν», μας κατατάσσουν, μας βάζουν βούλες στο μέτωπο για να μην μπορούμε να βρούμε δουλειά, για να διώκονται ως και τα τραγούδια μας, ως αντεθνικά, και να μη μένει πια παρά μονάχα ο δρόμος του συμβιβασμού, της προδοσίας, ή ο δρόμος της εξορίας και του μετανάστη, ο δρόμος της υπερήφανης, της ασυμβίβαστης πάλης!

Αυτή είναι η φλόγα που με καίει. Γιατί ξέρω πως τελικά η συντριπτική πλειονότητα του λαού μας θα ’ρθει κάποτε στις γραμμές μας, θ’ ακολουθήσει τις σημαίες μας που γράφουν Ειρήνη, Δημοκρατία, Αμνηστία.

Γιατί ξέρω καλά πως η συντριπτική πλειονότητα του λαού μας είναι μαζί μας. Όμως, μας χωρίζει ακόμα αυτός ο τρομερός κρατικός και παρακρατικός μηχανισμός του εκβιασμού, της ψεύτικης προπαγάνδας, της βίας, του ηθικού, πολιτικού και οικονομικού εκβιασμού. Και πίσω απ’ αυτήν την τρομερή μηχανή, πίσω από τις διώξεις, τη βία, τα εθνικά ξεπουλήματα, την οικονομική εκμετάλλευση, πίσω από την αθλιότητα στην οποία έχουν ρίξει τον λαό μας, κρύβεται ένας και μόνον εχθρός: η ελληνική ολιγαρχία, στηριγμένη στους ξένους φίλους και συνεταίρους της. Αυτή η ολιγαρχία σαν το χταπόδι έχει απλώσει τα πλοκάμια της. Το ένα το λένε αντικομμουνιστική προπαγάνδα, που θα πει εφημερίδες, ραδιόφωνο, παιδεία, κινηματογράφος, πνευματική και ηθική διαφθορά, και προ-πό• το άλλο το λένε Ασφάλεια, με πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, διώξεις, μηνύσεις, φυλακίσεις, εκφοβισμούς• το άλλο, παρακρατικές οργανώσεις• το άλλο, στρατιωτικές δαπάνες που φτάνουν το ένα τρίτο του κρατικού μας προϋπολογισμού- το άλλο, ξένες στρατιωτικές βάσεις που μας μεταβάλλουν σε αποικιακή χώρα.

Εμείς οι πρωτοπόροι αγωνιστές, εμείς που πολεμήσαμε τον ξένο κατακτητή, εμείς που βρεθήκαμε πάντα επικεφαλής σε όλους τους δίκαιους αγώνες του λαού μας για ψωμί, δουλειά, μόρφωση και ειρήνη, ενώ με το ένα χέρι κρατάμε το σπαθί για να κόβουμε το χέρι το παρασιτικό, που δεν ξέρει παρά μονάχα πώς να κλέβει και πώς να δολοφονεί, με το άλλο χέρι κρατάμε τα όνειρα που θα ανοικοδομήσουν, να αναγεννήσουν την πατρίδα μας. Γιατί πιστεύουμε βαθιά πως η πατρίδα μας μπορεί να γίνει μια ζωντανή κυψέλη δουλειάς, δημιουργίας, ευτυχίας και χαράς.

Και τότε, πάνω από τις σκαλωσιές και μέσα από τους κάμπους η πατρίδα μας θα γεμίσει τραγούδια. Τότε, ελεύθερος από την ντροπή και ο καλλιτέχνης θα μπορέσει να ξανατραγουδήσει τραγούδια χαράς, δημιουργίας και ελευθερίας.


Τα Μουσικά Σεμινάρια της Πέμπτης

Ομιλία στο πρώτο σεμινάριο Πειραιάς, Φεβρουάριος 1967

Ύστερα από τις συμφωνικές συναυλίες της Τετάρτης και τις λαϊκές της Δευτέρας, ο Μουσικός Οργανισμός Πειραιώς καθιερώνει από σήμερα τα Μουσικά Σεμινάρια της Πέμπτης.

Με την ευκαιρία αυτή, επιτρέψτε μου να σας πω δυο λόγια σχετικά με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις μας. Βασική επιδίωξη: να φέρει στη φωτεινή λεωφόρο της μουσικής όλο και πιο μεγάλες μάζες του εργαζόμενου λαού μας και ιδιαίτερα της νεολαίας μας. Γι’ αυτόν το σκοπό, με τη βοήθεια του Δήμου Πειραιώς, ιδρύσαμε τη Δημοτική Χορωδία Πειραιώς και τη Δημοτική Συμφωνική Ορχήστρα Πειραιώς.

