skip to Main Content

(Από τις σημειώσεις του συνθέτη για το έργο)

Από τις μέρες που κυκλοφόρησαν σε δίσκους οι δύο εκδόσεις του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ (1960) έως το καλοκαίρι του 1961 πηγαινοερχόμουνα ανάμεσα στην Αθήνα και το Παρίσι με πυκνές επισκέψεις για επαγγελματικούς λόγους στο Λονδίνο. Και ενώ συνέθετα το ένα έργο μετά το άλλο –ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ, ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΕΠΙΦΑΝΙΑ, ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ- καθώς και τη μουσική για την τραγωδία του Σοφοκλή ΑΙΑΣ, που θ΄ ανέβαζε ο Μουζενίδης με το Βασιλικό Θέατρο, στην Επίδαυρο τον Ιούλιο του 1961, απ΄ την άλλη μεριά συνέβαιναν πολλά και διάφορα με επίκεντρο τα τραγούδια μου και ιδιαίτερα τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ.
Τρείς ήσαν οι βασικές τάσεις: Η αντίδραση της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού, που ήταν κάτω από τον έλεγχο της Δεξιάς, με την απαγόρευση (την πρώτη!) μετάδοσης των τραγουδιών μου απ΄ το ΕΙΡ. Η αντίδραση της ηγεσίας της Αριστεράς αλλά και των κορυφαίων διανοούμενων-καλλιτεχνών του ίδιου χώρου, που οργάνωσαν τον Δεκέμβρη του 1960 συγκέντρωση στον Ελληνοκινεζικό με σκοπό να αποδείξουν ότι η μελοποίηση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ ήταν μια σκέτη ιεροσυλία. Ενώ στον Άη Στράτη η τοπική ηγεσία πήρε την απόφαση να εξαφανίσει τους δίσκους μου, με αποτέλεσμα οι νεολαίοι εξόριστοι να καταφεύγουν στις βραχώδεις ακτές για να τραγουδήσουν κρυφά τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, τη ΜΥΡΤΙΑ και τα άλλα τραγούδια. Και τέλος, η τρίτη στάση, δηλαδή η αντίδραση κυρίως των νέων, που αποδοκίμασαν τους « επισήμους» της Αριστεράς στον Ελληνοκινεζικό. Οργάνωσαν την παρουσίαση των δύο ΕΠΙΤΑΦΙΩΝ στη Λέσχη Ελ. Βενιζέλου, στη Χρήστου Λαδά, μέσα στο 1960, και τον Μάρτη του 1961 με πρωτοβουλία του Συλλόγου Φοιτητών της Νομικής οργάνωσαν στο ΝΕΟ ΘΕΑΤΡΟ, στην οδό Πατησίων, μια συζήτηση-συναυλία, στην οποία πήραν μέρος ο Δημήτρης Χριστοδούλου και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, και μέσα από τη γενικευμένη συζήτηση έβγαινε η βαθιά αγάπη και πίστη ων φοιτητών στο έργο μου.
Έτσι γινόταν φανερό ότι οι κατεστημένες ηγεσίες της Δεξιάς και της Αριστεράς (η καθεμιά για τους δικούς της λόγους) ενοχλήθηκαν απ΄τη προσπάθειά μου και αποφάσισαν εν ψυχρώ να την εξοντώσουν πάνω στη γένεσή της και ότι από δω και στο εξής το μόνο που θα με έσωζε ήταν ο λαός με πρωτοπορία τη νεολαία.
Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσω τη συμβολή ορισμένων νέων δημοσιογράφων, όπως ο Γιώργος Πηλιχός και ο Βαγγέλης Ψυρράκης, που με τη μαχητική τους υποστήριξη βοήθησαν αποτελεσματικά την προβολή όχι μόνο του έργου μου αλλά και των ιδεών μου γύρω από το «ιδεολογικό» περιεχόμενο μιας προσπάθειας που έτσι κι αλλιώς την «πολιτικοποιούσαν» οι διώξεις και οι απαγορεύσεις της τότε κυβέρνησης, των μυστικών υπηρεσιών, της αστυνομίας, αλλά και των αφυδατομένων, δογματικών και βαθύτατα αντιδραστικών ηγεσιών της Αριστεράς, που όμως άρχισαν από τότε να χάνουν το παιχνίδι, ιδιαίτερα στους νέους, προετοιμάζοντας έτσι οι ίδιοι, χωρίς να το θέλουν, το Κίνημα των Λαμπράκηδων, ένα κίνημα συνδεδεμένο άρρηκτα με όση πολιτιστική ιδεολογία φόρτισε εκείνους τους καιρούς η μελοποίηση του ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ, που σήμαινε την απαρχή του κινήματος της Έντεχνης Λαϊκής Μουσικής. Ενός κινήματος που έμελλε να δεσπόσει στη μουσική ζωή από κει και πέρα, καθώς το ασπάστηκαν ταλαντούχοι συνθέτες και άξιοι ποιητές. Αλλά και που παράλληλα φορτιζόταν με όλο και πιο μεγάλο ιδεολογικό-πολιτικό περιεχόμενο προς την κατεύθυνση μιας πολιτιστικής-πολιτικής Αναγέννησης.
