
Επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη στο Γ.Γ. του ΚΚΕ Χαρίλαο Φλωράκη
Το 1985 οι εσωκομματικές σχέσεις του βουλευτή Μίκη Θεοδωράκη με το Π.Γ. του ΚΚΕ παρέμειναν, εκ των πραγμάτων, διαταραγμένες ως τις εκλογές του 1985. Κεντρικό σημείο διαφωνίας και τριβής ήταν η “πολιτική ουράς του ΚΚΕ προς το ΠΑΣΟΚ” κατά το Θεοδωράκη.
Νέες εντάσεις μεσολάβησαν ενόψει της ψήφισης του X. Σαρτζετάκη και από το ΚΚΕ στο αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας:
-“Υπό τις συνθήκες αυτές -θα πει ο Θεοδωράκης- παρέμεινα όμηρος στο ΚΚΕ πιστεύοντας ότι η συμβολή μου θα εκτιμηθεί. Βγήκα ξανά βουλευτής στη Β’ Πειραιά, ενώ η υπόσχεση ότι θα ήμουν ισότιμο μέλος του Π.Γ. δεν τηρήθηκε, είχα μόνο επαφή προσωπική με τον Φλωράκη.
Ήταν πραγματικά ανεξήγητο ότι το ΚΚΕ παρασύρθηκε να ψηφίσει την αναθεώρηση του Συντάγματος που ήταν αντιδραστική προς την κατεύθυνση του προσωποπαγούς πρωθυπουργικού καθεστώτος, χωρίς να προσπαθήσει να θέσει όρους, όπως π.χ. το πάγιο αίτημα για την αναλογική. Θυμάμαι ότι πρότεινα να θέσουμε το αίτημα της αναλογικής σαν προϋπόθεση για να ψηφίσουμε Σαρτζετάκη και να δούμε και τι άλλα θα μπορούσαμε να πετύχουμε, κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος, προς την προοδευτική κατεύθυνση. Πλην όμως ενώ αυτές ήταν οι απόψεις μου, η ηγεσία ήταν άλλης άποψης ότι δηλαδή το κόμμα δεν είχε τη δυνατότητα να θέσει κανένα όρο και ήταν υποχρεωμένο να ψηφίσει άνευ όρων τον Σαρτζετάκη. Να ακολουθήσει το ΠΑΣΟΚ.”
Τελικά o X. Σαρτζετάκης εξελέγη πρόεδρος της Δημοκρατίας και με την άνευ όρων συμβολή του ΚΚΕ. Ενώ στις εκλογές του Ιουνίου το ΠΑΣΟΚ ανεδείχθη πρώτη πολιτική δύναμη παραμένοντας στην εξουσία. Το ΚΚΕ, υπό τη σημαία του οποίου εκλέκτηκε και πάλι βουλευτής ο Θεοδωράκης, κέρδισε 12 έδρες.
Γράφει ο Παύλος Πετρίδης στο βιβλίο του “Ο πολιτικός Θεοδωράκης 1940-1996, Εκδ. Προσκήνιο, 1997”
“…Όμως και στο εσωκομματικό πεδίο το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Το ΠΓ του ΚΚΕ αναπαράγοντας νοοτροπίες του παρελθόντος αδυνατούσε να παρακολουθήσει τις εκσυγχρονιστικές πρωτοβουλίες Θεοδωράκη.
Η επικυριαρχία της ηγετικής ομάδας υπό τον X. Φλωράκη είχε εδραιωθεί ήδη στη διάρκεια των εργασιών του 10ου Συνεδρίου του Κόμματος τον Μάιο του 1978. Ενώ στο 11ο Συνέδριο του Δεκεμβρίου 1982 η ηγετική ομάδα δεν άλλαξε τακτική αφήνοντας, κατά τον Γρ. Φαράκο, «την αίσθηση μιας κάμψης στην αίγλη που είχε το Κόμμα στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης».