Με τα σεμινάρια της Πέμπτης μπαίνουμε σε έναν καινούριο κύκλο επικοινωνίας και επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε νέες μορφές γνωριμίας και προβληματισμού ανάμεσα στον μέσο ακροατή και το μουσικό έργο. Ακόμα είμαστε βέβαιοι πως, αν το πείραμά μας αυτό στεφθεί με επιτυχία, τότε πλάι στη μουσική θα προστεθούν η ποίηση, τα γράμματα, το θέατρο, η ζωγραφική και ο κινηματογράφος.

Οραματιζόμαστε να μεταβάλουμε τον χώρο αυτόν σε ένα ελεύθερο σπουδαστήριο όπου ιδέες, απόψεις, πρόσωπα και έργα θα διασταυρώνονται με τόλμη και ευθύνη. Γι’ αυτόν τον λόγο πιστεύουμε πως θα πρέπει να υπάρχει μια κεντρική κατευθυντήριος γραμμή. Ποια θα πρέπει να είναι; Νομίζω ότι θα τη βρούμε στο σημείο εκείνο όπου συναντώνται τα καυτά προβλήματα και οι βαθιές αγωνίες της εποχής και της χώρας μας με τους προβληματισμούς και τις αγωνίες της υπεύθυνης πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Θέλω να πω μ’ αυτό ότι απορρίπτω, ως άχρηστο και επικίνδυνο, τον δρόμο μιας προβληματικής εκτός τόπου και χρόνου, που θα μας αποπροσανατόλιζε, χωρίς τελικά να προσθέσει τίποτε ωφέλιμο ούτε στο κοινό ούτε στον δημιουργό.

Ο άνθρωπος, και πολύ περισσότερο ο σύγχρονος Έλληνας, δίνει μια μεγάλη ιστορική μάχη. Οι τεράστιες δυνατότητες που του προσφέρει η σύγχρονη τεχνική του αποκάλυψαν, και του αποκαλύπτουν καθημερινά, σε πόσο υψηλή βαθμίδα πρέπει να τοποθετήσουμε τον άνθρωπο, αυτό το τέλειο δημιούργημα. Βρισκόμαστε δηλαδή στο γλυκοχάραμα ενός γιγαντιαίου αυτοσεβασμού και αυτοεκτίμησης της ανθρωπότητας προς τον εαυτό της, του κάθε ατόμου προς τον εαυτό του. Αυτό σημαίνει πως κάθε μέρα που περνά κάνει για τον καθένα μας πιο δύσκολη την παραδοχή ορισμένων σχέσεων και συνθηκών που εξακολουθούν να υποβιβάζουν τον άνθρωπο στην κατηγορία ενός απλού ζώου με ανεπτυγμένο εγκέφαλο.

Είμαι βέβαιος ότι κανείς μας δεν σκέφτεται πόσο τέλειο όργανο είναι π.χ. το μάτι ή το χέρι μας. Πόσα εκατομμύρια χρόνια χρειάστηκαν για να φτάσουν σε τέτοια τελειότητα, ώστε να καταντά έγκλημα η χρησιμοποίησή τους «κατ’ αποκλειστικότητα» σε αυτοτελείς λειτουργίες. Τόσο καταπληκτικά όργανα, όπως είναι ο ανθρώπινος εγκέφαλος, η μνήμη, η ευαισθησία, η φαντασία, και όμως σκυμμένα π.χ. πάνω από τον γραφειοκρατικό μηχανισμό, κάνουν τις ίδιες ανόητες λογιστικές πράξεις, γράφουν τα ίδια μονότονα «έχομεν την τιμήν» και «διατελούμεν μετά τιμής». Με δύο λόγια, πάει χαμένο ό,τι πολυτιμότερο έχει ο άνθρωπος μέσα του. Ο ίδιος άνθρωπος σπαταλιέται, χάνεται, διαλύεται μέσα στην αντιανθρώπινη στρουκτούρα και στις διαδικασίες της σύγχρονης κοινωνίας.

Υπάρχει φυσικά και η πολύ χειρότερη περίπτωση των συνανθρώπων μας που δεν έχουν ακόμα λύσει τα στοιχειώδη προβλήματα της τροφής και της κατοικίας. Όπως είναι γνωστό, χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά από πείνα. Με δυο λόγια, η ανατέλλουσα ανθρώπινη αυτοεκτίμηση τραυματίζεται σε κάθε της βήμα από την απαράδεκτη υποταγή του ανθρώπου σε σχέσεις, νόμους και συνθήκες που δεν έχουν πια καμιά σχέση με τον μοναδικό του εχθρό: τους φυσικούς νόμους. Γιατί αυτούς τους τελευταίους κατόρθωσε να τους διερευνήσει, να τους υποτάξει και ακόμα να τους θέσει στην υπηρεσία του.

