skip to Main Content

Απόσπασμα συνέντευξης Μίκη Θεοδωράκη, Αθήνα. 7/11/1996

ΕΡ. Κύριε Θεοδωράκη, σας έχουν αποκαλέσει «Ευαγγελιστή της Ρωμιοσύνης» και «Ολυμπιονίκη της Μουσικής». Για άλλους είστε ακόμα ο πρωτεργάτης της μελοποιημένης ποίησης. Ασχοληθήκατε επιπλέον για μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής σας με τα κοινά. Πώς συνδυάζονται λοιπόν σε μια προσωπικότητα το πρότυπο που ενσαρκώθηκε για πολλές δεκαετίες, εκείνο δηλαδή του καλλιτέχνη, του δημιουργού και του πνευματικού-πολιτικού ανδρός;

Μ.Θ. Είναι μεγάλη ιστορία! Και ίσως γι’ αυτό ένιωσα την ανάγκη να την αφηγηθώ στους Δρόμους του Αρχάγγελου. Έτσι κι αλλιώς, όποιος ενδιαφέρεται να ανακαλύψει τα «κλειδιά» που ανοίγουν τις πόρτες της μουσικής μου, δηλαδή της ζωής μου, θα πρέπει να μπει στον κόπο να τους διαβάσει… Εξάλλου θα βρει ακόμα πολλές πτυχές της εθνικής μας ζωής που λίγο ως πολύ παραμένουν άγνωστες, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές.

ΕΡ. Πώς ανακαλύψατε τη μουσική και ποια ακούσματα είχατε στα παιδικά σας χρόνια; Σε ποιο βαθμό η Κεψαλλονιά, τα Γάννενα, η Πάτρα, η Τρίπολη αλλά και τα άλλα μέρη από τα οποία περάσατε, σας επηρέασαν στη μετέπειτα δημιουργική μουσική σας ζωή;

Μ.Θ. Τη μουσική που έγραψα την κουβαλούσα μέσα μου. Τα εξωτερικά ερεθίσματα ήσαν εκείνα που επηρέαζαν κατά καιρούς τη μορφή της. Πάντως είναι γεγονός ότι με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά το πρώτο άκουσμα της συμφωνικής μουσικής. Γιατί άραγες; Τώρα, εκ των υστέρων, καθώς αναλύω τον εαυτό μου και το έργο μου, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η πρώτη πρώτη «θέση» μου για την ανάγκη ταύτισης με το Κέντρο της Συμπαντικής Αρμονίας, που έκτοτε έγινε κανόνας ζωής και δημιουργίας, με οδήγησε στο συμπέρασμα πως οι Νόμοι αυτής της Συμπαντικής Αρμονίας διατυπώνονται με τον υψηλότερο ίσως τρόπο στην Αρχιτεκτονική των Αθηναίων της κλασικής περιόδου (Παρθενώνας), που κατά κάποιο τρόπο είναι η οπτική διατύπωση της ηχητικής αρχιτεκτονικής της συμφωνικής φόρμας (φούγκα-σονάτα κ.λπ.). Βλέπε σχετική ρήση του Γκαίτε: «Ο Παρθενώνας είναι μια παγωμένη μουσική». Βέβαια, το ισχυρότερο μουσικό κύτταρο μέσα μου υπήρξε χωρίς αμφιβολία το Τραγούδι. Εξ ού και ο μελωδικός χαρακτήρας που δεσπόζει στο έργο μου.

Με βάση αυτές τις δύο θεμελιώδεις ιδιότητες της μουσικής μου έκφρασης, του Μελωδού-Συμφωνιστή, από κει και πέρα οι εποχικές αποκρυσταλλώσεις απαντούν στο ερώτημα: Σε ποιον απευθύνομαι: Ποιον αναγνωρίζω σαν τον εξέχοντα συνομιλητή μου;