Τα στοιχεία αυτά, νομίζω, είναι χρήσιμα για να κατανοηθεί το περιεχόμενο της μουσικής μου εκείνου του καιρού. Ήταν μια έκρηξη που προετοιμάστηκε από πολύ παλιά. Όποιος διαβάσει τους ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ, θα καταλάβει τη μυστική γονιμοποίηση. Για πρώτη φορά υπήρξε συμφιλίωση, έρωτας, βαθιά ψυχική σχέση μ΄ένα ολόκληρο λαό. Και ως φαίνεται, αυτή η απέραντη ευφορία που ένιωθα, έκανε ν΄αναβλύζουν από τα μέσα μου ασταμάτητα οι μελωδίες και οι ιδέες. Ο θρίαμβος της μουσικής μου θρυμμάτιζε όλα τα εμπόδια, όλα τα κατεστημένα που με περικύκλωναν. Ηγεσίες. Εξουσίες. Βία. Ασχήμια, πράγματα που με περικύκλωναν απ΄όλες τις πλευρές : Δεξιά – Αριστερά – Κέντρο, δηλαδή το σύνολο των πολιτικών εξουσιών, αλλά και Ανατολικά – Δυτικά, δηλαδή το σύνολο των ιδεολογιών, που με τρόμαζαν, γιατί πίσω από τις προσόψεις έβλεπα καθαρά, ήδη από τη δεκαετία του ΄50, το αποκρουστικό πρόσωπο του Εξουσιαστή, τέλος πάντων, όλα τα αρνητικά, που με καταπίεζαν και που με ανάγκασαν να απομονωθώ στις «σπηλιές» του σπιτιού του Παρισιού με συντροφιά τη συμφωνική μουσική, για πρώτη φορά τα έβλεπα να σπάζουν γύρω μου, έβλεπα ξανά ελεύθερος τον κόσμο, το λαό, τους Έλληνες, τη νεολαία, κι ίσως γι΄αυτό η μουσική μου έκφραση θέλησε να γίνει η έκφραση της ίδιας της ψυχής –της αγνής και διψασμένης- όλου αυτού του πλήθους, του λαού, του ελληνικού λαού, που αδέσμευτος μπορούσα πιά να επικοινωνώ ελευθέρα μαζί του. Ήταν μια μέθη. Ήταν μια γιορτή. Ήταν μια έξαρση.
Τότε ακριβώς, κάποιο μεσημέρι, στο όρθιο του Λουμίδη, μπροστά στο ΠΑΛΛΑΣ, εκεί που έπινε τον μοναδικό καφέ εσπρέσο η αθηναϊκή ιντελιγκέντσια, Σεπτέμβριο νομίζω του ΄60, με πλησίασε ο Οδυσσέας Ελύτης. Αφού μου μίλησε για το πόσο εκτιμά την προσπάθειά μου και πόσο αγάπησε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ, πρόσθεσε:
– Τελείωσα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, το έργο της ζωής μου, νομίζω. Θα ΄θελα να σας το έστελνα κάπου, γιατί κάτι μου λέει ότι θα σας εμπνεύσει…
Αφού τον ευχαρίστησα, έγραψα τη διεύθυνσή μου στο Παρίσι και του την έδωσα : Rue de la Fontaine au Roi («Βασιλική Πηγή»! Πιο συμβολική ονομασία δεν μπορούσε πράγματι να βρεθεί για κείνη την εποχή).
Δεν πέρασε μήνας κι ο παριζιάνος ταχυδρόμος άφησε στο θυρωρείο το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του Ελύτη.
Αφού το ρούφηξα μονομιάς, απ΄ την πρώτη ως την τελευταία λέξη, βάλθηκα να το μελοποιήσω. Ίσως στην αρχή να είχα την πρόθεση να μην αφήσω απέξω κανένα στίχο… Μετά συνειδητοποίηση που η σύνθεση που θα προέκυπτε, θα είχε σίγουρα διάρκεια δεκάδων ωρών. Εξάλλου στίχοι όπως το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ, ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ, ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ, ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ… με τράβηξαν σα μαγνήτες. Τους μελοποίησα αμέσως κι άρχισα πάλι να τους τραγουδώ προς μεγάλη χαρά της μικρής Μαργαρίτας και απελπίζοντας τη Μυρτώ μέσα σε κείνο το μικροσκοπικό δωμάτιο, στο οποίο έπρεπε να τα κάνουμε όλα. Να τρώμε, να ταΐζουμε τα παιδιά, να μελετάμε, να γράφω μουσική. Η κουζίνα δεν μας χωρούσε ούτε όρθιους. Η μπανιέρα ήταν φουσκωτή. Το αποχωρητήριο στην αυλή της πολυκατοικίας και το υπνοδωμάτιο μόλις και μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι μας. Πρέπει ακόμα να πω ότι τα περισσότερα έπιπλα τα φτιάξαμε οι ίδιοι με υλικά που αγοράσαμε από το σουπερμάρκετ.
Λίγο λίγο η μορφή της νέας μου σύνθεσης άρχισε να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Πρέπει να είχα δύο πρότυπα : Το ένα ήραν τα ορατόρια του Μπαχ. Εκεί που έχουμε τις άριες, τα ρετσιτατίβα και τα κοράλ. Το άλλο ήταν η λειτουργία, όπου έχουμε τις ψαλμωδίες των ιερέων, την ανάγνωση των Ευαγγελίων και τα τροπάρια του δεξιού και του αριστερού ψάλτη. Τρία βασικά στοιχεία και στις δύο περιπτώσεις. Αυτά υπήρχαν στο ποίημα του Ελύτη. Έπρεπε τώρα η τελική επιλογή μου να επεκταθεί σε όλο το έργο, ώστε να μη χαθεί η ενότητά του και να μην προδοθεί ο στόχος του ποιητή : Η ΓΕΝΕΣΙΣ, ΤΑ ΠΑΘΗ και ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ θα έπρεπε να αντιπροσωπεύονται αναλογικά έτσι ώστε να μη χαλάσει η ισορροπία του έργου.
Όλες μου αυτές τις σκέψεις άρχισα να τις γράφω και να τις στέλνω στον Ελύτη. Εκείνος μου απαντούσε… Το έργο προχωρούσε… Όμως ήμουν τάχα ώριμος για να περάσω απ΄το Τραγούδι και τον Κύκλο Τραγουδιών στο Ορατόριο; Θα χρησιμοποιούσα συμφωνική ορχήστρα; Και πως; Θα έβαζα και χορωδία; Με ποια εναρμόνιση; Ποιες άλλες τεχνικές; Άντεχε τάχα η αντίστιξη σ΄ένα έργο που ήθελα να παραμείνει λαϊκό;