Όμως, ας έρθουμε στην πατρίδα μας. Εδώ, αυτό το ανατέλλον αίσθημα του ανθρώπινου αυτοσεβασμού και της αυτοεκτίμησης παίρνει στις μέρες μας τις διαστάσεις ενός αληθινού μαζικού κινήματος. Ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους και τις νέες. Βασικά, πρόκειται για ένα αληθινό πλέγμα ενοχής που ξεκινά από δύο διαφορετικές αφετηρίες: τον εαυτό μας και τον αδελφό μας.

Είμαστε ένοχοι για όλους τους Έλληνες που μένουν στο σκοτάδι της υλικής αθλιότητας και της πνευματικής στέρησης. Είμαστε ένοχοι απέναντι στον εαυτό μας, γιατί κανείς από μας δεν κάνει όσο και όπως πρέπει το χρέος του, ώστε να αξιοποιηθεί μέσα μας ό,τι είναι ανθρώπινο, ώστε να μη σπαταλιούνται τα πολύτιμα χαρίσματά μας στην αντιανθρώπινη, την απάνθρωπη διαδικασία που μας επιβάλλεται από ένα κοινωνικό καθεστώς σχέσεων ιστορικά ξεπερασμένο.

Να λοιπόν για ποιο λόγο η βοήθεια της κουλτούρας και γενικότερα της πνευματικής δημιουργίας γίνεται, σ’ αυτό το συγκεκριμένο στάδιο, ένας πολύτιμος, ένας ανεκτίμητος σύμμαχος στον αγώνα μας για το χτίσιμο της ανθρωπιάς σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε Έλληνα. Ο ανθρωπισμός, όπως αποκαλύπτεται μέσα από την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία, είναι το στοιχείο εκείνο που προστιθέμενο στα πλέγματα της ενοχής, σε κάθε προσωπική αγωνία και έφεση για το καλύτερο, μπορεί να οδηγήσει σε μια μαχητική κάθαρση.

Το αίτημα αυτό υλοποιείται καθημερινά, ανάλογα με τη θέση του καθενός, στην παραγωγή και στην κοινωνική στρουκτούρα. Εκφράζεται με τις πολιτικές ιδέες και τους κοινωνικούς αγώνες.

Όμως, αν προχωρήσουμε προσεκτικά από την επιφάνεια προς τα βάθη, θα δούμε ότι όλες οι αντιτιθέμενες πλευρές κατασταλάζουν σε δύο βασικές αντιθέσεις, τάσεις: η μια, το ποτάμι, είναι όσοι άνθρωποι θέλουν να γίνουν άνθρωποι• η άλλη, το φράγμα, είναι όσοι αποζούν από τον άνθρωπο-κοπάδι, τον άνθρωπο-ζώο, και γι’ αυτό έχουν συμφέρον να τον διατηρήσουν στην κατάσταση του ανθρώπου-ζώου, του ανθρώπου-αντιανθρώπου.

Σκέφτομαι πως θα ’ταν πολύ ωφέλιμο αν μπορούσαμε μέσα από μια σειρά ελεύθερες συζητήσεις να φωτίζαμε τον ρόλο της ελληνικής γραμματείας και κουλτούρας ως κύριου φορέα ανθρωπισμού στη ζωή του ελληνικού έθνους τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια. Ρίχνουμε απλώς την ιδέα με την ελπίδα πως όλοι όσοι γνωρίζουν Kat πιστεύουν πως μπορούν να μας βοηθήσουν δεν θα αρνηθούν να μας προσφέρουν τις γνώσεις τους.

Επιμένω στο σημείο αυτό, γιατί πιστεύω ότι ο εθνικός, πατριωτικός και κοινωνικός ρόλος της ελληνικής γραμματείας και κουλτούρας δεν έχει μελετηθεί από τη σωστή κοινωνική σκοπιά, ώστε να κατανοηθεί η σημαντική προσφορά της στη διαμόρφωση της πορείας του λαού μας προς τα εμπρός. Νομίζω ότι φάνηκε καθαρά ο χαρακτήρας που θα πρέπει να πάρει κάθε είδους προβληματισμός και συζήτηση εδώ μέσα. Όμως καιρός να ’ρθουμε στη μουσική.