Η ιδεολογική ένταξή μου στην Αριστερά, και ειδικά στις ελληνικές συνθήκες της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου Πολέμου, ήταν φυσικό να με οδηγήσει στην εξιδανίκευση του Λαού, σε βαθμό που να τον θεωρήσω εξέχοντα συνομιλητή μου στη διαδικασία της δημιουργίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στροφή μου προς το τραγούδι βασικά (1960 και πέρα) και προς ό,τι συνεπαγόταν η θεωρία και η πράξη της έντεχνης λαϊκής μουσικής και της τέχνης για μάζες. Πάνω σ’ αυτό υπάρχουν πολλά θεωρητικά ντοκουμέντα. Όμως υπάρχουν τα γνωστά έργα: Κύκλοι Τραγουδιών, Λαϊκά Ορατόρια, Λαϊκή Τραγωδία, Τραγούδι-ποταμός, Μετασυμφωνική Μουσική κ.λπ. Στη συνέχεια, η ολική σχεδόν έκλειψη του Λαού ως κύριου εκφραστή και αποδέκτη πνευματικών αξιών (από το 1980 και μετά) με οδήγησε σε μια νέα αναδίπλωση στον εαυτό μου, απ’ όπου προέκυψαν τα έργα της περιόδου 1980 έως σήμερα (Συμφωνικά και Κύκλοι Τραγουδιών) με κορύφωση την Τετραλογία των Λυρικών Τραγωδιών, Καρυωτάκης, Μήδεια, Ηλέκτρα, Αντιγόνη, που κατά κάποιο τρόπο επιστεγάζουν την όλη δημιουργική μου προσπάθεια.

ΕΡ. Ωδείο Αθηνών και μετά σπουδές με υποτροφία στην πόλη του Παρισιού στα 1954. Την περίοδο εκείνη (1954-1960) ανακαλύπτετε ότι ο πνευματικός άνθρωπος που δένεται με τον λαό, με το ιστορικό του περιβάλλον και τα επίκαιρα προβλήματά του, δημιουργεί και κυρίως δημιουργεί μεγάλο έργο. Θα θέλατε λοιπόν να μας πείτε ποιο ήταν το μεγάλο ιδανικό της ζωής σας και τι σας ώθησε να γράψετε μουσική που να τη νιώθει και να την αγαπά όλος ο λαός;

Μ.Θ. Το πέρασμά μου από το Παρίσι και εμπειρίες μου από το Λονδίνο (Αντιγόνη – Κόβεν Γκάρντεν) με βοήθησαν να δω σωστά τη θέση και τον ρόλο της Συμφωνικής Μουσικής στη Δυτική Ευρώπη. Έτσι έφτασα στην πλήρη απομυθοποίηση της λεγάμενης «σύγχρονης μουσικής», γεγονός που μου επέτρεφε να δω με νέο βλέμμα τον ρόλο και τη λειτουργικότητα της μουσικής μέσα στη σύγχρονη κοινωνία. Στην Ευρώπη, όλοι οι συνθέτες είχαν αποδεχτεί σαν ιδανικό συνομιλητή τους ένα περίεργο κράμα ανθρώπων, που σε μένα δεν έλεγε τίποτα. Όχι μόνο γιατί πολιτικά ανήκαν στο απόσταγμα της αντιδραστικότητας, αλλά κυρίως γιατί ανθρώπινα, πνευματικά και αισθητικά αντιπροσώπευαν τα έσχατα ναυάγια της πάλαι ποτέ μεγαλοαστικής τάξης, που στα σαλόνια και στις αίθουσες που διέθετε (όπερες, συναυλιακοί χώροι) μπαινόβγαιναν οι συνθέτες του τέλους του περασμένου και των αρχών του εικοστού αιώνα. Από κει πέρασαν οι Ντεμπισί και οι Στραβίνσκι, έως ότου σφραγιστεί αυτή η ένδοξη εποχή από την καταλυτική μορφή του Σένμπεργκ και της Σχολής του. Όλα αυτά ήταν μια ξένη υπόθεση που δεν με αφορούσε. Εκτιμούσα καθετί θετικό και διαχρονικό. Όμως, ιδιοσυγκρασιακά, βρισκόμουν στους αντίποδες. Όπως -για άλλους λόγους- και οι λαοί της Ευρώπης, που είχαν μεσάνυχτα για όλα αυτά, αλλά και ο ελληνικός λαός, του οποίου η αγωγή και η ψυχολογία ήταν διαμετρικά αντίθετες. Ήταν λοιπόν φυσικό η μεγάλη και οριστική στροφή προς την Ελλάδα και τον ελληνικό ήχο να συντελεσθεί ακριβώς την εποχή που είχα τη δυνατότητα να επιλέξω (μιας και οι πόρτες για την ενσωμάτωσή μου στη δυτική ιντελιγκέντσια ήταν ορθάνοιχτες για μένα) αν θα συνέχιζα στον δρόμο μιας ξένης για μένα παράδοσης και προβληματικής ή αν θα έμπαινα στην περιπέτεια για έναν προσωπικό δρόμο που δεν γνώριζα πού οδηγεί, αν οδηγούσε πράγματι πουθενά…