Η εδραίωση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, από την άλλη, συνετέλεσε στη μερική διάσπαση της Νέας Δημοκρατίας μετά την ανάδειξη του Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος (1984) και την αποχώρηση του Κ. Στεφανόπουλου (1985). Οι χειρισμοί της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ στο θέμα της υποψηφιότητας Σαρτζετάκη (και όχι μόνο) και η κάμψη της εκλογικής ισχύος στις εκλογές του Ιουνίου επηρέασαν τον Θεοδωράκη, παράλληλα με τα μνημονευθέντα διαβήματα προς τα όργανα του Κόμματος, να δημοσιοποιήσει γραπτά τις ανησυχίες του στον X. Φλωράκη:
– Θα σου πω ότι δεν το φροντίζεις καλά το Κόμμα όταν υπάρχει ένας αγωνιστής σαν και μένα που είχε να σας δώσει και θέλει να σας δώσει 100 και σεις παίρνετε μόνο 10 και με το ζόρι. Όπως σου είπα είμαι ένα τάνκερ και σεις με κλείσατε στη λίμνη των Ιωαννίνων να κάνω μανούβρες γύρω από τον εαυτό μου. Από τα 1978 έως σήμερα πέρασαν 7 ολόκληρα χρόνια. Είχατε όλο το καιρό να με γνωρίσετε από κοντά. Να με ψάξετε. Να με δοκιμάσετε. Και να με αξιοποιήσετε. Για το καλό του κόμματος και του λαού μας. Γιατί δεν το κάνατε; Μην μου πεις ότι ήμουν καλλιτέχνης και τα γνωστά. Να πεις μόνο τι μου προτείνατε και αρνήθηκα. Τί είπα πως θα κάνω και δεν τόκανα;
Βλέπεις ότι με τη παρατήρησή σου για το ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ με βοήθησες για να σου πω και να σας πω ότι είναι αποκλειστικά η στάση σας απέναντι μου που με υποχρεώνει να πάρω το σκληρό δρόμο της αυτοεξορίας. Να συνυπάρχω σαν διακοσμητικό έπιπλο δεν γίνεται άλλο. Εφτά χρόνια δεν είναι λίγα. Να μείνω στην Ελλάδα, φοβάμαι πως δεν θα μας αφήσουν ήσυχους. Ιδιαίτερα εμένα. Όλο και κάτι θα βρίσκουν καθημερινά για να προβοκάρουν τις σχέσεις μας. Όσο μακρύτερα λοιπόν τόσο καλύτερα. Μη μου ζητάς όμως να μουγγαθώ τελείως. Μα στο κάτω-κάτω υπάρχει όπως σου είπα μια σχέση ιερή θάλεγα με τον τόπο μας και το λαό μας που θα συμφωνείς και συ είναι το ανώτατο χρέος του καθενός μας να τη φυλάσσουμε σαν κόρη οφθαλμού. Άλλωστε γιατί υπάρχει κόμμα.