Να τι έγραψα στο πρόγραμμα της εναρκτήριας συναυλίας της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, στις 18 Νοεμβρίου 1962:

Η Μικρή Ορχήστρα Αθηνών χαιρετίστηκε κι αγαπήθηκα από το κοινό μας, και ιδιαίτερα τη νεολαία μας, γιατί ένιωσε σωστά ότι δεν είναι μια απλή συνάθροιση μουσικών αλλά ένα πνευματικό κίνημα. Κίνημα ιδεών, που θέλει να σπάσει την κρυστάλλινη γυάλα όπου έκλεισαν τη μουσική οι απειροελάχιστοι εστέτ της Αθήνας και να τη ρίξει μέσα στους βουερούς δρόμους, στα πανεπιστήμια και στις συνοικίες, στην επαρχία και μέσα στις συζητήσεις.

Η ΜΟΑ είναι σαν να λέει στον λαό μας: «Αυτομορφώσου, ύψωσε την πνευματική σου στάθμη. Μην περιμένεις να σου δώσουν άλλοι αυτό που σου ανήκει». Και στους καλλιτέχνες μας: «Βγείτε στους δρόμου για ν’ απαγγείλετε τα ποιήματά σας. Εκθέστε τους πίνακες σας στα εργοστάσια. Πηγαίνετε να βρείτε τον λαό εκεί όπου βρίσκεται. Καταργήστε τους μεσολαβητές!».

Δεν υπάρχει καιρός! Καλλιτέχνες και κοινό πρέπει γρήγορα να πιαστούν χέρι χέρι και ν’ ανέβουν μαζί στην κορυφή του λόφου, για να δουν αυτό που κρύβεται από την άλλη μεριά!

Τώρα που ξαναδιαβάζω, ύστερα από πέντε χρόνια περίπου, τα λόγια αυτά, σκέφτομαι πόσο γίνηκαν στις μέρες μας ακόμα πιο επίκαιρα. Πράγματι τι άλλο είναι αυτό που επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε παρά ένα αληθινό κίνημα κουλτούρας στην καρδιά αυτής της υπέροχής εργατικής πόλης; Ένα κίνημα που να λάμψει σαν φάρος, που να βοηθήσει, να οδηγήσει, να θριαμβεύσει!

Πρέπει να ξέρετε όλοι εσείς που μας τιμήσατε απόψε, και ακόμα να το διαδώσετε παντού, ότι στο θέατρο αυτό υπάρχει μια άρτια Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία, που ερμηνεύουν για σας τα έργα που οι συνθέτες, μικροί η μεγάλοι, έγραψαν για σας! Είναι κάτι που σας ανήκει, που έχετε δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να το κάνετε κτήμα σας. Πιστεύω ότι η διαδικασία κατάκτησης της πνευματικής κληρονομιάς φέρνει στην επιφάνεια τα βαθύτερα και καλύτερα στοιχεία του ανθρώπου. Θέτει σε λειτουργία ξεχασμένους ίσως αλλά τρομακτικούς μηχανισμούς ενέργειας, που δη-μιουργούν τελικά μέσα μας φαινόμενα πνευματικής υγείας και ψυχικής ευδαιμονίας. Ο άνθρωπος που αποφασίζει να μπει σε έναν παρόμοιο δρόμο γίνεται τελικά ελεύθερος. Που σημαίνει υπεύθυνος, σημαίνει κοινωνικά ωφέλιμος.

 

Σημείωση

Παρίσι, Δεκέμβριος 1973

Η μαχόμενη κουλτούρα αποτελεί μια ζωντανή πραγματικότητα στη σύγχρονη Ελλάδα. Κι αν δεν είχαμε άλλες αποδείξεις, νομίζω ότι τα πρωτοφανή μέτρα που πήρα και παίρνει το δικτατορικό καθεστώς εναντίον της φτάνουν για να δείξουν το ρόλο που παίζει στη χώρα μας. Η γνώμη μου είναι ότι έχουν ήδη τοποθετηθεί τα θεμέλια για μια σύγχρονη ελληνική λαϊκή κουλτούρα. Αυτό σημαίνει ότι οι λαϊκές μάζες διαθέτουν ένα δικό τους μέσον έκφρασης, γεγονός που τις τοποθετεί πιο μπροστά από άλλα σύγχρονα εθνικά σύνολα, που είτε βρίσκονται ακόμα στην εποχή της φολκλορικής παράδοσης υπανάπτυκτες χώρες είτε, έχοντας αποκοπεί από τις πολιτισμικές τους ρίζες, δεν διαθέτουν κανένα μέσο πολιτιστικής έκφρασης, αφού δεν υπάρχει καλλιτεχνικό και πνευματικό έργο που να τις εκφράζει.