Έχω γράψει έκτοτε πολλά για το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Εδώ σ΄αυτές τις «βιογραφικές» σημειώσεις, που αφορούν την ταυτότητα των έργων και κυρίως τις συνθήκες μέσα στις οποίες γράφτηκαν, δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Όπως βλέπετε, το βάζω τελευταίο στην Α΄Περίοδο (1960-1965), γιατί πράγματι τότε –δηλαδή τέλος του ΄60 και αρχές του ΄61- άρχισε και τέλειωσε η σύνθεσή του, όμως για να το ολοκληρώσω, χρειάστηκα άλλα τρία χρόνια…
Εκ των υστέρων παρατηρώ ότι η ενορχήστρωση μπορεί να ήταν πιο σωστή και ενδεδειγμένη, στα όριά της, ώστε να μη χαθεί ο «ελληνολαϊκός» χαρακτήρας, που κυριαρχούσε τότε στις συνθέσεις μου. Είχε όμως πολλές προχειρότητες, που δείχνουν ότι μου έλειπε ο χρόνος που απαιτεί η δουλειά της ενορχήστρωσης… Αν θα έπρεπε να χαρακτηρίσω το ρυθμό της ζωής μου εκείνο τον καιρό, θα ΄λεγα ¨χωρίς ανάσα¨.
Μουσική φιλμ στο Λονδίνο, αρχαίες τραγωδίες στην Επίδαυρο, φωνοληψίες στην Αθήνα, περιοδείες στην Ελλάδα, θεατρικά έργα μέσα στην ίδια περίοδο (ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΛΗ, ΕΝΑΣ ΟΜΗΡΟΣ, ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ και ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ, μόνο από το καλοκαίρι του 1962 ως το επόμενο καλοκαίρι του 1963), δημιουργία της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών (1962).
Στην πολιτική, η κίνηση ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ και τέλος, στο αποκορύφωμα μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, το Κίνημα των Λαμπράκηδων και η εκλογή μου ως Βουλευτού Πειραιώς (1964). Η πρώτη εκτέλεση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ τον Μάρτιο του 1964 στο REX συμπίπτει με τις εκλογές, στις οποίες πήρα μέρος κι εγώ, υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ στη Β΄Πειραιώς, στην έδρα του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το έπαιζα συχνά στο πιάνο απ΄το 1962 και πέρα, που εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μας στη Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι μια ξεχωριστή ακρόαση : ο Γιώργος Σαββίδης και η γυναίκα του η Λένα, μαζί τους νομίζω κι ο Λέων Καραπαναγιώτης, που θέλανε σώνει και καλά να το μαγνητοφωνήσουν. Πρέπει να υπάρχει αυτή η ταινία σε μεγάλο revox,
που ζύγιζε πολλά κιλά και που το κουβάλησαν για το σκοπό αυτό. Εκτός και αν την έχει καταστρέψει ο σκόρος των παθών μας…
Δεν ήταν όμως μόνο οι δικοί μου προβληματισμοί που καθηστέρησαν τόσο πολύ την παρουσίαση του έργου… Ήταν κυρίως, θα΄λεγα, το γεγονός ότι δεν ήθελα να χάσω την επαφή μου με το μεγάλο κοινό, που περίμενε με πάθος, ποιό θα ήταν το επόμενο έργο μου. Πρωτομίλησα στον Πηλιχό απ΄τα 1960 κιόλας για το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Στο μεταξύ, το κοινό που αγαπούσε τη μουσική μου πλήθαινε συνεχώς, μα προπαντός ωρίμαζε. Έργα, όπως ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, έδειχναν καθαρά πως σκοπός μου ήταν να πάω πιο μακριά, σε νέες φόρμες μουσικές και σε αναζητήσεις ιδεολογικές. Πρέπει να πω ότι υπήρξε μεγάλη ζύμωση, χάρη –όπως τόνισα- στην ύπαρξη φωτισμένων δημοσιογράφων, που τους συγκαταλέγω πάντα μέσα στους βασικούς παράγοντες για την επιτυχία εκείνης της προσπάθειας. Στα 1962, με την ίδρυση της Μικρής Ορχήστρας Αθηνών, το κοινό μου, δηλαδή οι απλοί πολίτες, αρχίζουν να μυούνται στη συμφωνική μουσική. Δεν ήταν μια απλή επιθυμία μου να διευθύνω συμφωνικά έργα. Το έκανα γιατί θεωρούσα ότι η μύηση του απλού ακροατή στον συμφωνικό ήχο και τις συμφωνικές φόρμες ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσει έργα όπως το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Δηλαδή έντεχνα έργα κι από την άποψη του λόγου κι απ΄το πρίσμα του ήχου, που όμως έπρεπε να στηρίζονται γερά πάνω στη ζωντανή παράδοση, όπως την εξέφραζε εκείνη την εποχή ένα λαϊκό κοινό, ευαίσθητο, ευγενικό, διψασμένο για ομορφιά και αλήθεια, πράγματα που γεννούσαν μέσα του μια πρωτόφαντη ψυχική δυναμική. Έτσι, όταν έπεσε σαν σπόρος το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, έπεσε μέσα σε πλούσιο και εύφορο χώμα.
