Το έργο «Διόνυσος» γράφτηκε σε μια εποχή μεγάλης απογοήτευσης & πολιτικού αδιεξόδου. Με το έργο ο Θεοδωράκης εκφράζει και αιτιολογεί τις πολιτικές του απογοητεύσεις.
Το έργο «ξεκινά σαρκαστικά την αναμέτρησή του με τους παλιούς του συντρόφους και τωρινούς άσπονδους φίλους του εκσφενδονίζοντας με τα φτερά της τέχνης μια εικόνα που νικά τον χρόνο, αποδεικνύοντας ότι οι αντοχές του Διόνυσου-ποιητή και συνθέτη είναι ανώτερες, είναι διαχρονικές και παραμένουν ζωντανές για να αποκαλύψουν την Αλήθεια. Το περίεργο και συνάμα αποκρουστικό στην περίπτωση αυτού του ολομέτωπου πολέμου που κήρυξαν συνενωμένα εναντίον του Θεοδωράκη και τα τρία κόμματα της Αριστεράς (διηρημένα μεταξύ τους κατά τα άλλα) είναι το ότι δεν υπήρξε εναντίον του κατηγορία ιδεολογικού-πολιτικού χαρακτήρα. Άλλωστε, από το 1978 έως το 1986 ο Θεοδωράκης ήταν κοντά στο ΚΚΕ είτε ως υποψήφιος Δήμαρχος είτε ως Βουλευτής. Τότε; Τι ήταν αυτό που τα είχε στρέψει εναντίον του;
Εκείνο που δέσποζε τότε στην πολιτική του δραστηριότητα ήταν το όραμα για την Ενωμένη Αριστερά, οι πρωτοβουλίες του γι’ αυτό, όπως η δημιουργία της ΚΕΑ (Κίνηση για την Ενότητα της Αριστεράς), και οι συνεχείς πρωτοβουλίες του με αρθρογραφία, δηλώσεις, εκδηλώσεις κτλ. Τώρα, εκ των υστέρων, πολλοί συμφωνούν ότι εάν στις εκλογές του ’81 η Αριστερά εμφανιζόταν ενωμένη τότε, θα κέρδιζε ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό, γύρω στο είκοσι τοις εκατό, γεγονός που θα ανάγκαζε το ΠΑΣΟΚ να έλθει σε συμφωνία μαζί της για να κυβερνήσει. Και εν πάση περιπτώσει, μια ισχυρή Αριστερά θα διαδραμάτιζε έναν σημαντικό ρόλο ώστε η όποια κυβέρνηση να λάμβανε σοβαρά υπόψη ιης τα αιτήματα των εργαζομένων και τις δεσμεύσεις της για πολιτικές προοδευτικού χαρακτήρα. Αυτή την πιθανότητα vu μην έχει δηλαδή αυτονομία η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ τη γνώριζε καλά και Γι’ αυτόν τον λόγο είδε την κίνηση της ΚΕΑ και του Θεοδωράκη όπως ο διάβολος το λιβάνι, ξεσηκώνοντας εναντίον του φανερή και κρυφή θύελλα μεταχειριζόμενη όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα.
Απ’ την άλλη πλευρά, οι σκληροπυρηνικοί και των δύο κομμάτων της Αριστεράς είχαν σαν μοναδική τους επιδίωξη την καταστροφή του ενός απ’ τον άλλο. Ήταν τόσο μεγάλο το αμοιβαίο τους μίσος, που δεν τους ενδιέφερε τίποτε άλλο. Και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να συμμαχούν με το ΠΑΣΟΚ προκειμένου να χτυπήσουν ο ένας τον άλλο. Πράγμα που γνώριζε καλά ο πονηρός ηγέτης των πράσινων και έπαιζε μαζί τους κολακεύοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο για να τους έχει διηρημένους να χτυπιούνται μεταξύ τους κι εκείνος να κάνει τη δουλειά του ψαρεύοντας ψήφους και από τους δύο, χτίζοντας έτσι την ηγεμονία του επάνω στα ερείπια της αποδυναμωμένης Αριστερός.
Ήταν επόμενο λοιπόν το μίσος κατά του Θεοδωράκη το ΠΑΣΟΚ να το μοιράζεται με τους σκληροπυρηνικούς και των δύο πλευρών, οι οποίοι απ’ η σκοπιά τους μισούσαν τον οποιονδήποτε θα τους πρότεινε να δώσουν ο χέρι στους απέναντι πρώην συντρόφους. Και ο Θεοδωράκης ήταν αυτός που τα ιερατεία τον είχαν μισήσει περισσότερο από κάθε άλλον.