Η διαπίστωση όμως ότι στη χώρα μας αναπτύσσεται ένα ευρύ πολιτιστικό κίνημα «νέου τύπου», δηλαδή ένα κίνημα που αντανακλά πιστά την εποχή μας με όλα τα χαρακτηριστικά της, πρέπει να μας οδηγήσει σε μια ριζική επανεξέταση αυτού που αποκαλούμε λαϊκό προοδευτικό κίνημα, επανεξέταση και ως προς την ουσία και ως προς τις τάσεις, κατευθύνσεις και δυνατότητές του.


Για τη Λέσχη Πολιτισμού

Παρίσι, Φεβρουάριος 1974

Έχει δημοσιευτεί το σχέδιο καταστατικού για την ίδρυση Λέσχης Πολιτισμού στη Νέα Υόρκη, που το υπογράφουν πέντε οργανώσεις: η American Committee, η Youth Committee, το ΚΚΕ, το Πανελλήνιο Αντιστασιακό Κίνημα (ΠΑΚ) και το Κίνημα της Νέας Ελληνικής Αριστεράς (ΚΝΕΑ).

Η βάση της Λέσχης Πολιτισμού υπήρξε η Μεικτή Χορωδία, που την αποτελούν εργαζόμενοι και φοιτητές. Όμως η φιλοδοξία των ιδρυτών είναι να συγκεντρώσουν γύρω τους όλους τους ζωντανούς διανοούμενους, καλλιτέχνες και επιστήμονες, με σκοπό να δημιουργήσουν μια δυνατή πνευματική και καλλιτεχνική εστία που να συσπειρώσει και να δραστηριοποιήσει όλους τους Έλληνες πατριώτες, και ιδιαίτερα τη νεολαία που ζει σ’ αυτόν τον χώρο.

Είναι αυτονόητο ότι το σύνολο αυτών των δραστηριοποιήσεων μπαίνει σ’ ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: σύγχρονη Ελλάδα, δημοκρατική Ελλάδα, αντιχουντική Ελλάδα, ελεύθερη Ελλάδα• δηλαδή στο πλαίσιο της αντίσταση, μιας αντίστασης όμως που δεν θα μένει στο σύνθημα και στην πρόθεση, αλλά δεν στηρίζεται σε μια ζωντανή διαδικασία που συνεχώς θα πλουτίζει τους πατριώτες πνευματικά και ψυχικά και θα τους προετοιμάζει και ολοκληρώνει ιδεολογικά, πολιτικά, αγωνιστικά. Θα τους εμπνέει και θα τους δραστηριοποιεί σε συγκεκριμένη στάση και πράξη για την απελευθέρωση της πατρίδας και του λαού.

Εμπνευσμένοι από τα παράδειγμα των συναγωνιστών μας της Νέας Υόρκης, ρίχνουμε σαν ιδέα τη δημιουργία Λέσχης Πολιτισμού σε όλα τα ευρωπαϊκά κέντρα όπου ζουν οι Έλληνες μετανάστες και φοιτητές στη βάση της συνεργασίας, ενωμένοι στις οργανώσεις εκείνες που όπως στη Νέα Υόρκη κρίνουν ορθή και εποικοδομητική μια τέτοια πρωτοβουλία.

Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ευρώπη υπάρχει πλούσιο δυναμικό Ελλήνων διανοούμενων, καλλιτεχνών και επιστημόνων, που πιστεύουμε ότι θα έβλεπαν πολύ θετικά μια τέτοια προσπάθεια.

Η Λέσχη Πολιτισμού μπορεί να ιδρυθεί αμέσως από τη βάση. Τι χρειάζεται;

ι) Η ομάδα των πατριωτών που θα αναλάβει την πρωτοβουλία.

2) Ένας χώρος για βιβλιοθήκη, δισκοθήκη, εκθέσεις, εκδηλώσεις.

3) Συνεργασία με πνευματικούς ανθρώπους, επιστήμονες και καλλιτέχνες.

4) Ανάπτυξη πρωτοβουλίας ανάμεσα στα μέλη της ομάδας για αυτομόρφωση και οργάνωση εκδηλώσεων.

Αργότερα, είναι δυνατόν να γίνει μια οργανική συνένωση των δημοκρατικών πνευματικών ανθρώπων, επιστημόνων και καλλιτεχνών που ζουν στην Ευρώπη, με σκοπό την ολοκληρωμένη σύνδεσή τους με τον Κίνημα Λέσχης Πολιτισμού σε όλη την Ευρώπη.

