skip to Main Content

“H κοινωνική αγάπη“ και “η κοινωνική δικαιοσύνη“ στο Μίκη Θεοδωράκη και στο Χριστιανισμό

Άρθρο του Γιώργου Αγοραστάκη

Μ’ αφορμή την εορτή των Τριών Ιεραρχών (30/1) σήμερα, διερευνούμε την σύνδεση της θεωρίας του Μίκη Θεοδωράκη με την Χριστιανική διδασκαλία.

Ο μικρός Θεοδωράκης -όπως μας πληροφορεί ο ίδιος- διαπαιδαγωγήθηκε από την οικογένειά του ανθρωπιστικά με το χριστιανικό πνεύμα και με τις έννοιες της αγάπης, της συμπόνιας και του «αγαπάτε αλλήλους». Όταν μεγάλωσε βρήκε στο μαρξισμό το τρόπο για να επιτευχθούν. «Ο μαρξισμός, πίστεψα, είναι η θεωρία που εναρμονίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων» γράφει.

Στην αφηγηματική εξιστόρηση της ζωής του, πού κυκλοφόρησε με τίτλο «Άξιος εστί» ο Θεοδωράκης μίλησε για την συνάντησή του στην παιδική ηλικία με τον Χριστιανισμό. «…εκείνο πού με συγκλόνισε ως νέο παιδί είναι η διδασκαλία του «αγαπάτε αλλήλους». Είναι η διδασκαλία του «ο έχων δυο χιτώνας να δώσει τον ένα στο συνάνθρωπό του». Ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα με τη θυσία για την Ανάσταση, θυσία του ενός για τους άλλους. Όλα αυτά τα σύμβολα του χριστιανισμού με θεμελίωσαν, δηλ. με έκαμαν αυτόν πού έπρεπε να είμαι. Έπρεπε να είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει, δηλ. έγινα χριστιανός όχι μεταφυσικά αλλά κοινωνικά»[1]. «Το κήρυγμα της Αγά­πης και της θυσίας – πανανθρώπινο – το εξέφρασε θαυμάσια ο Χριστός, που τον δέχομαι σαν έναν πνευματικό-ηθικό οδηγό, πλάι στις άλλες μεγάλες αξίες που ανακάλυψα και που με καθορίζουν»[2] γράφει στην αυτοβιογραφία του.

Ο Μαρξισμός -γνωρίζομε- αποτέλεσε, την πιο ριζοσπαστική φιλοσοφική, κοινωνική και πολιτική θεωρία ερμηνείας των φαινομένων του κόσμου και αλλαγής του ταξικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, προς ένα ανώτερο αταξικό, το κομμουνιστικό. Ήταν η φιλοσοφία της πράξης που κυριάρχησε στον 20ο αιώνα. Η θεωρία που έδωσε κοινωνικό περιεχόμενο στην έννοια της «αγάπης» και της «δικαιοσύνης». Αυτή την θεωρία ενστερνίστηκε ο Μίκης Θεοδωράκης και με το έργο και την δράση του, αγωνίστηκε για την πραγμάτωση της «κοινωνικής αγάπης» και της «κοινωνικής δικαιοσύνης».  Μιαν αγάπη καθαρά χριστιανική και ταυτόχρονα καθαρά μαρξιστική.

Ως πολιτικός συνθέτης αυτήν υπηρέτησε. Επιλέγομε ένα από τα δεκάδες αποσπάσματα της βιβλιογραφίας του με το «κήρυγμά» του. Μίλησε -αντί «από άμβωνος»-, από ένα μπαλκόνι των Χανίων ως εξής[3]:

«Πώς θέλετε από τον καλλιτέχνη, που τον εκτιμάτε και τον αγαπάτε, να μένει αδιάφορος, απομονωμένος πίσω από τις παχιές κουρτίνες, πίσω από τη ζωή, και να φτιάχνει ήρεμος, ξένοιαστος και αδιάφορος τραγούδια, όταν έξω, στους βουερούς δρόμους, η αδικία αλωνίζει, το ψέμα θριαμβεύει και η μισαλλοδοξία κυριαρχεί;