Όταν από δικής μου πλευράς όλα ήταν έτοιμα –περί το τέλος του 1963- μίλησα στην Εταιρεία για τη δισκογράφηση. Και, ω! της μεγάλης εκπλήξεως, εκείνη είπε όχι! Τους λόγους (οικονομικούς; πολιτικούς;) τους παραμερίζω αυτή τη στιγμή. Τι να κάνω; Στο συμβόλαιό μου υπήρχε μια παράγραφος, που υποχρέωνε την Εταιρεία να δισκογραφεί ένα μεγάλο συμφωνικό μου έργο κάθε χρόνο. Έτσι είχε γίνει με τη ΣΟΥΙΤΑ Νο 1, που ηχογραφήθηκε στα 1961 στο Στρασβούργο με τον Σαρλ Μπρυκ και κυκλοφόρησε στην Αθήνα. Αργότερα ηχογραφήσαμε τις 2 ΣΟΝΑΤΙΝΕΣ για πιάνο, το ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ και το ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΡΑΝΟΣ. Έτσι , σχεδόν μπροστά στην πόρτα των δικαστηρίων, η Εταιρεία υποχρεώθηκε με βαριά καρδιά να δεχτεί την ηχογράφηση ενός έργου, που όπως αποδείχθηκε, θα γέμιζε τα ταμεία της. Για πολλούς αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ έγινε το πιο εμπορικό από όλα μου τα έργα. Όχι όμως για μένα. Γιατί είχα δουλέψει επίμονα και σωστά προετοιμάζοντας το κοινό, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν το κοινό εκείνου του καιρού ήταν άξιον του έργου ή το έργο άξιον του κοινού. («Άξιον το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ σου», μου έγραψε ο Γεώργιος Παπανδρέου, όταν άκουσε το δίσκο. « Όμως ανάξιο να ανήκεις στην παράταξη εκείνη που αρνείται την Ελευθερίαν, την οποίαν υμνείς»).
ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ – ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ – ΓΡΑΜΜΑΤΑ – ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ : Προσπάθησα να βρω μια χορωδία που να τραγουδά όσο γίνεται πιο απλά. Η Θάλεια Βυζαντίου κατενόησε ευθύς το έργο και την πρόθεσή μου αυτή. Ο Χορός ήταν ο οποιοσδήποτε. Ήταν οι φωνές οι συνηθισμένες, όταν τραγουδούσαν σε παρέες όλοι μαζί. Γιατί θα πρέπει να πω εδώ, ότι εκείνη την εποχή τύχαινε ν΄ακούω τραγούδια μου σε υπέροχες εκτελέσεις, όχι μόνο στις ταβέρνες και στις συγκεντρώσεις, αλλά τη νύχτα σε καντάδες στους σκοτεινούς δρόμους, ιδιαίτερα στην επαρχία, όπου οι τραγουδιστές ήσαν δεκάδες. Έτσι θα μου μείνει αξέχαστη μια βραδιά στο Αγρίνιο, στα 1966, που μετά από κάποια συνεστίαση, βγαίνοντας από το εστιατόριο, βρεθήκαμε μπροστά σε μια παρόμοια συντροφιά, που τραγουδούσε χορωδιακά το ΡΟΔΟΣΤΑΜΟ. Αξέχαστο είναι επίσης για όσους ζήσαμε στον Ωρωπό, κάποιο βράδυ, που καθώς το φεγγάρι πρόβαλε σαν ένα τεράστιο ταψί μέσα από το πέλαγο, πιαστήκαμε χέρι χέρι όλοι οι εξόριστοι και βαδίζοντας προς τη θάλασσα, κοιτώντας το φεγγάρι, αρχίσαμε αυθόρμητα να τραγουδάμε το Ο ΚΗΠΟΣ ΕΜΠΑΙΝΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ.
Στα 1964 η φωνή του Μπιθικώτση βρισκόταν στον κολοφώνα της. Κάναμε αμέτρητες πρόβες στο γραφείο μου στη Νέα Σμύρνη, μαζί και οι τέσσερις πιστοί μουσικοί μου, ο Λάκης Καρνέζης, ο Κώστας Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Διδίλης και ο Βαγγέλης Παπαγγελίδης.
Τη μέρα που γράφαμε τα τραγούδια του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο στούντιο της Κολούμπια, θυμάμαι πως είχε έρθει κάποιο σχολείο κι εγώ είπα στα παιδιά να καθίσουν στο πάτωμα ήσυχα να παρακολουθήσουν τη φωνοληψία. Οι άλλοι δεν ήθελαν από φόβο μήπως γίνουν θόρυβοι, όμως εμένα μου άρεσε που το ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ θα γραφόταν οριστικά πάνω στο δίσκο με φόντο την ανάσα και τα χτυπήματα της καρδιάς των παιδιών. Μπορεί να μην ακούγονται. Όμως ποιος δεν θα αισθάνεται;
Στην Κολούμπια γράψαμε μόνο τον Μπιθικώτση και τη Λαϊκή Ορχήστρα. Για τα υπόλοιπα, ορχήστρα, χορωδία, βαρύτονος και «αρχαίος χορός» (απαγγελία), η Εταιρεία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κινηματογραφικό Στούντιο Άλφα. Πρέπει να πω ότι στη Κολούμπια όλες τις εγγραφές τις έκανε ο υπέροχος ηχολήπτης Κανελόπουλος, ενώ στο Άλφα συνεργάστηκα με τον Δεσποτίδη σε άθλιες συνθήκες, γιατί αυτός δεν μας έβλεπε. Ήταν ψηλά σ΄ένα καμαράκι.
Και το χειρότερο, η εγγραφή δεν μπορούσε να γίνει παρά μόνο επάνω στο λεγόμενο περφορέ, δηλαδή στο ηχητικό μέρος του φιλμ. Η χορωδία τραγουδούσε play back επάνω στην ηχογράφηση της Κολούμπια. Δεν υπήρχαν ακουστικά. Ο ήχος έβγαινε μέσα από ένα μεγάφωνο, με αποτέλεσμα ο συντονισμός να γίνεται προβληματικός, καθώς οι χορωδοί δεν άκουγαν καλά. Άλλωστε αυτές οι αδυναμίες φαίνονται καθαρά στο τελικό αποτέλεσμα.
