Είναι εκπληκτικό το πώς μπορεί να χωρέσει σε ένα μικρό βιβλίο, μόλις 100 σελίδων, τόση συμπυκνωμένη πολιτική εμπειρία, πολιτική σοφία, πολιτική ιστορία. Είναι δυνατόν, όταν το πρόσωπο που τα αφηγείται όλα αυτά είναι ο Μίκης Θεοδωράκης.
Με συμμετοχή στα κοινά από έφηβος, κατάφερε να διασχίσει μαχόμενος για τις ιδέες του τον 20ο αιώνα.
Πολλοί τον χαρακτήρισαν αντιφατικό, αμετροεπή, χαμαιλέοντα, κρυφοδεξιό, Μακεδονομάχο και χιλιάδες άλλους χαρακτηρισμούς.
Όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο Θανάσης Λάλας: «Το βιβλίο αυτό στις λεπτομέρειες του φιλοδοξώ να σας παρουσιάσει μέσα από τα λεγόμενά του, τον τρόπο που αισθανόταν και σκεφτόταν αυτός ο μεγάλος Έλληνας».
Έχουμε λοιπόν μια σειρά ερωτήσεων που έθεσε ο δημοσιογράφος στον Μίκη Θεοδωράκη σε κάποιες από τις συναντήσεις τους. Σαν έξυπνος άνθρωπος, ο Θανάσης Λάλας μένει στη σκιά, θέτει τις ερωτήσεις του και ο προβολέας φωτίζει τον Μίκη Θεοδωράκη που απαντά χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος.
Αφηγείται ιστορίες που έζησε, διευκρινίζει θέματα για τα οποία πολλοί τον κατηγόρησαν όταν τα έθεσε, εξηγεί την προσωπική του στάση που, συνήθως, ήταν εκτός γραμμής της επίσημης αριστεράς. Αλλά αυτό ήταν και το μεγαλείο του. Οι υπερβάσεις που έκανε.
Έζησε σε δύσκολες εποχές. Κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία.
«Αυτή είναι η πραγματική ιστορία, κύριε Λάλα. Και τους πραγματικούς μάρτυρες, όπως είμαι εγώ, τους έχουν φιμώσει. Εγώ αυτά τα έχω αφηγηθεί, αλλά πού; Τα ‘χω αφηγηθεί στο Περού, στο Μπουένος Άϊρες… Εκεί οι άνθρωποι μου κάναν συνεντεύξεις για όλη την ελληνική ιστορία και τους έκανα απλά μαθήματα για το «τι είναι η Ελλάδα»- έχω μιλήσει σε όλα τα κανάλια του κόσμου ώρες ολόκληρες για την ελληνική ιστορία. Ποτέ ένα ελληνικό κανάλι -κρατικό ή ιδιωτικό- δεν με κάλεσε να κάνω το ίδιο. Τίποτα… κουβέντα! Ποτέ! Δεν τους ενδιαφέρει αυτή η ιστορία. Εμείς όμως τότε ήμασταν οι 300 του Λεωνίδα που σώσαμε την τιμή της Ελλάδας. Η δήλωσή μου προς τον Παπαδόπουλο, ότι: «Σε λίγο δε θα υπάρχει γωνιά της ελληνικής γης για να κρυφτείτε. Αυτός ο λαός που γέννησε τη δημοκρατία μισεί τους τυράννους και στο τέλος πάντα τους σκοτώνει», μπήκε πρωτοσέλιδο σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες του κόσμου, την μετέδωσαν όλοι οι σταθμοί κι ερχόταν ο κόσμος και μου έλεγε: «Μας έκανες περήφανους». Δεν ήμουν εν ασφαλεία όταν τα έλεγα όλα αυτά. Κρυβόμουνα σε ένα πλυσταριό, στην ταράτσα ενός σπιτιού στου Φιλοπάππου που δεν είχε ούτε παράθυρα, κι έλεγα: «Τώρα τι να σκεφτώ; Τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου που θα με χάσουν ή το γεγονός ότι είμαι αγωνιστής και πρέπει να σώσω την τιμή της Ελλάδας;