Την εποχή του Ωρωπού, τότε που προσπάθησε να συνενώσει τις τρεις παρατάξεις του στρατοπέδου (ΚΚΕ – ΚΚΕ Εσωτερικού – Χάος) με αποτέλεσμα να τον αποκηρύξουν και οι τρεις πλευρές με βίαιο τρόπο. Την ίδια ακριβώς πρωτοβουλία ανέλαβε και στα 1970, όταν βρέθηκε στο Παρίσι, όπου συμμάχησε με το ΚΚΕ Εσωτερικού με τον όρο (που έγινε αποδεκτός) ότι θα έκαναν ό,τι είναι δυνατόν να ενωθούν, τουλάχιστον μέσα στο ΠΑΜ (Πατριωτικό Αντιστασιακό Μέτωπο), με το ΚΚΕ. Μάλιστα με πρόταση του Μίκη το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ Εσωτερικού ζήτησε από την ηγεσία του ΚΚ Γαλλίας να αναλάβει πρωτοβουλία, κι αυτή έφερε το ζήτημα στην Κεντρική του Επιτροπή που αποφάσισε ομόφωνα να γίνει κοινή σύσκεψη των δύο παρατάξεων με στόχο την ενότητα μαζί με εκπροσώπους των ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης, της Γαλλίας και της Ιταλίας, προκειμένου να βρεθεί λύση αποδεκτή οι από τις δύο πλευρές. Και πάλι τότε επενέβησαν οι σκληροπυρηνικοί και όταν ο Ζορζ Μαρσέ επισκέφτηκε τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ γι’ αυτόν τον σκοπό, μόλις ανέφερε το όνομα Θεοδωράκης, αυτός χτύπησε τη γροθιά του το τραπέζι φωνάζοντας εκτός εαυτού: «Μη μου μιλάς γ’ αυτόν τον προδότη!»
Αμοιβαία καχυποψία. Ο Θεοδωράκης είχε διεθνή απήχηση και στο επίπεδο των ηγεσιών, λαϊκή απήχηση. Τα ΚΚ τον χρησιμοποιούσαν για αλλότριες επιδιώξεις, ως εξωτερικό συνεργαζόμενο, χωρίς να του επιτρέπουν εσωτερική ανάμιξη. Όσο τους εξυπηρετούσε τον είχαν από κοντά, όσο δεν πήγαινε με τα νερά τους τον απομόνωναν. Ο Θεοδωράκης έθετε ως προτεραιότητα την ενότητα της Αριστεράς (στην οποία πίστεψε πολύ). Ουτοπικός στόχος γιατί δεν μπορούσε να επιτευχθεί έξω από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους που έθετε η εποχή. Ο Θεοδωράκης αγνοούσε ή υποτιμούσε τους [ιδεολογικούς, πολιτικούς] λόγους της διαίρεσης των ΚΚ, έριχνε το βάρος σε εσωτερικά πολιτικά ζητήματα. Αντιδικτατορικό μέτωπο, χαλινάρι στο ΠΑΣΟΚ…
[Πολλοί στην ηγεσία της Αριστεράς] κατά βάθος συμφωνούσαν με την πολιτική της ενότητας, όμως, όπως φάνηκε, δεν είχαν τη δύναμη να επιβάλουν την άποψή τους, αλλά μόνο μια φορά, στα 1989, τότε που δημιουργήθηκε ο Συνασπισμός της Αριστερός με πρόεδρο τον Χαρίλαο Φλωράκη και γραμματέα τον Λεωνίδα Κύρκο.Δεν είναι όμως, αν μη τι άλλο, περίεργο ότι ενώ τότε στην ουσία εφαρμόζεται επιτέλους η πολιτική ενότητας του Θεοδωράκη, «λησμονούν» να τον καλέσουν να πάρει μέρος στην υλοποίηση ενός οράματος για το οποίο τόσα πολλά είχε κάνει και τόσα πολλά είχε υποστεί; Όμως παρά το γεγονός ότι τον άφησαν απέξω, αυτός τους προτείνει να τον συμπεριλάβουν στους καταλόγους υποψηφίων βουλευτών για τις επικείμενες εκλογές του 1989. Οι νέοι ηγέτες όμως της Ενωμένης πια Αριστεράς κάνουν πως δεν ακούουν την πρότασή του, χωρίς να εξηγήσουν τους λόγους αυτής της άρνησης και απορρίπτοντας την πρότασή του για εκλογική συνεργασία.