Ο βαρύτονος –τον αποκαλώ Ψάλτη- επιλέχτηκε μέσα από τους ηθοποιούς του χορού του ΑΙΑΝΤΑ, μιας και είχαμε συνεργαστεί και τους γνώριζα έναν-έναν. Διάλεξα τον Θόδωρο Δημήτριεφ και παράλληλα χρησιμοποίησα ολόκληρο το Χορό στις ομαδικές απαγγελίες που ηχογραφήθηκαν με την άμεση επίβλεψη του Ελύτη.
Η Ορχήστρα ήταν φυσικά η Μ.Ο.Α. με την προσθήκη των πνευστών και των κρουστών. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή της εγγραφής στο ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ Τ΄ ΟΥΡΑΝΟΥ: ο φαγγοτίστας σηκώθηκε να φύγει κι όταν τον ρώτησα με νοήματα «γιατί;», αυτός έδειχνε με τα δάχτυλά του χρήματα… Πράγματι, η Εταιρεία δεν τους είχε πληρώσει και οι μουσικοί, όπως και οι χορωδοί, έφευγαν απ΄τη μέση της δουλειάς.
Όμως εγώ δεν το έβαζα με τίποτε κάτω. Γνώριζα ότι από τεχνική άποψη η εγγραφή ενός τέτοιου έργου δεν θα έφτανε ούτε στο 50% της αρτιότητας. Παράλληλα όμως ήμουν πεπεισμένος ότι έστω και έτσι, τεχνικώς ατελές, το έργο θα μιλούσε με την ψυχή του και με την αλήθεια του. « Ο κόσμος ποτέ δεν ακούει με τ΄αυτιά του» μ΄άρεσε να λέω πάντα. «Ακούει με τη φαντασία του. Αν έχει».
Έμενε ο Αναγνώστης. Για μένα δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη : Μάνος Κατράκης. Δεν θυμάμαι ποια ήταν τότε η άποψη του Ελύτη. Ίσως κι αυτός συμφώνησε απ΄την αρχή. Είχε και αυτός τις φιλίες και τις προτιμήσεις του. Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Κατράκης τότε ήταν κόκκινο πανί. Πόσοι άλλοι άραγες ηθοποιοί και καλλιτέχνες είχαν πάει στο Μακρονήσι;
Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου. Η ιδέα του Αναγνώστη, δηλαδή η παρουσίαση κειμένων στο δίσκο ήταν δική μου. Και γιατί, όπως είπα, ήθελα να είμαι πιστός στη μορφή της εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή στη λειτουργία, αλλά και γιατί πίστευα ότι το μεγάλο κοινό θα πρέπει να μυηθεί στον ποιητικό λόγο, όταν μάλιστα είχε να κάνει με τη μνήμη του λαού μου, που λέει και ο ποιητής. Ήθελα οι επόμενες γενιές να έχουν σαν Ευαγγέλιό τους τα σύγχρονα πάθη της φυλής : την Αλβανία, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο.
Μόλις τέλειωσε το μοντάζ του έργου, ο Τάκης Λαμπρόπουλος πήρε ένα δίσκο-δείγμα να τον πάει στου Φλόκα, στο ιερατείο της διανόησης, όπου σύχναζε και ο Ελύτης. Είχε αγωνία να δει τι σκέπτονται, γιατί ο ίδιος, όπως φαίνεται, διατηρούσε πολλές αμφιβολίες. Γνώριζε άλλωστε από πρώτο χέρι τις αντίξοες συνθήκες εργασίας, που τόσο βάραιναν την τεχνική αρτιότητα του έργου.
Φαίνεται πως η ακρόαση του δείγματος ήταν άκρως αρνητική. Δεν πρέπει να τον βγάλουμε, μου λέει. Όσοι τον άκουσαν, είπαν πως ο κόσμος θα γελάσει με το αποτέλεσμα.
Πιο πολύ απ΄όλους, όπως ήταν φυσικό, είχε επηρεαστεί ο ίδιος ο Ελύτης, του οποίου η εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και στο έργο κλονίστηκε.
Όμως εγώ επέμενα. Έτσι φτάσαμε στο εξώφυλλο. Ο Γιάννης Τσαρούχης είχε διαφορετική γνώμη ακούγοντας το δείγμα. Γνώμη που την εξέφρασε με τον θαυμάσιο πίνακα που του ενέπνευσε το έργο και που τον χρησιμοποιήσαμε για εξώφυλλο.
Και ενώ γίνονταν όλα αυτά, εγώ ως Πρόεδρος των Λαμπράκηδων ήμουν υποχρεωμένος να ταξιδεύω σ΄όλη την Ελλάδα. Να περιοδεύω στα χωριά. Να παίρνω μέρος σε ατελείωτες συσκέψεις και συγκεντρώσεις. Να αρθρογραφώ και φυσικά να γράφω και να ηχογραφώ τραγούδια.
Με τη λήξη της ηχογράφησης δέχτηκα να μπω υποψήφιος της ΕΔΑ στις εκλογές Μαρτίου 1964. οι δικοί μου δεν ήθελαν ν΄ακούσουν για κάτι τέτοιο. Πήγα στον Μπιθικώτση, που μόλις είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην Άνω Νέα Σμύρνη με θέα στη θάλασσα.
-Γρηγόρη, το και το. Εσύ τι λές;
-Όχι, μου λέει, μην το κάνεις. Γιατί θα χάσεις αυτό το αγνό που έχεις.
Για να πούμε και του θεού το δίκιο, δεν τον άκουσα, όπως δεν άκουσα ποτέ και τους υπόλοιπους συνεργάτες μου, με αποτέλεσμα να δέχονται πάνω τους και πάνω στην καριέρα τους τις αρνητικές επιπτώσεις από τις δικές μου πολιτικές πρωτοβουλίες. Κι έτσι εξηγείται σ΄ένα μεγάλο βαθμό, το ότι οι ερμηνευτές μου, που ξέρω καλά πόσο με αγαπούν και προπαντός πόσο αγαπούν τα τραγούδια μου, που έγιναν και δικά τους, κάπου κλώτσησαν μέσα τους, διαμαρτυρήθηκαν, αγανάκτησαν και αρκετές φορές φτάσανε ως το άλλο άκρο : να με μισούν και να με αποδοκιμάζουν δημόσια. Πάντοτε όμως θα πιστεύω ότι αυτό είναι το μίσος της αγάπης.