Πήρα τιμές, πήρα δόξες, πήρα αγάπη απ’ αυτόν τον κόσμο. Τώρα πρέπει να τα πληρώσω όλα αυτά, να τα πληρώσω με αίμα». Τώρα πια όλ’ αυτά δεν έχουν καμία αξία, δεν τα λέω για να μου πούνε μπράβο. Αξία είχαν στην ώρα τους. Δεν παύουν όμως να είναι μαρτυρίες. Αν δεν μιλάγαμε εκείνη την πρώτη στιγμή, θα τελείωναν τα πάντα. Οι πρώτοι μήνες ήταν οι σημαντικοί. Μας πιάσαν όλους-όχι μόνο επώνυμους, όπως ήμουν εγώ αλλά και ανώνυμους αγωνιστές- μας βασάνισαν, μας έβαλαν φυλακή…. Εμείς όμως σπείραμε εκείνη τη στιγμή. Απ’ αυτήν την ματωμένη σπορά βγήκε ότι βγήκε. Και όμως, έρχονται στιγμές που νιώθω ότι είμαι αόρατος, ότι δεν υπάρχω. Δεν πιστεύω ότι έχω χάσει την επαφή μου με τον λαό. Αντιθέτως, θεωρώ ότι η σύνδεσή μου μαζί του είναι διπλή, πράγμα που δεν το έχουν καταλάβει οι πολιτικοί. Είμαι η φωνή της ψυχής του, το όνειρό του. Του έδωσα όνειρα και ας μη με παίζουν τώρα. Και ας με αγνοούν. Βλακεία κάνουν. Εγώ ξέρω ότι η μουσική μου έχει μπει στο κυκλοφορικό σύστημα του ελληνικού λαού. Ότι και να κάνουν, δεν θα με βγάλουν ποτέ από εκεί. Είμαι μέσα στο αίμα του ελληνικού λαού».
Χείμαρρος όπως πάντα ο Μίκης Θεοδωράκης. Μιλάει για όλα αυτά που έζησε, από τη μεριά που τα έζησε. Έζησε ηρωικές εποχές, εποχές που διαμόρφωσαν χαρακτήρες, ανθρώπους, μια γενιά ολόκληρη. Μιλάει για τη μεγάλη τέχνη και πως φτάνει στον λαό.
«Η Ελλάδα του ’60 είχε φτάσει σε μια ιστορική ωρίμανση. Όλες αυτές οι εθνικές και κοινωνικές περιπέτειες είχαν δώσει στη νεολαία εκείνης της εποχής μια ωριμότητα και συγχρόνως τη φόρτωσαν με ορισμένα μεγάλα ιδανικά, τα οποία ήταν βιωματικά. Ήταν ένας αγράμματος αγρότης και αφήνει γυναίκα και παιδιά, πιάνει το όπλο και ανεβαίνει πάνω στο βουνό. Εκείνη τη στιγμή αυτός έχει εξαγνιστεί, έχει φτάσει σε άλλες σφαίρες. Υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο το γνωσιολογικό μέρος, υπάρχει όμως και το ηθικό μέρος. Ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα γνωσιολογικά αλλά και ηθικά. Το ηθικό μέρος μπορεί να εξισορροπήσει το γνωσιολογικό. Η μουσική δεν μιλάει μόνο γνωσιολογικά, μιλάει και βιωματικά. Εγώ στην Ικαρία έκανα τέτοια πειράματα. Σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν πλήρη μουσική άγνοια τους τραγουδούσα Μότσαρτ και τους άρεσε. Διότι η μεγάλη τέχνη στον απλό άνθρωπο φτάνει με άλλο τρόπο».
Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για όλα. Για την Τέχνη, την πολιτική, μεγάλη και μικρή, για προσωπικές και εθνικές περιπέτειες. Έζησε την εποχή που το «Εγώ» γινόταν «Εμείς». Μιλάει για τον μαρξισμό και για το πώς έφτασε στην εποχή μας.