Αυτός ο καλλιτέχνης, κι αν υπάρχει, είναι ψεύτικος και ψεύτικα θα ’ναι τα τραγούδια που θα σας φτιάξει. Γιατί ένα τραγούδι γεννιέται σαν ένα παιδί. Χρειάζεται αγάπη. Χρειάζεται αίμα. Χρειάζεται αλήθεια. Και η αλήθεια είναι ότι ντρέπομαι. «Ντρέπομαι για την ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου», όπως έγραψε κάποτε ο Παλαμάς καθισμένος μπροστά στο τζάκι του, καθώς σκεφτόταν πως υπάρχουν παιδάκια μελανιασμένα και νηστικά μέσα σε ξέφραγες παράγκες. Ντρέπομαι για τα μικρά μας αδέλφια που δουλεύουν δεκαπέντε ώρες σε ταβέρνες, σε γκαράζ, σε χωράφια, σε μηχανουργεία, σε εργοστάσια, μονάχα για ένα πιάτο φαγί, ενώ θα ’πρεπε να βρίσκονται σε ηλιόλουστα σχολεία και πράσινα γήπεδα. Ντρέπομαι για τους γέρους και τις γριούλες, που μόχθησαν σ’ όλη τους τη ζωή, γέννησαν, ανάθρεψαν τους πολίτες της χώρας αυτής και τώρα ζητιανεύουν για να ζήσουν.

Όχι, δεν μπορεί να λεγόμαστε πολιτισμένος λαός, πολιτισμένοι άνθρωποι, όταν δεχόμαστε γύρω μας τόση αθλιότητα.»

Η «αγάπη» βρίσκεται στο επίκεντρο της χριστιανικής διδασκαλίας, έχει όμως κυρίως προσωπικό και διατομικό χαρακτήρα και αποτελεί ευχετική προτροπή. Εκεί που εμφανίζεται ως πιο «ριζοσπαστική» ως  «κοινωνική αγάπη» εκτεινόμενη και ως «κοινωνική δικαιοσύνη» είναι στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού και κυρίως στους τρείς Αγίους Ιεράρχες και Πατέρες της Εκκλησίας. Οι τρεις  Ιεράρχες είναι οι  προστάτες των γραμμάτων και της εκπαίδευσης στην Ελλάδα και εορτάζονται κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου.

Το κρίσιμο ζήτημα για την «αγάπη» -κατά τον Θεοδωράκη- είναι ο κοινωνικός της, ο διαπροσωπικός της χαρακτήρας και όταν αυτή γίνεται πράξη για την επίτευξη της «κοινωνικής δικαιοσύνης» σε μια αταξική και εναρμονισμένη κοινωνία. Πολλά είναι τα κοινά σημεία που βρίσκομε στην θεωρία του με την θεωρία των τριών Ιεραρχών.

 

 Οι τρεις Ιεράρχες για την κοινωνική δικαιοσύνη[4]

Οι τρεις Ιεράρχες είχαν μια κοινή θεωρία για την «κοινωνική δικαιοσύνη» την οποία και θεμελίωναν στο ευαγγέλιο και βασιζόταν στην έλλειψή της. Θεώρησαν ότι «η πρώτιστη διαφορά που δημιουργεί η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης στην ανθρώπινη κοινωνία, είναι η κοινωνική ανισότητα μεταξύ πλουσίων και πτωχών». Η αντίθετη έννοια της δικαιοσύνης, είναι η αδικία. Και αδικία  χαρακτηρίζουν την εκτροπή από την φυσική τάξη την οποίαν όρισε ο ίδιος ο Θεός. Η θεϊκή φυσική τάξη «πραγματώνεται μέσα από την ιδέα της κοινής απόλαυσης των αγαθών που ο Θεός χάρισε σε όλους τους ανθρώπους και όχι σε  μεμονωμένους».