Αργότερα, είναι δυνατόν να γίνει μια οργανική συνένωση των δημοκρατικών πνευματικών ανθρώπων, επιστημόνων και καλλιτεχνών που ζουν στην Ευρώπη, με σκοπό την ολοκληρωμένη σύνδεσή τους με το Κίνημα Λέσχης Πολιτισμού σε όλη την Ευρώπη.

 


Ο χαρακτήρας, τα προβλήματα και η κατάσταση της έντεχνης λαϊκής μουσικής σήμερα

Μάιος 1974

Η ελληνική μουσική τις τελευταίες δεκαετίες περνάει μέσα από τρεις βασικές περιόδους: α) τη δημοτική μουσική, β) τη λαϊκή μουσική και γ) την έντεχνη λαϊκή μουσική.

Φυσικά τα όρια ανάμεσα σε αυτές τις περιόδους διαπλέκονται. Όμως οι τεχνοτροπίες, η διάρθρωση και ο χαρακτήρας της καθεμιάς είναι σαφή, οι διαφορές ανάγλυφες. Εξάλλου, καθεμιά αντανακλά μια δεδομένη ιστορική και κοινωνική περίοδο της ελληνικής ζωής.

Κλασικός εκπρόσωπος της λαϊκής μας μουσικής είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης. Η έντεχνη λαϊκή μουσική εκδηλώνεται για πρώτη φορά στο έργο του Χατζίδάκι («Καραγκιόζης»), Όμως το πρώτο συνειδητά διαρθρωμένο έργο είναι ο Επιτάφιος.

Ποιος είναι ο χαρακτήρας της νέας περιόδου; Πρώτα απ’ όλα, θέλει να λύσει μια βασική αντίφαση που υπάρχει στο λαϊκό τραγούδι, δηλαδή πλούσια μελωδία σε ρηχό στίχο. Έτσι από δω και στο εξής θα στηρίζεται στη γνήσια νεοελληνική ποίηση, αποδεικνύοντας ότι ο «χοντρός λαός» είναι έτοιμος να δεχτεί το έργο τέχνης, φτάνει να βρίσκει εκεί μέσα τον ίδιο τον εαυτό του.

Από την άποψη της μουσικής, έχουμε ένα πέρασμα από το αυθόρμητο στο συνειδητό (απ’ όπου και η λέξη «έντεχνη»). Όλοι οι λαϊκοί μας συνθέτες βασίστηκαν στο ένστικτό τους και στη δεξιοτεχνία τους σε σχέση με το μπουζούκι. Γι’ αυτό και τ’ αποτελέσματα είναι άνισα και ακολουθούν τους σκοτεινούς δαίδαλους της ευμετάβολης ευαισθησίας των αυτοσχέδιων δημιουργών. Η δημιουργική συνείδηση δονείται ανάλογα με τα κύρια ερεθίσματα της στιγμής. Ο λαϊκός συνθέτης ζει σ’ ένα περιβάλλον με όρια στενά, πολλές φορές ασφυκτικά, όπου αναδημιουργεί έναν δικό του κόσμου, συχνά με τη βοήθεια των ναρκωτικών, δηλαδή έναν κόσμο φυγής. Με τον έξω κόσμο τον συνδέει το νυχτερινό κέντρο και ο δίσκος, το «σουξέ». Βασικά είναι καταπιεσμένος, γενικά από την «κοινωνία» και ειδικά από την αστυνομία και την εταιρεία δίσκων, το κράτος και το κεφάλαιο!

Τα μεγάλα ιστορικά συμβάντα βέβαια τον δονούν. Η Κατοχή και μετά ο εμφύλιος πόλεμος τον συγκλονίζουν, όμως αυτός σπάνια θα μιλήσει ανοιχτά. Και όταν το κάνει -«Συννεφιασμένη Κυριακή», «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Κάποια μάνα αναστενάζει»- θα καταφύγει στα σύμβολα και στα υπονοούμενα. Οι μουσικές πηγές του -βυζαντινή μουσική, δημοτικό τραγούδι, επτανησιακή καντάδα-τον οδηγούν στη μορφοποίηση μιας ιδιαίτερης μουσικής γλώσσας, που βρίσκει την άριστη φόρμα της με τον Βαμβακάρη και στη συνέχεια την τελείωσή της με τον Τσιτσάνη.

Από κει και πέρα η εξέλιξη είναι μηδαμινή. Αρχίζει η επανάληψη, η βιομηχανοποίηση, το αδιέξοδο• τέλος, η νόθευση, με την προσφυγή στην ανατολίτικη ελαφρολαική μουσική, τουρκική και αιγυπτιακή. Στο σημείο αυτό, στο τέλος της δεκαετίας 1950-1960, εμφανίζεται η έντεχνη λαϊκή μουσική. Αυτή θα ξεκινήσει από την πλέον ολοκληρωμένη έκφραση της λαϊκής μουσικής, για να βαδίσει συνειδητά προς τη σύνθεση και ανασύνθεση καινούριων μελωδικών, βασικά, τρόπων, αλλά και νέων ρυθμών και αρμονιών νέων σε σχέση με τη λαϊκή μας παράδοση, φυσικά.