ΕΡ. Έχετε γράψει πολλά έργα. Έργα συμφωνικής μουσικής, μουσικής δωματίου, όπερες, μετασυμφωνικά έργα, έντεχνα τραγούδια, κύκλους τραγουδιών, μουσική για θέατρο κ.ά. Χρησιμοποιείτε λαϊκές μελωδίες στη μουσική σας ή δημιουργείτε μόνος σας τα τραγούδια και γενικά το μελωδικό σας υλικό;

Μ.Θ. Η δημιουργία του πρωτογενούς υλικού αποκλειστικά από μένα νομίζω ότι αποτελεί τη βασική ιδιορρυθμία του έργου μου.

ΕΡ. Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι οφείλουμε σήμερα να ανατρέξουμε και να αντλήσουμε από το θησαυροφυλάκιο της συλλογικής μνήμης και μουσικής παράδοσης «θύμησες και ψήγματα» άλλων καιρών σε μια εποχή που διακρίνεται για την εμπορευματοποίηση στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού;

Μ.Θ. Υποθέτω πως σε όλες τις εποχές συνυπήρχε κάθε είδος μουσικής έκφρασης. Βεβαίως, σήμερα το εμπορευματοποιημένο μουσικό προϊόν έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Εντούτοις, κάθε φορά οι άνθρωποι ξεχώριζαν το ζωντανό από το κατασκευασμένο- το έκλειναν στην καρδιά και στον νου τους, το διαφύλασσαν και το μετέφεραν στις επόμενες γενιές. Το ίδιο ασφαλώς γίνεται και σήμερα. Δεν με εντυπωσιάζουν τα επιφαινόμενα. Είναι δυνατόν ο αφρός των κυμάτων να κρύψει τη θάλασσα; Να είστε βέβαιοι: ό,τι είναι αληθινό θα μείνει. Το ψεύτικο -κάθε ψεύτικο-, κι αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, πεθαίνει…

ΕΡ. Ας έρθουμε όμως τώρα στον χώρο της ελληνικής μουσικής εκπαίδευσης. Πώς κρίνετε τη δημιουργία τμημάτων Μουσικών Σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης στον χώρο του ελληνικού πανεπιστημίου;

Μ.Θ. Ως αρχή αποτελεί βήμα θετικό. Δεν γνωρίζω δυστυχώς το πλήρες αντικείμενο των σπουδών σας. Βέβαια, δεν αμφιβάλλω ότι κατά κάποιο τρόπο ακολουθείται μοιραία η παντοκρατορία της ευρωπαϊκής κληρονομιάς/μεθοδολογίας/σκέψης/ ανάλυσης, όπως γίνεται σε όλα τα ελληνικά ωδεία και άλλες σχολές μουσικής. Παραδέχομαι φυσικά ότι π ευρωπαϊκή παιδεία αποτελεί τη βάση της λόγιας (συμφωνικής) μουσικής. Εμείς οι Έλληνες, προς το παρόν, ιι μπορούμε να αντιπαρατάξουμε; Βασικά, τα τραγούδια. Τις μελωδίες και τους ρυθμούς μας. Και τα λιγοστά ηχοχρώματα. Το κεφάλαιο «μελοποιημένη ποίηση» σας λέει τίποτε; Το μουσικό ΆξιονΕστί, λ.χ„ είναι άραγες έργο λόγιο, άξιο για προσοχή και ανάλυση; Οι τόσοι και τόσοι γνωστοί συνθέτες αποτελούν αντικείμενο σπουδαστικού ενδιαφέροντος; Δεν ξέρω. Όμως υποθέτω ότι και η μουσική μας παράδοση (Βυζάντιο, δημοτική μουσική, λαϊκό τραγούδι) δεν έχει γίνει ακόμα αντικείμενο σοβαρής μελέτης ισάξιας με τα λίντερ των Γερμανών, Γάλλων και άλλων συνθετών.