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Συνασπισμός της Αριστεράς δημιουργείται σε μια κρίσιμη και δύσκολη περίοδο όπου είναι αναγκασμένος να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία. Οι λόγοι είναι πολλοί και φυσικά έχουν μεγάλη ιστορική βαρύτητα για να οδηγήσουν σ’ αυτό το Μέτωπο. Όπως ήταν επόμενο, το εκλογικό ποσοστό του Συνασπισμού είναι τέτοιο, που τον αναδεικνύει σε δύναμη ικανή να επηρεάσει καίρια τις πολιτικές εξελίξεις. Έτσι, αναδεικνύεται σε δύναμη κυβερνητική για πρώτη φορά μετά την απελευθέρωση του 1944. Σχηματίζεται η κυβέρνηση Τζανετάκη, όπου επίσης για πρώτη φορά συμμετέχουν κομμουνιστές υπουργοί. Όμως αυτή η υπέρβαση είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις ενός συνασπισμού που μόλις είχε γίνει και που δεν είχε προφτάσει να ωριμάσει ώστε να είναι ανθεκτικός σε μεγάλες δοκιμασίες. Γι’ αυτόν τον λόγο οι αντοχές του δεν ήσαν αρκετές για να αντιμετωπίσουν τη λυσσαλέα επίθεση του ΠΑΣΟΚ, και έτσι γρήγορα η ενότητα της Αριστεράς τινάχτηκε στον αέρα με αποτέλεσμα η νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ να βρει τα δύο αδελφά κόμματα χωρισμένα με ακόμα βαθύτερο μίσος, γεγονός που όπλιζε τους διαδόχους του Ανδρέα με ακόμα μεγαλύτερη αλαζονεία και ασυδοσία, με καταστρεπτικά αποτελέσματα για τη χώρα, οδηγώντας τελικά το ΠΑΣΟΚ στην αντιπολίτευση.
Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι το μίσος κατά του Θεοδωράκη, όπως εξαπολύθηκε στη δεκαετία του ’80 που αφορούσε τόσο την υποβάθμιση παραμόρφωση της πολιτικής του όσο και τη φίμωση-υποβάθμιση της μουσικής του, είχε δύο αφετηρίες: Η πρώτη αφορά την αντίθεση εκείνων που και στα τρία κόμματα δεν ήθελαν (η κάθε παράταξη για τους δικούς της λόγους) την ενότητα της Αριστερός (των Εαμογενών δυνάμεων όπως τις ονόμαζε και ο ίδιος). Η δεύτερη είχε καθαρά προσωπικό χαρακτήρα με έντονα στοιχεία αντιζηλίας και φθόνου. Δεν ήθελαν να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο γιατί απλά τον ζήλευαν. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Και αφού δεν τον ήθελαν, για να τον ξεφορτωθούν, το πιο ασφαλές και δραστικά ήταν να τον συκοφαντήσουν, να τον διαβάλουν και να τον εξοντώσουν πολιτικά-ηθικά-καλλιτεχνικά-ανθρώπινα. Γι’ αυτό και ο πόλεμος εναντίον του υπήρξε ολοκληρωτικός. Φρόντισαν μάλιστα να ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας του, ώστε να σπείρουν κι εκεί —κυρίως στην Ευρώπη— τον σπόρο της αμφιβολίας, της αμφισβήτησης, και τελικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, της απόρριψης, εκεί που άλλοτε υπήρχε γι’ αυτόν εκτίμηση και θαυμασμός.
Να λοιπόν ποιος ήταν αυτός στην πραγματικότητα που οδηγείται, απ’ αητούς που θα έπρεπε περισσότερο από κάθε άλλον να τον τιμούν, στην Πνύκα για να δικαστεί, να εξοντωθεί και να σκεπαστεί με τσιμέντο, ακόμα και νεκρός, που σημαίνει να φύγει από τη μνήμη του λαού αυτός και το έργο του στον αιώνα των αιώνων.