«Ο Μάρξ έκανε μια πρωτοπόρα ιδεολογία, για να πραγματοποιηθεί, όμως, πέρασε ένας αιώνας. Η ιδέα έπρεπε να διαδοθεί, να την επεξεργαστούμε, δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη να γίνει κτήμα των πολλών. Όχι, ο μαρξισμός δεν πέθανε, δοκιμάστηκε ως εφαρμογή και οι άνθρωποι που τον εφήρμοσαν αποδείχτηκαν ανίκανοι από ένα σημείο και μετά. Αυτό δεν ακυρώνει την ιδεολογία, την αλήθεια που περιρρέει, τη δύναμη που μας εμπνέει να αλλάξουμε τη ζωή μας προς το καλύτερο. Και ο καπιταλισμός που χρονολογείται πριν τον μαρξισμό, έχει περάσει από μεγάλες ήττες και σήμερα περνάει τη μεγαλύτερη ήττα του. Το κακό σήμερα είναι ότι νομίζουμε πως ο μαρξισμός ηττήθηκε και η μόνη ιδεολογία που υπάρχει πια είναι ο καπιταλισμός….
Φοβερή ανοησία και πολύ ύποπτοι όλοι αυτοί που ενθαρρύνουν αυτή την ανοησία. Αυτό βοηθάει να κυριαρχούν τα κράτη με την πολεμική βιομηχανία.
Οι ΗΠΑ, Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία. Και η Κίνα που δεν κάνει εμπόριο όπλων, παράγει κυρίως για τον εαυτό της. Όλοι αυτοί δεν ξέρουν ότι πουλάνε θάνατο-μαύρο θάνατο; Το ξέρουν. Οι πολεμικές βιομηχανίες αποσυναισθηματοποιούν τους ανθρώπους. Δεν έχουμε συναίσθημα πια. Καταλαβαίνουν όλοι ότι οι ηγέτες των χωρών αυτών σπέρνουν τον θάνατο για το κέρδος; Το καταλαβαίνουν όλοι… Το καταλαβαίνουν και οι ίδιοι οι ηγέτες… Έχουν συνείδηση, αλλά δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο, παρά πως κάποιοι λίγοι που είναι τα αφεντικά τους, τα αφεντικά του κόσμου τούτου, θα γίνουν ακόμα πιο πλούσιοι και ισχυροί».
Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει, ο Θανάσης Λάλας σημειώνει. Είναι σίγουρο πως κάποια στιγμή, οι ιστορικοί του μέλλοντος θα σταματήσουν και σε αυτό το μικρό βιβλίο για να αντλήσουν μαρτυρίες για την εποχή, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Τα λόγια φεύγουν , όπως οι άνθρωποι, τα καταγεγραμμένα λόγια μένουν και γράφουν την ιστορία.
Ο Θανάσης Λάλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Οικονομικό Τμήμα της Νομικής Σχολής, έπαιξε ποδόσφαιρο, συναντήθηκε νωρίς με την τύχη του. Σε πολύ νεαρή ηλικία είχε την ευκαιρία να ζήσει δίπλα σον Στρατή Τσίρκα, τον σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα, και να τον καθοδηγήσει στο χώρο της ποίησης ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Νίκος Καρούζος και ο Μίλτος Σαχτούρης.
Πηγή-Συντάκτης: Άγγελος Κουτσούκης, www.ogdoo.gr 31/01/2023
Μίκης Θεοδωράκης, Είναι Ακριβό το Τίμημα των Επαναστάσεων, Συγγραφέας: Θανάσης Λάλας, Εκδότης: Αρμός, Έτος έκδοσης: 2021, Αριθμός σελίδων: 112, Κωδικός ISBN-13: 9789606154119
Σχετικό και το: Μίκης Θεοδωράκης: Αν δεν είχα βιώσει αυτά που βίωσα, δεν θα είχα γράψει αυτή τη μουσική
Μια συνέντευξη του Μίκη Θεοδωράκη στον Θανάση Λάλα στο ΒΗΜΑ, 07/03/1999