ΕΡ. θεωρείτε ότι η μουσική παιδεία στην Ελλάδα παρέχεται σε ικανοποιητικό βαθμό -και αν όχι, τι θα πρέπει να αλλάξει;

Μ.Θ. Σε σχέση με εκείνο που προσέφερε και προσφέρει στον ελληνικό λαό η μουσική, και ειδικά η ελληνική, η αντιμετώπισή της από την Πολιτεία σε όλα τα επίπεδα είναι εξευτελιστική -για την Πολιτεία φυσικά. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο τοποθετώ και τη θέση της μουσικής στο παιδαγωγικό μας σύστημα. Μόνο ένας εχθρικός εγκέφαλος που φοβάται και μισεί τους Έλληνες θα μεταχειριζόταν μ’ αυτόν τον τρόπο το υψηλότερο έως τα τώρα δημιούργημα της συλλογικής μνήμης και προσπάθειας: το ελληνικό τραγούδι. Από φόβο μήπως ψηλώσουν οι Έλληνες…

ΕΡ. Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που κατά τη γνώμη σας δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για να «φυτρώσει, να μεγαλώσει και να ωριμάσει» ώστε να αποδώσει «γλυκόχυμους καρπούς» το «δέντρο» που καλείται μουσική;

Μ.Θ. Δεν μπορούν να περιγραφούν. Ευτυχώς που το μυστήριο της δημιουργίας εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο. Κάποτε είπα σε κάποιον συνθέτη «πρωτοποριακής» μουσικής: «Μια μύγα είναι πιο δυνατή από σένα». «Γιατί μια μύγα;», με ρώτησε. «Γιατί μια μύγα γεννά ζωή, ενώ εσύ κατασκευάζεις…» Ευτυχώς που η μύγα εξακολουθεί να είναι δυνατότερη από τους ηλεκτρικούς εγκεφάλους που έχουν παραβιάσει τη ζωή μας έως τα έσχατα όρια, δίχως να κατορθώσουν ως τώρα να παραβιάσουν την πόρτα της ίδιας της ζωής, όπως το μπορεί ο ζωντανός οργανισμός και μαζί μ’ αυτόν και η δημιουργική σκέψη.

ΕΡ. Σε ποιο βαθμό οι μουσικές εμπειρίες, τα ακούσματα και οι ακαδημαϊκές σπουδές διαμορφώνουν τη συνθετική αντίληψη:

Μ.Θ. Σε πολύ μεγάλο βαθμό. Παίζει φυσικά ρόλο και το τι θέλουμε να κάνουμε. Γιατί υπάρχουν συνθέτες που τους αρκεί η σύνθεση ενός τραγουδιού, πράγμα πολύ σπουδαίο. Και άλλοι που έχουν ανάγκη να προσφέρουν στην πρωτογενή έμπνευση νέες πρωτόγνωρες φόρμες, πράγμα επίσης σπουδαίο. Για όλα αυτά, ακόμα και για το καλό τραγούδι, η βαθιά γνώση της μουσικής και της επιστήμης της αποτελεί το θεμέλιο. Χωρίς αυτήν είναι δύσκολο να ξεπεραστεί το «ηθογραφικό» επίπεδο που χαρακτηρίζει δυστυχώς τους περισσότερους. Είτε γιατί τους λείπει το ταλέντο είτε γιατί τους λείπει η Παιδεία είτε και τα δυο μαζί, οπότε έχουμε κακοποίηση του μουσικού υλικού.

ΕΡ. Τι θα συμβούλευε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο 70χρονος άνδρας με την πολυετή πείρα, έναν νέο μουσικό που κάθεται απέναντι του και επιθυμεί αλλά και ονειρεύεται κάποια μέρα ν’ ανέβει ψηλά «κι όλο ψηλότερα προς όλα τα ωραία και τα μεγάλα»;

Μ.Θ. Ειλικρίνεια με τον εαυτό του, σεβασμό στην παράδοση, τόλμη στη σκέψη του και απεριόριστη αγάπη και αυτοθυσία για τη δουλειά του.