Για ένα πάντως θα σε ευχαριστήσω ειλικρινά. Με τον παροπλισμό μου, τον πολιτικό, μου δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία να ασχοληθώ με τη μουσική. Συμφωνίες σίγουρα δεν θα έγραφα αν ασχολιόμουν όπως θα το μπορούσα με τα κοινά. Αν τόκανες γι’ αυτό, τότε ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Πετρίδης σελ.343-4
Επιστολή προς το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ
Επακολούθησε η δημοσιοποίηση, τον Γενάρη του 1986, προς το Π.Γ, της αμετάκλητης παραίτησής του από το βουλευτικό αξίωμα: Όπως γνωρίζετε, πέρσι, στην ίδια εποχή σας είχα υποβάλει την παραίτησή μου από τη θέση του βουλευτή που δεν έγινε δεκτή. Είχα αποφασίσει να μη βάλω υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές. Όμως ήρθαν έτσι τα πράγματα που η εκλογική μάχη του Ιούλη ήταν πράγματι τόσο σημαντική ώστε η μη συμμετοχή μου σ’ αυτή, θα ήταν λιποταξία. Έτσι ξαναβγήκα βουλευτής. Από τότε πέρασε μισός χρόνος και η συμβολή μου στο πόστο αυτό μετά βίας ξεπερνάει το μηδέν. Όμως και γενικότερα η δουλειά μου σα βουλευτής είναι ανύπαρκτη. Είναι φυσικό αυτή η κατάσταση να γεννά προβλήματα κυρίως στο Κόμμα αλλά και σε μένα.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό παραμένει το περιεχόμενο επιστολής του προς την ΚΕ του ΚΚΕ όπου εξέθετε σε βάθος τους λόγους που τον εξώθησαν σε παραίτηση: -Πριν από πολλούς μήνες ή μάλλον αρκετά χρόνια έχω προτείνει με πληθώρα γραπτών κειμένων που παραδόθηκαν και αρχειοθετήθηκαν στην Κ.Ε. πάμπολλες και ποικίλες σκέψεις, προτάσεις και ερωτήματα. Όλα ανεξαιρέτως έμειναν αναπάντητα. Τα σημειώματα αυτά αναφέρονταν κυρίως σε τρέχοντα θέματα πολιτικής. Ορισμένα έκαναν μνεία και του προσωπικού μου προβλήματος. Τον Γενάρη του 1985 υπέβαλα προφορικά και γραπτά την παραίτησή μου από βουλευτής. Για να την επαναλάβω τον επόμενο Γενάρη του 1986. Για να μην υπάρχει καμμία αμφιβολία σχετικά με τους λόγους που με ωθούσαν σ’ αυτή την απόφαση, στις 28.1.1986 παρέδωσα σημείωμα στο Γ.Γ. της Κ.Ε. όπου προσπάθησα να εξηγήσω τους βαθύτατους λόγους που με υποχρέωναν να διαλέξω το δρόμο της απομάκρυνσης από την ενεργό πολιτική και της αυτοεξορίας: «Είναι αποκλειστικά η στάση σας απέναντι μου που με υποχρεώνει να πάρω το σκληρό δρόμο της αυτοεξορίας. Να συνυπάρχω σα διακοσμητικό έπιπλο δε γίνεται άλλο. Εφτά χρόνια δεν είναι λίγα».
Το ουσιαστικό λοιπόν πρόβλημα δεν είναι η πράξη της παραίτησής μου αλλά το γεγονός ότι παρ’ ότι από πολύ παλιά το επισημαίνω υπήρξε απόλυτη άρνηση στο φυσιολογικό αίτημά μου να συμμετέχω στη διαμόρφωση της πολιτικής που καλούμαι να εφαρμόσω σα βουλευτής και σαν προβεβλημένη όπως είπα κομματική προσωπικότητα. Δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση όπου να έχει επιδειχθεί τόσο μεγάλη αντοχή, και υπομονή όσο η δική μου. Έφτασα δυστυχώς στα έσχατα όρια. Εκεί που αρχίζει η εντροπή. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ντράπηκα γι’ αυτό που κάνω. Και αυτό ήταν η απόφασή μου να φτάσω, όπως είπα, εις τα έσχατα όρια, που από κει και πέρα δεν επιτρέπεται να δει κανείς τον εαυτό του στο καθρέφτη. Αυτά που γράφω στην επιστολή μου προς τον Πρόεδρο της Βουλής είναι τα αποτελέσματα από αυτή τη καταπιεστική σιωπηλή άρνηση η οποία είχε τελικά όλα τα χαρακτηριστικά ενός αμείλικτου ηθικού εξαναγκασμού – εκβιασμού: «Ή σιωπάς και υποκύπτεις ή θα καθήσεις και πάλι επί της πυράς του αναθέματος». Έτσι οδηγήθηκα στο σημείο να γίνω πράγματι πολιτικώς «ανάπηρος, άεργος, άλογος και διακοσμητικός». Ευτυχώς για μένα, έστω και αργά, συνειδητοποίησα ότι αυτή η εξευτελιστική κατάσταση κατάντησε «ασυμβίβαστη με την αγωνιστική μου υπόσταση. Με το ήθος και τις παραδόσεις που με γαλούχησαν». Και έτσι ήταν φυσικό η παραίτησή μου να γίνει «αναγκαστική». Είναι ένα θέμα που δεν μπορεί πια να συζητηθεί από την πλευρά μου. Και νομίζω ότι το ίδιο το συμφέρον του κόμματος αξιοί να βγει στο φως όλη η αλήθεια γιατί μονάχα μ’ αυτήν εξασφαλίζεται το στοιχείο εκείνο, που πρέπει να το ξεχωρίζει από όλες τις υπόλοιπες πολιτικές παρατάξεις, η ηθική του ακεραιότητα-.