Συνεπώς, αν από τη μια πλευρά έχουμε τη συνειδητή ύπαρξη τελειωμένων ποιητικών κειμένων, από την άλλη έχουμε μια επίσης συνειδητή στάση τόσο απέναντι στο μουσικό υλικό όσο και μέσα στον ιστορικό και κοινωνικό χώρο. Ο έντεχνος συνθέτης δεν είναι καταπιεσμένος κοινωνικά. Όχι μόνο δεν αισθάνεται δέος απέναντι στο κράτος και στο κεφάλαιο, αλλά συνειδητά και υπεύθυνα τοποθετείται στις κοινωνικές δυνάμεις που τα αντιπαλεύουν. Και μέσα στην πάλη λυτρώνεται. Κατεδαφίζει τα στενά σύνορα όπου είχαν στριμωγμένη ως τότε την καλλιτεχνική δημιουργία. Η οπτική του γωνία είναι τώρα ελεύθερη ν’ αγκαλιάσει σφαιρικά την Ελλάδα και τον κόσμο. Το πρόσωπο, ο «άλλος» που μ’ αυτόν συνδιαλέγεται φεύγει από το ειδικό και πάει στο γενικό. Ο κόσμος του δεν είναι η παρέα, η φιλενάδα, ο τεκές ή το νυχτερινό κέντρο. Είναι ο καθένας και όλοι. Ελεύθερα και συνειδητά.

Επομένως, η έντεχνη λαϊκή μουσική έχει κατ’ αρχάς έναν νέο κοινωνικό και, επομένως, πολιτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, δένει οργανικά με τη συγκεκριμένη ιστορική ώρα. Κερδίζει και κερδίζεται από τον αγωνιζόμενο λαό και γίνεται ένας από τους κύριους στόχους των αντιδραστικών δυνάμεων.

Μετά την απήχηση που είχε ο Επιτάφιος, η εξέλιξη στον τομέα της έντεχνης λαϊκής μουσικής υπήρξε αλματώδης. Όμως οι νέες μουσικές φόρμες ήταν τόσο αφομοιωμένες, ώστε θεωρήθηκαν και θεωρούνται ακόμα, από ειδικούς και μη, εντελώς φυσιολογικοί βηματισμοί. Εντούτοις, ήδη από τον Επιτάφιο (1958) ως τα Επιφάνια (1960) υπάρχει άλμα. Ο Επιτάφιος, αυστηρά τετραγωνισμένος, βασισμένος πότε τον ζεϊμπέκικο και πότε στον χασάπικο, είτε στον χασαποσέρβικο, μπορούμε να πούμε ότι έχει όλα τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού λαϊκού τραγουδιού. Όμως, με τα Επιφάνια επιχειρείται για πρώτη φορά κάτι καινούριο: να γίνει λαϊκό τραγούδι πάνω σε ελεύθερο στίχο. Αυτή η προσπάθεια, που πέρασε απαρατήρητη, ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα, στα 1966, με τη Ρωμιοσύνη. Με το «Κράτησα τη ζωή μου», η σύνδεση με τη βυζαντινή ψαλμωδία γίνεται ακόμα πιο άμεση και πιο στενή, χωρίς όμως να περάσουμε στο λάθος μιας μουσειακής επανάληψης ενός μελωδικού αναμηρυκασμού, που σημαίνει οπισθοδρόμηση.

Είπα και άλλοτε ότι η προσφυγή στην παράδοση δεν σημαίνει πιστή αντιγραφή του παραδοσιακού έργου. Κάτι τέτοιο πρέπει φυσικά να γίνεται. Όμως, ανήκει στον τομέα της μουσειακής διαφύλαξης.

Όλοι ξέρουμε πόσο καταπιεσμένος νιώθει αυτή τη στιγμή ο λαός μας. Ας μην του δώσουμε λοιπόν φανταστικές διεξόδους. Η σημερινή μουσική του γλώσσα αποτελεί επώδυνη αλλά σημαντική κατάκτηση. Ας προσπαθήσουμε να οικοδομήσουμε εκεί πάνω, ανοίγοντας πραγματικά καινούριους εκφραστικούς ορίζοντες.

Πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη μουσική μας παράδοση; Όταν παίρνω αυτούσιο το οποιοδήποτε υλικό και το παρουσιάζω με ποσοτικές αυξομειώσεις (ενορχήστρωση-ερμηνεία), τότε, όπως είπαμε, κάνω μουσειακό έργο. Για να δημιουργήσω, πρέπει να πάρω όχι το πρόσωπο αλλά τη συνείδηση της παραδοσιακής μελωδίας, δηλαδή να προβώ σε ποιοτικές και όχι μόνο ποσοτικές αλλαγές. Αυτά τα παραδοσιακά στοιχεία, ζυμωμένα και αφομοιωμένα στο σήμερα, παίρνουν νέο χαρακτήρα. Ξαναζωντανεύουν. Γίνονται κάτι άλλο, επίκαιρο, ζωντανό. Έτσι ο λαός νιώθει το καινούριο έργο σαν δικό του και συγχρόνως, καθώς αναδεύονται ασυνείδητα μέσα του οι ιστορικές μνήμες, η αισθητική απόλαυση μεταβάλλεται σε ηθική δύναμη και στη συνέχεια σε ιδεολογική πίστη και πολιτική πράξη.

Μετά τα Επιφάνια, το επόμενο άλμα πραγματοποιείται με το Άξιον εστί. Το έργο αυτό το ονόμασα μετασυμφωνικό. Δείχνει, δηλαδή, τον δρόμο στον οποίο τείνει η έντεχνη λαϊκή μουσική, που είναι η δημιουργία μιας νέας συμφωνικής μουσικής (μετασυμφωνικής) με κύρια χαρακτηριστικά: α) τον διάλογο με τον λαό β) το γνήσιο ποιητικό είτε δραματικό κείμενο γ) τη μελλοντική γλώσσα, στηριγμένη τόσο στη λαϊκή όσο και γενικότερα σ’ όλη τη μουσική μας παράδοση με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πριν δ) τα λαϊκά μας όργανα και τους ερμηνευτές- ε) την τεχνική της ευρωπαϊκής μουσικής, με τον όρο να είναι απόλυτα αφομοιωμένη. Και όταν λέμε ευρωπαϊκή μουσική, εννοούμε τόσο τα όργανα (συμφωνική ορχήστρα) όσο και τη σύνθεση (αρμονία, αντίστιξη, ηχοχρώματα).

Στα Επιφάνια-Αβέρωφ, βασισμένα στην αρχική μελωδία (1960) του «Κράτησα τη ζωή μου», δείχνονται αφ’ ενός οι δυνατότητες για μελωδική ανάπτυξη με βάση την πιστή ηχητική αντανάκλαση του εσωτερικού ρυθμού και γενικότερα της εσωτερικής ροής του ποιητικού κειμένου. Αφ’ ετέρου νομίζω ότι δείχνεται για πρώτη φορά πως η τεχνική της αντίστιξης, δηλαδή της σύγχρονης ροής περισσότερων μελωδικών γραμμών, ταιριάζει απόλυτα στον χαρακτήρα της μουσικής μας. Το πρόβλημα της αντίστιξης (πολυφωνία) υπήρξε πάντα η υπερβολική προβολή ενός «εγκεφαλισμού», που αποξήραινε το μουσικό έργο. Αν όμως μείνουμε πιστοί στην αρχή της λαϊκής μουσικής, που σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει ούτε μια νότα «εγκεφαλική», τότε είναι δυνατό να περάσουμε σ’ έναν σύγχρονο πολυφωνισμό, που όχι μόνο δεν θα προδίδει το γνήσιο μουσικό έργο, αλλά θα του προσφέρει νέες εκφραστικές δυνατότητες.

Οι χώροι που μέσα τους θα πρέπει να αναζητήσουμε το καινούριο είναι: α) η μελωδική ανάπτυξη, που όμως όσο Και να γίνεται πλουσιότερη και τολμηρότερη θα παραμένει πάντα σε άμεση επαφή με τη συνεχώς καλλιεργούμενη και αναπτυσσόμενη ευαισθησία του ευρύτατου κοινού- β) η ρυθμική ανάπτυξη- γ) η εξέλιξη της αρμονικής γλώσσας- δ) οι νέοι αντιστικτικοί τρόποι- ε) τα ηχοχρώματα.

Στον τελευταίο τομέα, τα ηχοχρώματα, πρέπει να πω ότι τον τελευταίο καιρό έγιναν σοβαρά βήματα. Βοήθησε σημαντικά σ’ αυτό η τελειοποίηση της ηχοληψίας, καθώς και η παροχή μέσων από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες, αφού, όπως φαίνεται, πείσθηκαν για την «εμπορικότητα» του νέου είδους.

Back To Top