Μίκης Θεοδωράκης …ένας Κόσμος ολότελα δικός μου

Απόσπασμα συνέντευξης Μίκη Θεοδωράκη στον Φ. X., Θεσσαλονίκη

ΕΡ. Πότε νιώθετε την ανάγκη να εκφραστείτε μουσικά με τη σύνθεση ενός συμφωνικού έργου και πότε με τη σύνθεση ενός τραγουδιού ή ενός κύκλου λαϊκών τραγουδιών; Τι είδους ερεθίσματα είναι αυτά που σας κάνουν να επιλέγετε κάθε φορά τον ένα ή τον άλλο δρόμο;

Μ.Θ. Όταν ένας ποιητής μου εμπιστεύεται ποιήματα του και καθώς τα διαβάζω. Κάποτε νιώθω την ανάγκη να σημειώσω στα περιθώρια των σελίδων τις μελωδίες που με εμπνέουν. Ύστερα από λίγο καιρό ξαναγυρίζω. Μία στις δυο φορές θα γράψω καινούριες μελωδίες, όμως και πάλι θα τις αφήσω, για να τις ξαναπιάσω αργότερα και να τις βάλω σε χαρτί μουσικής. Αυτή είναι μία από τις διαδικασίες σύνθεσης με βάση την ποίηση.

Στη Ζάτουνα, στον Ωρωπό, στη φυλακή, όπου δεν είχα επαφή με ποιητές, αναζητούσα την ποίηση στα βιβλία και στις ανθολογίες. Το αν θα γίνει κύκλος τραγουδιών ή ορατόριο εξαρτάται από το περιεχόμενο και τις διαστάσεις κυρίως του έργου.

Όλα αυτά βρίσκονται πάντα -σε όλους τους καιρούς- επάνω στο συνθετικό μου τραπέζι μαζί με άλλες, καθαρά μουσικές, σημειώσεις. Δεκάδες ντοσιέ γεμάτα με σχέδια, ακόμα από την εποχή της δεκαετίας του ’50, όταν βρισκόμουν στο Παρίσι. Αυτές οι χιλιάδες νότες είναι ο φυσικός μου περίγυρος, που με βοηθά καθημερινά να αναπνέω, να σκέφτομαι και να νιώθω ότι ζω. Συχνά έχω την αίσθηση πως αυτός ο ιδεατός μουσικός κόσμος με τα σχέδια είναι για μένα αυτοσκοπός. Πράγματι, νιώθω μεγάλη ικανοποίηση, βασικά γιατί είναι ένας κόσμος ολότελα δικός μου, που κανείς άλλος δεν έχει τη δυνατότητα να προσεγγίσει. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι έχω παρουσιάσει έναν μεγάλο αριθμό έργων, εντούτοις υπάρχει πάντα αδημοσίευτο υλικό που ένα μεγάλο μέρος του -δεν γνωρίζω για ποιο λόγο- το δώρισα κι αυτό στη Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη». Ίσως γιατί ήθελα να απελευθερωθώ κι από τον ίδιο τον εαυτό μου και τις μουσικές του φαντασιώσεις.

Το αν απ’ αυτό το υλικό θα βγει ένας κύκλος τραγουδιών, μια συμφωνία ή ένα ορατόριο, κατά βάση εξαρτάται από την ίδια τη φύση αυτών των μουσικών ιδεών. Όμως, στη συνέχεια, η υλοποίησή τους εξαρτάται κυρίως από τις συγκεκριμένες δυνατότητες που προσφέρονται για την προβολή τους.

ΕΡ. Η έννοια της λαϊκότητας στην καλλιτεχνική έκφραση, όπως την γνωρίσαμε μέσα από το έργο το δικό σας και των άλλων εκπροσώπων της γενιάς σας αλλά και των επιγόνων σας, έχει μεταλλαχθεί πια σε κάτι άλλο. Αναγνωρίζετε σήμερα νέες θετικές εκφράσεις λαϊκότητας με διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα δικά σας; Και αν ναι, σε ποια κατηγορία Ελλήνων απευθύνονται;

Μ.Θ. Από τα εφηβικά μου χρόνια υπήρξα «αριστοκρατικός», με την έννοια πως πίστευα ότι το πνευματικό έργο δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο από τους πνευματικά αρίστους. Άλλωστε, αυτό φανερώνουν και οι σφυγμομετρήσεις.

Αυτή η αντίληψη σε βοηθά ώστε να δημιουργείς απερίσπαστος, ελεύθερος, εσύ και ο εαυτός σου, με μοναδικό στόχο το αποτέλεσμα της δουλειάς σου να είναι στέρεο τεχνικά και προπαντός να διανοίγει νέους ορίζοντες στον ιστορικό βηματισμό της τέχνης.

Στην περίπτωσή μου, το «λαϊκό» στοιχείο προέκυψε με τη θυελλώδη εισβολή στον περιφραγμένο προσωπικό χώρο μου των ιστορικών γεγονότων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου που ακολούθησε. Όμως, ουσιαστικά δεν επηρέασε, δεν άλλαξε τη βασική μου αντίληψη για τη λειτουργικότητα της τέχνης, που παρέμεινε πάντοτε «αριστοκρατική», όπως είπαμε.