Με κάθε τρόπο το έργο να εμποδιστεί
Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Οδυσσέας Ελύτης υπέβαλαν πρόταση να παρουσιαστεί το Άξιον εστί, στο Ηρώδειο, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών του 1964. Υπήρξαν όμως σθεναρές αντιρρήσεις από τη διοίκηση του Ε.Ο.Τ. που είχαν να κάνουν με την εμφάνιση ενός λαϊκού τραγουδιστή, όπως ήταν ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στη σκηνή του Ηρωδείου.

Ασκήθηκαν μεγάλες πιέσεις στον Θεοδωράκη για να αντικαταστήσει τον Μπιθικώτση, ο συνθέτης όμως δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί.

Αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος τα υπέρογκα έξοδα της παραγωγής και να παρουσιάσει το μουσικό του έργο στο θέατρο Ρεξ – Μαρίκα Κοτοπούλη. Η μεγάλη πρεμιέρα προγραμματίστηκε για τις 19 Οκτωβρίου.

Απεσύρθη το Αξιον Εστί, Γελοιογραφία του ΚΥΡ

 

 

 

 

 

 

 


Λίγες ημέρες πριν την πρεμιέρα ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Οδυσσέας Ελύτης έδωσαν συνέντευξη τύπου.

«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.10.1964

« ‘Έργο ποιητικό. Αυθύπαρκτο. Το «Άξιον εστί» – ποίηση αφιερωμένη στην ποίηση – είχε την καλή τύχη να μελοποιηθή από τον Θεοδωράκη’
» Η καλή ποίηση εμπεριέχει μέσα της και την μουσική. Κι εκείνος που θα την μελοποιήση δεν έχει παρά να την τοποθετήση στη μουσική. Το ίδιο συνέβη και με το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη…Το έλαβα στο Παρίσι την άνοιξη του ΄61, δώρο ευγενικό του ποιητή. Το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα και τα δύο πρώτα μέρη: Τη Γέννηση και τα Πάθη. Στο ποίημα ενυπήρχε ήδη η μουσική…
»Έτσι παρουσίασαν το «Άξιον εστί» οι δύο δημιουργοί του – ο Οδυσσέας Ελύτης και ο Μίκης Θεοδωράκης – στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου. Τους ένωσε σε μια κοινή προσπάθεια τριών χρόνων και πλέον, που ήδη πλησιάζει στο τέρμα της: Επιτέλους το αθηναϊκό κοινό θα γνωρίση το έργο χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία»
Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε ήδη από τότε αντιληφθεί τη μεγαλειώδη σημασία που θα είχε αυτό το έργο: « Εκείνο που πρέπει να πω είναι ότι το «Άξιον εστί» δεν γράφτηκε με την πρόθεση να μελοποιηθεί. Το κουράγιο του Μίκη Θεοδωράκη να γράψει μουσική σε έργο που η δυσκολία του στίχου είναι τεράστια, αποτελεί σταθμό στην ελληνική μουσική. Η αρχιτεκτονική της μουσικής του ακολουθεί τόσο πιστά την αρχιτεκτονική του κειμένου που εγώ απόρησα».
Ο Θεοδωράκης αναφέρθηκε και στα εμπόδια που συνάντησε:
«Επιτέλους το «Άξιον εστί» θα ανεβασθή στην Αθήνα! (…) Υπήρχε η περίπτωση το έργο μου αυτό να μην πρωτοπαρουσιασθή στην πατρίδα μου. Είναι να αηδιάζη κανείς με την κατάσταση που επικρατεί εδώ.
»Να ζητάς αίθουσα για να κάνης δοκιμές και να μη βρίσκης. Να σου παραχωρούν τελικά μια γωνίτσα στον «Παρνασσό» και μετά από δύο ώρες πρόβα να παρουσιάζεται ο πρόεδρός του και να σου λέη: «Το έργο είναι ύποπτο και να σταματήσουν οι δοκιμές» είχα απογοητευθή τόσο πολύ που λίγο ακόμη και θα έπαιρνα το αεροπλάνο να πάω στη Σόφια ή κάπου αλλού να παρουσιάσω το έργο μου. Ήθελα όμως να δοθή η παγκόσμια πρεμιέρα του στην πατρίδα μου».


Η πρώτη εκτέλεση

Τότε και μέσα στην προεκλογική θύελλα, κάναμε τις πρόβες για την πρώτη εκτέλεση του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ μπροστά σε κοινό.

Φωτογραφία από τις πρόβες για το «Άξιον Εστί», πριν την πρεμιέρα, στο «Ρεξ».

Η συναυλία έγινε στο REX, σ΄ένα κατάμεστο θέατρο. Η αγωνία και η συγκίνηση, μεγάλη. Ο Ελύτης στα παρασκήνια πήγαινε πάνω-κάτω. Ο Γρηγόρης και ο Δημήτριεφ, σφιγμένοι. Ο Κατράκης υπερσυγκινημένος, δεν απόφυγε τον στόμφο. Η χορωδία τρακαρισμένη. Τέλος χαιρετήσαμε όλοι κάμποσες φορές στη σκηνή. Συμφωνήσαμε πάντως πως η υποδοχή δεν ήταν τόσο θερμή όσο την περιμέναμε.

Πρεμιέρα του Άξιον Εστί στο Rex. Ο Μ. Θεοδωράκης με τον Γρ. Μπιθικώτση και τον Μ. Κατράκη
Πρεμιέρα του Άξιον Εστί στο Rex. Ο Μ. Θεοδωράκης με τον Γρ. Μπιθικώτση
Πρεμιέρα του Άξιον Εστί στο Rex. Ο Μ. Θεοδωράκης.