Η βάση λοιπόν της διατάραξης της κοινωνικής συνοχής και δικαιοσύνης, κατά τους τρεις Ιεράρχες, είναι ο πλούτος και η συνεπαγόμενη σε αυτόν ανθρώπινη πλεονεξία την οποίαν στηλιτεύουν κατά κόρον.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οραματιζόμενος έναν κόσμο διαφορετικό, στάθηκε υπέρμαχος των αγαθών της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Στηλιτεύσει την κοινωνική ανισότητα και στρέφεται πρωτίστως μέσα στην ίδια την Εκκλησία εναντίων των ‘’βαλαντιοσκόπων’’ κληρικών, όπως τους ονόμαζε, που τον νου και την καρδιά τους τα είχαν στο βαλάντιο, στο χρήμα. Προασπίστηκε την θέση της γυναίκας μιλώντας για τα «δικαιώματα της γυναίκας» σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, και στιγμάτισε τη δουλεία ως κατάσταση που εναντιώνεται στο θέλημα του Θεού.

Η κοινωνική ταξική διαίρεση, ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης πλεονεξίας, καταγγέλλεται και από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, με την λακωνική του φράση : «Δεινὸν πένεσθαι, χεῖρον δ’ εὐπορεῖν κακῶς»[5], «είναι φοβερή η φτώχεια, φοβερότερο όμως είναι να πλουτίζεις άδικα»!

Μέσα από τα έργα του, ξεχωρίζουν τα θεολογικά του ποιήματα. Εκεί, στο ‘’Κατά πλουτούντων’’, στιγματίζει την πλεονεξία των ανθρώπων που πλουτίζουν εις βάρος των άλλων. Χαρακτηρίζει την φιλοχρηματία ως ‘’νόσον του πλουτείν’’[6], αναφέροντας πως, ‘’τέτοια είναι η ασθένεια του πλούτου. Δεν έχει όρια στην επιθυμία του περισσοτέρου. Ζητεί να ξεδιψάσει πίνοντας αδιάκοπα‘’.

Που όμως οφείλεται αυτή η πλεονεξία -κατά τον Γρηγόριο-; Στην παντελή έλλειψη αγάπης του ενός Ανθρώπου προς τον άλλον. Δημιουργός της κοινωνικής αδικίας, δεν μπορεί να είναι ο Θεός, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος.

Πιο ριζοσπαστικές θέσεις εναντίον του πλούτου εκφράζονται από τον Μέγα Βασίλειο, ο οποίος στον λόγο του «προς τους πλουτούντας» ρωτά και ταυτόχρονα απαντά[7]: ‘’Τις εστίν ο πλεονέκτης; Ο μη εμμένων τη αυταρκεία. Τις σ’ εστίν ο αποστερητής; Ο αφαιρούμενος τα εκάστου. Συ δε ου πλεονέκτης; Συ δε ουκ αποστερητής , α προς οικονομίαν εδέξω , ταύτα ίδια σεαυτού ποιούμενος; … του πεινώντος εστίν ο άρτος ον συ κατέχεις. Του γυμνητεύοντος το ιμάτιον, ον συ φυλάσσεις εν αποθήκαις. Του ανυποδήτου το υπόδημα, ο παρά σοι κατασήπεται…’’.