Η μεγάλη, η ριζική αλλαγή μέσα μου έγινε στη δεκαετία του ’60, όταν με αρχή τον Επιτάφιο του Γιάννη Ρίτσου, το ελληνικό κοινό έδειχνε σοβαρά στοιχεία δεκτικότητας σε σχέση με ένα υπό διαμόρφωση είδος λόγιας τέχνης αναμορφωμένης (για πρώτη φορά) με τη βοήθεια λαϊκών καλλιτεχνικών στοιχείων. Δημιούργησα έτσι ένα συνολικό θεωρητικό πλαίσιο, «Κίνημα Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής», «Τέχνη Μαζών» κ.λπ., που όμως έβγαινε φυσιολογικά μέσα από την πράξη, δηλαδή τη δημιουργία έργων με αυτές τις προδιαγραφές: Άξιον Εστί, Το τραγούδι του νεκρού αδελφού, Κατάσταση Πολιορκίας, Επιφάνια Αβέρωφ, Canto General κ.ά. Όλα αυτά έγιναν κατά τη διάρκεια της συνολικής ανάτασης της ελληνικής κοινωνίας, με έμφαση στους νέους, κατά τη βραχύβια περίοδο 1960-67.

Μετά, όλα έσβησαν… Όπως συμβαίνει με τα αστέρια που, ενώ σβήνουν, το φως τους εξακολουθεί να ταξιδεύει, έτσι και η προσπάθεια εκείνη -για μια πλήρη ταύτιση του έντεχνου με το λαϊκό-, ενώ έχει τελειώσει, το φως της εξακολουθεί να φωτίζει έως τις μέρες μας.

Όμως εγώ ήδη από το 1980 είχα προσγειωθεί, γι’ αυτό ξαναγύριζα με μεγαλύτερο πάθος στη συμφωνική μουσική, τα δε τραγούδια μου γίνονταν όλο και περισσότερο έντεχνα, για να καταλήξω στη λυρική τραγωδία (όπερα).

Πιστεύω ότι μετά το 1974, για να χτυπήσουν την αδιαμφισβήτητη πολιτική μου επιρροή, ιδιαίτερα στον χώρο της ελληνικής νεολαίας, αποφάσισαν -κάποιοι- να κατεδαφίσουν με όλα τα μέσα αυτό που μου έδινε την κύρια προσωπική μου δύναμη: το τραγούδι μου.

Έτσι κατάφεραν, τελικά, το λεγόμενο «λαϊκό τραγούδι» να το εξομοιώσουν ξανά με το φτηνό και κάποτε με το χυδαίο.

Η λαϊκότητα σήμερα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με εκείνη που δημιουργήσαμε κάποτε εμείς, μιας και απευθύνεται σε ό,τι πιο φτηνό και πρωτόγονο μπορεί να κλείνει μια κοινωνία μέσα της.

ΕΡ. Υπάρχει σήμερα μια κυρίαρχη ιδεολογία της «κλασικής» μουσικής; Πώς εκδηλώνεται: Με το περιεχόμενο ή με τη μορφή:

Μ.Θ. Δεν βλέπω καμιά «κυρίαρχη ιδεολογία». Αυτό που διαπιστώνω είναι ότι από τη στιγμή που χάρη στους «προοδευτικούς» μας εγκεφάλους ξεχώρισαν ξανά ο χοντρός λαός και η κοινωνική ελίτ -ο πρώτος για τα ελαφρά και η δεύτερη για τα σοβαρά-, μπόρεσαν ανενόχλητοι οι πολέμιοι και οι άπιστοι ως προς τη δική μας προσπάθεια να προχωρήσουν προς την επιθετική και ολοκληρωτική προβολή αυτού που αυτοί θεωρούν σοβαρή μουσική: την ευρωπαϊκή.

Η δική μου συμφωνική μουσική αποτελεί ξεχωριστή παράμετρο, που, για να εκτιμηθεί σωστά, θα πρέπει πρώτα να την γνωρίσουν. Κι αυτό κάνω τώρα.

 

Πηγή: Μίκης Θεοδωράκης, Μια ζωή δημιουργίας, ειδική έκδοση ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΚΗ, 2018

Back To Top