Ο Μίκης Θεοδωράκης υποχρεώθηκε να καλύψει ο ίδιος τα τεράστια έξοδα της συναυλίας. Είναι χαρακτηριστική η οργή του για την αντιμετώπιση του έργου του από την Κυβέρνηση Γ.Παπανδρέου, στη δημοσίευσή του «Μπροστά στην άρνηση και την πρόκληση» στην Επιθεώρηση Τέχνης, τχ. 118 τον Οκτώβρη του 1964.


Στο ίδιο τεύχος ο Οδυσσέας Ελύτης σε άρθρο του με τίτλο «Ποίηση και Μουσική» δηλώνει ότι είναι βέβαιος ότι η δυναμική του έργου είναι τέτοια που θα ξεπεράσει όλα τα εμπόδια που εμφανίζονται. Δεν θα παραλείψει να εκθειάσει την δουλειά του Μίκη Θεοδωράκη. Γράφει μεταξύ των άλλων: «Το «Άξιον Εστί είναι ένα αυθύπαρκτο ποιητικό έργο, από την άποψη ότι οι βλέψεις του όλες εξαντλούνται μέσα στον λόγο. Το λεκτικό του είναι συχνά εντελώς απρόσφορο στην απλή μελωδία Τα νοήματά του, υπερτοποθετημένα σε πολλαπλά επίπεδα, είναι δύσκολο ν’ αναπτύσσονται και ν’ αποδίδουν στο χρονικό περιθώριο που τα ακούς. Όπως είναι γνωστό, άλλοι νόμοι διέπουν τον γραπτό και άλλοι τον προφορικό λόγο. Εν τούτοις, όταν ένας συνθέτης όπως ο Μίκης Θεοδωράκης (πού έδειξε πόσο ικανός είναι να σηκώνει στους στιβαρούς του ώμους την υπόθεση τής μουσικής μας παράδοσης) προσφέρθηκε να το πάρει στα χέρια του, έχοντας απόλυτη συναίσθηση των δυσκολιών που θα είχε ν’ αντιμετωπίσει, όχι μόνο δεν συλλογίστηκα ν’ αντιδράσω αλλά χαιρέτισα το γεγονός και παραστάθηκα όσο γινότανε στην εκκόλαψη και την πραγματοποίηση της προσπάθειας του…
Κ’ η αξία της λαϊκής λειτουργίας» που συνέλαβε ο Μίκης Θεοδωράκης είναι, πιστεύω, από πολλές πλευρές, μια κατάκτηση της σύγχρονης μουσικής μας. Μ’ αυτήν επέτυχε ν’ αξιοποιήσει ανεκμετάλλευτα στοιχεία από την παράδοση και να τα εντάξει μέσα στον γνώριμο δικό του χώρο δίχως καθόλου ν’ αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του. Επέτυχε επίσης να δώσει μια πρωτότυπη φόρμα σ’ ένα ποικίλο υλικό, να το χωνέψει σ’ ένα ενιαίο σύνολο, και ν’ ανεβάσει έτσι το επίπεδο τής λαϊκής μουσικής μας από την απλή «παράθεση μελωδιών» στη «σύνθεση».
Τέλος, ακόμη, και για τούτο τον λόγο, επέτυχε να κρατηθεί σ’ επικοινωνία αρμονική τόσο με τον καλλιεργημένο ακροατή των ανώτερων αξιώσεων όσο και με τον απλό λάτρη του τραγουδιού και των λαϊκών οργάνων — κι αυτό, αποδίδοντας ένα ποιητικό κείμενο, το επαναλαμβάνω, συμπυκνωμένο και δύσκολο — χωρίς η προσπάθεια αυτή ούτε για μια στιγμή να τον κομματιάσει. Προσωπικά, του οφείλω χάρη γι’ αυτά, και για κάτι άλλο ακόμη, ότι με βοήθησε να δω ένα ποίημα που ως τότε το ‘θρεφα στις φασκιές του ατομικού βιβλίου και της ιδιωτικής κάμαρας, μακριά, στην απόσταση πού δίνει — με την παρεμβολή μιας άλλης προσωπικότητας — σε κάθε έργο η αντικειμενικοποίησή του. Σαν παιδί που ανδρώθηκε, όπως θα λέγαμε, κ’ αισθάνθηκε ικανό να πάρει τούς δρόμους μονάχο του. Είναι ευτύχημα ότι στους δρόμους που πήρε συναντήθηκε με τα αισθήματα χιλιάδων ανθρώπων που ξέρουν να τραγουδούν ό,τι αγαπούν, και που γι’ αυτών τα στόματα ήταν, από μιας αρχής, προορισμένο».

Μίκης Θεοδωράκης, Γρ.Μπιθικώτσης, Οδ.Ελύτης, Θ.Δημήτριεφ, Μ.Κατράκης, Πρεμιέρα Άξιον Εστί