Σε άλλο σημείο αναφέρεται «στην φύση του πλούτου»[8] ως εξής: «…Ποίον ελυπήθη ο θάνατος για τα πλούτη του; Ποίος εγλύτωσε από την αρρώστιαν χάριν των χρημάτων του; Έως πότε ο χρυσός θα είναι η αγχόνη των ψυχών, το άγκιστρο του θανάτου, το δόλωμα της αμαρτίας;

Έως πότε ο πλούτος θα είναι η αιτία του πολέμου, για τον οποίον κατασκευάζονται όπλα και ακονίζονται ξίφη; Εξ αιτίας αυτού οι συγγενείς παραβλέπουν την φυσικήν συγγένειαν, αδελφοί υποβλέπονται με φονικήν διάθεσιν, ο ένας εναντίον του άλλου. Εξ αιτίας του πλούτου οι ερημίες φιλοξενούν τους φονείς, η θάλασσα τους πειρατάς, οι πόλεις τους συκοφάντες. Ποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους, ποιος ο δημιουργός της πλαστογραφίας; Ποίος εγέννησε την επιορκίαν; Όχι ο πλούτος; Όχι η μέριμνα για την απόκτησή του;

Τι παθαίνετε, ω άνθρωποι; Ποιος έστρεψε τα ιδικά σας εναντίον σας; Τα χρήματα είναι μέσον για την ζωή. Μήπως έχουν δοθεί ως εφόδια κακών; Είναι λύτρα της ψυχής. Μήπως είναι αφορμή καταστροφής; Αλλά ο πλούτος είναι αναγκαίος για τα τέκνα. Αυτή είναι μία ευλογοφανής δικαιολογία της πλεονεξίας. Τα τέκνα επικαλείστε, αλλά για τον εαυτόν σας φροντίζετε».

 

Συμπέρασμα

Η «αγάπη» είναι ένα θέμα που βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των ανθρώπων και των κοινωνικών τους σχέσεων. Στην Χριστιανική θρησκεία αλλά και τις άλλες θρησκείες αποτελεί θεμελιώδη κανόνα ζωής.  Έχει περιγραφεί ευρύτατα στη λογοτεχνία και την ποίηση, απεικονίζεται εκτενώς στις εικαστικές τέχνες, τραγουδιέται στη μουσική. Ακόμη και στις επιστήμες με κορυφαία τη φιλοσοφία, αποτελεί ένα προσφιλές θέμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απασχόλησε και τον Μίκη Θεοδωράκη, μόνο που την έβλεπε «κοινωνικά» και μέσα από το πρίσμα της «κοινωνικής δικαιοσύνης».

Η αγάπη δεν είναι και δεν πρέπει να νοείται μόνο ως ένα προσωπικό και διατομικό θέμα. Η αγάπη πρέπει να νοείται ως μια κοινωνική δύναμη με κατεξοχήν δημόσιο χαρακτήρα, ικανή να δημιουργήσει αλλαγές και να ενεργοποιήσει διαδικασίες οικοδόμησης κοινότητας και αλληλεγγύης στις σύγχρονες κοινωνίες.

Η αγάπη δεν είναι και δεν περιορίζεται στον προσωπικό και οικογενειακό χώρο του κάθε ανθρώπου και φυσικά δεν μπορεί να ορίζεται από  την αλληλοϋποστήριξη για την μεγιστοποίηση και περιφρούρηση κοινών συμφερόντων πλούτου και περιουσίας.

Η αγάπη είναι ένα ευγενές αίσθημα, είναι προσφορά χωρίς χρέωση, προσφορά από το υστέρημα του προσφέροντος και προπαντός είναι πολιτική πράξη κι αγώνας για την επίτευξη μιας κοινωνίας κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης.

Η αγάπη δηλαδή, δεν είναι μόνο ένα ιδιωτικό θέμα, ένα συναίσθημα που αναπτύσσεται μέσα στον καθένα μας και παραμένει στην προσωπική μας σφαίρα. Είναι και μια μορφή πολιτικής δράσης, καθώς περιλαμβάνει διάφορες διαστάσεις της δημόσιας ζωής, από το κράτος πρόνοιας, την ανακατανομή των πόρων, την κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι μια μορφή συλλογικής δράσης, μια μετασχηματιστική δύναμη της κοινωνίας με δημόσια διάσταση.