Εδώ θα ρωτήσει κανείς δικαιολογημένα: Και οι φίλοι του; Οι θαυμαστές του; Οι φίλοι και θαυμαστές της μουσικής του; Οι τόσοι και τόσοι που ομολογούν πως ανατράφηκαν με τα τραγούδια του; που ήσαν όλοι αυτοί, οι παλιοί Λαμπράκηδες, οι σύντροφοί του τον καιρό της Χούντας, τα εκατομμύρια των μεταχουντικών μεγαλειωδών συναυλιών από του Καραϊσκάκη ως τα πέρατα της ελληνικής επικράτειας, τα εκατομμύρια που αγόρασαν και ακούν τα τραγούδια του;
Μια λέξη μόνο ταιριάζει γι’ αυτή την ακατανόητη και ακατονόμαστη σιωπή τους: Λούφαξαν! Ένας ολόκληρος λαός υπέκυψε —έσκυψε το κεφάλι κάτω από τα διασταυρωμένα πυρά του πυροβολικού των τριών στρατών, που, αν και χωρισμένοι, ενώναν τις δυνάμεις τους και συντόνιζαν τα πυρά τους εναντίον ενός ανθρώπου, που εντούτοις γνώριζαν πολύ καλά την ακεραιότητα, το άκαμπτο ήθος και την ολόπλευρη αφοσίωσή του στον λαό και στην Αριστερά. Επρόκειτο δηλαδή για ένα έγκλημα προμελετημένο και απεχθές, ακριβώς γιατί τα κίνητρά του ήταν απολύτως συμφεροντολογικά και βρομερά.
Και εδώ πάλι προκύπτει το ερώτημα: Γιατί κανείς δεν τόλμησε να αποκαλύψει την πλεκτάνη; Γιατί κανείς αργότερα, όταν πολλοί από τους δημόσιους κατήγορους είχαν μεταβληθεί σε δημόσιους υμνωδούς του, δε βγήκε δημόσια να τους υποβάλει το ερώτημα: Πότε υπήρξατε ειλικρινείς; Τότε που τον σταυρώνατε; Ή τώρα που τον εξυμνείτε;
Το έργο «Διόνυσος» παρουσιάζεται ως σύγχρονο μουσικό θρησκευτικό δράμα σε ποίηση του συνθέτη με 11 τραγούδια. Στο βιβλίο Ο Συμφωνικός Θεοδωράκης υπάρχει ένα κατατοπιστικό σημείωμα στο οποίο παρουσιάζεται το έργο. «Δεν είναι τυχαία εδώ η επιλογή του Διόνυσου. Ο συνθέτης πίστευε ότι το τελευταίο οχυρό της ελληνικής ιθαγένειας είναι η σύνδεσή της με τους ελληνικούς μύθους, μέσα στους οποίους η θέση του Διόνυσου αποκτούσε μια ιδιαίτερη επικαιρότητα… Είναι φανερό ότι ο Θεοδωράκης επιχειρεί την ταύτισή του με τον Διόνυσο… Το δράμα εξελίσσεται εν είδει θρησκευτικής πομπής που ξεκινά από τον θάνατο του Αντάρτη Διόνυσου στις 10 του Δεκέμβρη και που κρατά δεκαετίες έως ότου φτάσει στη δεκαετία του ’80 στην Πνύκα, όπου θα γίνει η Δίκη του Διόνυσου… Θα ακολουθήσει το άνοιγμα του Λάκκου για να ταφεί ο Νεκρός και η νέα εξουσία θα ρίξει από πάνω του τσιμέντο ώστε να μην υπάρξει πια στο μέλλον περίπτωση να ακουστεί η ιαχή «Ο Διόνυσος ζει» κατά το «Ο Λαμπράκης ζει» κτλ.
Διόνυσος ( Η απολογία του Διονύσου)
Γεια και χαρά σας
άσπιλοί μου δικαστές
είμαι μπροστά σας
βγάλτε νύχια και φωτιές
η τιμωρία τρομερή
πρέπει να βγει
από τη συνάθροιση αυτή
Διόνυσέ μου
με τ’ ασίκικα φτερά
παλληκάρι μου
με του τράγου το κορμί
παλληκάρι μου
σέρνεις πρώτος την πομπή
*
Παγάνα πάνε οι στρατιές
στου Διονύσου τις χορδές
για ν’ ανάψουνε φωτιές
Να κάψουν θέλουν το θεό
με τις νυφούλες στο πλευρό
και τ’ αγόρια στο χορό
Πηγή: Ο Συμφωνικός Θεοδωράκης, Από την Κασσιανή ως τη Λυσιστράτη, Εκδ. Πατάκη, 2006 σελ.247-253