Ήρθε ο δίσκος του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ

Να όμως που κυκλοφορεί ο δίσκος και αμέσως γίνεται ανάρπαστος. Που οι τεχνικές ατέλειες και που η φυγή των τενόρων και του φαγγότου μέσα στη φωνοληψία… Είπαμε, ο κόσμος άκουγε με τη φαντασία του. Και φαίνεται πως εκείνους τους καιρούς ο ελληνικός λαός διέθετε φαντασία, ευαισθησία, δίψα για το καινούριο και προσήλωση στην ιστορική του μνήμη.
Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο. Λέω «να μπούνε τζάμπα». Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ΄τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, «πρέπει να πληρώσουν το φόρο». «Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ», τους απαντώ.
Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ΄το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.
-Περί τίνος πρόκειται; Ερωτώ.
-Ήρθε ο δίσκος του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.
-Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;
Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.
-Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ΄ρθει στις Σέρρες το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και το χωριό μ΄έστειλε ν΄αγοράσω το δίσκο…
-Ά! του είπα, σ΄ευχαριστώ για την πληροφορία.
Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή « Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;…»
Το σημείωμα του συνθέτη στον πρώτο δίσκο του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Με την ολοκλήρωση της σύνθεσης και της εκτέλεσης του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ που βασίζεται πιάνω στο ομώνυμο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη, αισθάνομαι ότι έφτασα σ’ ένα τέρμα που συγχρόνως είναι (πρέπει να είναι) και μια αρχή.
Το έργο αυτό παρουσιάζει τον εαυτό μου, το πρόσωπό μου μπροστά στο κοινό μας, ακριβώς τέσσερα χρόνια ύστερα από την ολοκληρωτική στροφή μου προς τη λαϊκή μουσική, με τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Γιάννη Ρίτσου, το καλοκαίρι του 1960.
Έλεγα τότε πως μπαίνω μέσα στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού σαν ένας μαθητής που φιλοδοξεί να γράψει το ίδιο απλά και αυθόρμητα, όσο και οι λαϊκοί μας σύνθετες. Δεν ήταν σχήμα λόγου αυτό, αλλά μια αληθινή πράξη ζωής. Όμως για ποιον λόγο; Γιατί είχα πια σιγουρευτεί πως ο δρόμος της Δυτικής Τέχνης που μάθαμε στα ωδεία ήταν κλειστός, δίχως διέξοδο. Είχα πάει στην Ευρώπη για να ανακαλύψω καινούριους ορίζοντες και βρέθηκα κλεισμένος σε φανταστικές αποθήκες από μπετόν γεμάτες μουσική από νάιλον.
Και όμως εδώ στην πατρίδα μας, η μουσική ήταν ακόμα ζωντανή.
Βέβαια το λαϊκό μας τραγούδι δεν είχε το μεγαλείο των ηχητικών αρχιτεκτονημάτων της δυτικής μουσικής. Η ουσία όμως είναι πως τα κλασσικά λαϊκά μας τραγούδια είναι ολοκληρωμένα έργα που προσφέρουν ολοκληρωμένη αισθητική απόλαυση και επιπλέον συνδέονται άμεσα, ενεργητικά (και όχι μόνο μουσικά) με τον λαό και την εποχή μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις κλασικές περιόδους της τέχνης.
Η μαθητεία μου αυτή μέσα στο λαϊκό μας τραγούδι είχε φυσικά πολλές πλευρές, πολλές αιχμές, πολλούς στόχους : αισθητικούς, διαπαιδαγωγικούς και κοινωνικούς.
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ, το ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ, η ΠΟΛΙΤΕΙΑ και αργότερα το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ήσαν τέσσερις κύκλοι τραγουδιών όπου με ευλαβική, θα ‘λεγα, προσοχή επιδίωξα να μείνω πιστός στα γνωστά καλούπια, μελωδικά και ρυθμικά, του λαϊκού μας τραγουδιού.
Όμως παράλληλα, έχοντας σαν μακροπρόθεσμο στόχο μου τη δημιουργία έντεχνου μουσικού έργου, ολότελα νεοελληνικού, γύμναζα τα μουσικά μου όπλα, επιχειρώντας εξόδους από τις αυστηρές φόρμες της λαϊκής μας μουσικής.
ΟΙ ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ και αργότερα τα ΕΠΙΦΑΝΙΑ ήσαν γυμνάσματα αυτού του είδους, έως ότου γνώρισα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη. Ήταν για μένα μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες θαρρείς, οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του.
Αναδιφούσα τα νεοελληνικά ποιητικά έργα, το ένα μετά το άλλο. Προσκαλούσα τους φίλους μου ποιητές να προβληματισθούν, δίχως, δυστυχώς, να μπορώ να τους εξηγήσω «λογικά» τι ακριβώς ζητούσα.
Βρισκόμουν τυλιγμένος μέσα σε ένα γόνιμο χάος.
Ο ταχυδρόμος της Rue de la Fontaine au Roi στο Παρίσι περνούσε καθημερινά στις 3μ.μ. Ήταν, νομίζω, άνοιξη του ’61 που έλαβα το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, δώρο ευγενικό του ποιητή, και το ίδιο βράδυ είχα σχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη, τη «Γένεση» και τα «Πάθη».
Θέλω μ’ αυτό να δείξω πόσο ήδη ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων. Ως και η μορφή του έργου, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού λόγου, του άλλοτε απέραντου σαν αρχιπέλαγος, του άλλοτε κατανυκτικού σαν ψαλμός ή του πειθαρχημένου σαν λαϊκό τραγούδι, μου προσέφερε εκπληκτικές δυνατότητες, που πολύ φοβούμαι πως δεν κατόρθωσα να τις εξαντλήσω μέσα σ’ αυτό το πρώτο μουσικό γύμνασμα.
Το πρόβλημα ήταν πως να ισορροπήσω το καθαρά λαϊκό τραγούδι με τις έντεχνες μουσικές μορφές της λαϊκής μουσικής, καθώς παρουσιάζονται είτε από την ορχήστρα είτε από τον ψάλτη (βαρύτονο) είτε από τη χορωδία.
Εδώ στην έντεχνη επεξεργασία, προχώρησα με πρόθεση εντελώς αφαιρετική, με τη συνείδηση, θα ‘λεγα, του αγιογράφου, που μισεί τη σάρκα, θέλοντας να ταυτίσει τη μορφή με την ψυχή.
«Στο διάβολο», είπα, «και τα εγκεφαλικά κοντραπούντα και οι πολύπλοκες αρμονικές ρυθμικές και ενορχηστρωτικές σχέσεις.
» Ας βγει η ψυχή της μουσικής μας ακέραιη, ντυμένη με πάχνες και δροσοσταλίδες, χορεύοντας με το ρωμαίικο νταούλι.
» Ας αφήσουμε τις επιδείξεις για τους esthetes που έχασαν την ψυχή τους κι ας τραγουδήσουμε απλά τους καημούς και της ελπίδες της Ρωμιοσύνης».
Μίκης Θεοδωράκης
Αθήνα 1964

Back To Top