Η αγάπη είναι πράξη, είναι αγώνας για την επίτευξη εναρμονισμένων κοινωνικών σχέσεων, σε μια  κοινωνία όπου κυριαρχεί η αρμονία μεταξύ των ανθρώπων και η αρμονία μεταξύ ανθρώπων και φύσης.


Υποσημειώσεις

[1]  Μαλούχος Γεώργιος, Άξιος εστί – ο Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του, τόμος Α, Εκδ. Λιβάνης, 2004

[2]  Θεοδωράκης Μίκης, Οι δρόμοι του Αρχάγγελου, Εκδ. Κέδρος, 1986, τομ.1 (επανέκδοση 2009 τομ. 3, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)

[3]  Προεκλογική ομιλία στην Κρήτη. Χανιά, Νοέμβριος 1964  https://mikisguide.gr/mikis-theodorakis-o-kallitechnis-i-techni-to-kino-ke-to-kinima-tis-machomenis-koultouras/

[4]  Στοιχεία λαμβάνω από την: Εισήγηση «Οι τρεις Ιεράρχες ομιλούν περί κοινωνικής δικαιοσύνης» π. Θωμά Δ. Ανδρέου στην Ιερατική σύναξη της 25ης   Φεβρουαρίου 2017, στο συνεδριακό Κέντρο ‘’Ιερός Χρυσόστομος’’, της Ιεράς Μητροπόλεως Ελευθερουπόλεως. https://imelef.gr/archives/8013#_ftn1

 [5]  TLG, Gregorius Nazianzenus Theol., Carmina moralia (2022: 060); MPG 37. Page 909, line 3

[6] TLG, Gregorius Nazianzenus Theol., Epistulae, Epistle 80, section 1, line 2

[7]  TLG, Basilius Theol., Homilia in illud: Destruam horrea mea, Section 7, line 16-23

[8]  TLG, Basilius Theol., Homilia in divites 7.1  – 7.24 ‘’…τίνος ἐφείσατο θάνατος διὰ τὸν πλοῦτον; τίνος ἀπέσχετο νόσος διὰ τὰ χρήματα; Ἕως πότε χρυσὸς, τῶν ψυχῶν ἀγχόνη, τὸ τοῦ θανάτου ἄγκιστρον, τὸ τῆς ἁμαρτίας δέλεαρ; Ἕως πότε πλοῦτος, τοῦ πολέμου ὑπόθεσις, διὃν χαλκεύεται ὅπλα, διὃν ἀκονᾶται ξίφη; Διὰ τοῦτον συγγενεῖς ἀγνοοῦσι τὴν φύσιν, ἀδελφοὶ κατἀλλήλων φονικὸν βλέπουσι· διὰ τὸν πλοῦτον αἱ ἐρημίαι τοὺς φονευτὰς τρέφουσιν, θάλασσα τοὺς καταποντιστὰς, αἱ πόλεις τοὺς συκοφάντας. Τίς ἐστιν ψεύδους πατήρ; τίς πλαστογραφίας δημιουργός; τίς τὴν ἐπιορκίαν γεννήσας; Οὐχ πλοῦτος; οὐχ περὶ τοῦτον σπουδή;

Τί πάσχετε, ἄνθρωποι; τίς ὑμῖν τὰ ὑμέτερα εἰς τὴν καθὑμῶν ἐπιβουλὴν περιέτρεψε; Συνεργία πρὸς τὸ ζῇν. Μὴ γὰρ ἐφόδια κακῶν ἐδόθη τὰ χρήματα; Λύτρον ψυχῆς. Μὴ γὰρ ἀφορμὴ ἀπωλείας; Ἀλλ’ ἀναγκαῖος ὁ πλοῦτος διὰ τοὺς παῖδας. Εὐπρόσωπος ἀφορμὴ πλεονεξίας αὕτη· τοὺς γὰρ παῖδας προβάλλεσθε, τὴν δὲ καρδίαν πληροφορεῖτε.

 

Back To Top