Στις 23 Μαΐου 1986 ο Θεοδωράκης κοινοποιούσε προς τον επικεφαλής της Κ.Ο. του ΚΚΕ Νίκο Καλούδη επίσημα πλέον την παραίτησή του: – Πιστεύω ότι τόσο εσείς όσο και η Κ.Ε., θα έχετε πειστεί, όπως κι εγώ, ότι η παρατεινόμενη απουσία μου από τις εργασίες της Βουλής, πολύ σύντομα, θα αποτελέσει στόχο δίκαιης καταδίκης, τόσο δικής μου όσο και του Κόμματος, από την κοινή γνώμη, με σοβαρότερες συνέπειες από την ίδια την παραίτηση.
Πετρίδης σελ.345
Ο Μίκης Θεοδωράκης “επανεκλέχτηκε βουλευτής το 1981 με το ΚΚΕ στη Β΄ Πειραιώς (13.785 σταυροί), και το 1985, πάντα με το ΚΚΕ, βουλευτής Επικρατείας. Ο κύκλος αυτός είχε όμως πλέον κλείσει και το Μάιο του 1986 παραιτήθηκε από βουλευτής. Είναι ίσως μία ειρωνεία της ιστορίας, ότι ο Μ.Θ., παραμένοντας πάντα πιστός στις ιδέες της Αριστεράς, αποστασιοποιείται από τους κομματικούς της φορείς ακριβώς τη στιγμή που στη Σοβιετική Ένωση ξεκινά η τελευταία απέλπιδα προσπάθεια για μία μεταρρύθμιση του κομμουνιστικού συστήματος και στην Ελλάδα, λίγο αργότερα, η τελευταία, επίσης αποτυχημένη, προσπάθεια για να ξαναβρεί το κομμουνιστικό κίνημα την ενότητά του. Έτσι, ο πρωταγωνιστής της Ενωμένης Αριστεράς το 1974 δεν θα συμπράξει με το Συνασπισμό του 1989. Σε επίπεδο πολιτικής θα ακολουθήσει βέβαια, αλλά ως μοναχική πλέον προσωπικότητα, μία παράλληλη, αν και ελαφρώς ετεροχρονισμένη, πορεία.
Ενώ ο ΣΥΝ θα συμπράξει στην κυβέρνηση Τζανετάκη μετά τις εκλογές του Ιουνίου 1989 και στη συνέχεια θα αρχίσει να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ, ο Μ.Θ. θα αποφασίσει να επανέλθει στη Βουλή, ως ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με τη ΝΔ, τον Νοέμβριο του 1989. Όμως και αυτή η βουλευτική εμπειρία θα έχει περιορισμένη διάρκεια. Επανεκλεγόμενος τον Απρίλιο του 1990 θα αναλάβει, για δυόμισι χρόνια, υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου και στη συνέχεια Επικρατείας για να παραιτηθεί όμως και πάλι τον Οκτώβριο του 1992 από υπουργός και στη συνέχεια τον Μάρτιο του 1993 από βουλευτής”. [Ηλίας Νικολακόπουλος Η πολιτική δράση του Μίκη Θεοδωράκη και οι διεθνείς του πρωτοβουλίες μετά τη Μεταπολίτευση, 2005]